ΠΟΛΙΤΙ[ΣΤΙ]ΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ

Ένα μικρό διήγημα του Ε. Έσσε για τους λύκους, αφιερωμένο σε όσους αγαπούν τα βουνά και την άγρια ζωή. Στον ελλαδικό χώρο, ο γκρίζος λύκος είναι είδος υπό εξαφάνιση κι υπολογίζεται πως αριθμεί περίπου 500 άτομα (πληθυσμός υποδεκαπλάσιος από εκείνον στις αρχές του 20ου αιώνα) ενώ σε πολλές περιοχές έχει εξαφανιστεί τελείως.

O λύκος

Ποτέ δεν είχε ενσκήψει τόσο βαρύς και ατελείωτος χειμώνας στα γαλλικά βουνά. Βδομάδες τώρα, η ατμόσφαιρα ήταν διάφανη, φωτερή και παγερή. Την ημέρα, τα χιονισμένα χωράφια κατηφόριζαν ατελείωτα με το θαμπό λευκό τους κάτω απ΄ το εκτυφλωτικό γαλάζιο τ’ ουρανού. Τη νύχτα, τα σάρωνε το φως του φεγγαριού –ένα μικρούλικο, λαμπερό, θυμωμένο, παγερό φεγγάρι- και πάνω στο χιόνι η κιτρινωπή ανταύγεια του γύριζε σ΄ ένα θαμπό γαλάζιο που φάνταζε ολόιδια η ουσία της παγωνιάς. Οι δρόμοι και τα περάσματα έμεναν έρημα, ειδικά στα ψηλώματα, κι οι άνθρωποι κάθονταν ραχάτικα γκρινιάζοντας μες στις καλύβες των χωριών. Τη νύχτα, τα παράθυρα φάνταζαν στο γαλάζιο φεγγαρόφωτο μες σ’ ένα κόκκινο της καστανιάς και σκοτείνιαζαν νωρίς νωρίς.

Τα ζώα της περιοχής δεινοπαθούσαν. Πολλά απ’ τα πιο μικρά, μαζί και τα πουλιά, πέθαιναν απ’ το κρύο, και τα ισχνά κορμάκια τους έπεφταν βορά στα γεράκια και στους λύκους. Μα και τα τελευταία τούτα βασανίζονταν σκληρά απ’ το κρύο και την πείνα. Ελάχιστες μόνο οικογένειες λύκων υπήρχαν, κι η στέρηση τους οδηγούσε να ’ ρθουν πιο κοντά η μια με την άλλη. Την ημέρα, έβγαιναν ένας ένας. Κάποιος από αυτούς ξεπεταγόταν εδώ κι εκεί μέσ’ απ’ το χιόνι, λιπόσαρκος, πεινασμένος και πανικόβλητος, αθόρυβα και φευγαλέα σαν ένα φάντασμα, με την ισχνή σκιά του να γλιστρά πλάι του πάνω στο άσπρο του χιονιού. Έστρεφε τη σουβλερή μουσούδα του στον αέρα και μυριζόταν, κι άφηνε πότε πότε ένα ξερό, βασανισμένο ουρλιαχτό. Τη νύχτα, όμως, έβγαιναν όλοι μαζί και τα χωριά περικυκλώνονταν απ’ το παραπονεμένο γρύλισμά τους. Κτήνη και πουλερικά κλειδαμπαρώνονταν με προσοχή και τουφέκια καραδοκούσαν πίσω από σφαλιστά παντζούρια έτοιμα να εκπυρσοκροτήσουν. Σπάνια μόνο μπορούσαν οι λύκοι να ριχτούν πάνω σ΄ένα σκυλί ή άλλο μικρό θήραμα και δυο απ’ την αγέλη είχαν κιόλας εξολοθρευτεί.

Το κρύο συνεχιζόταν κι όλο συνεχιζόταν. Πολλές φορές οι λύκοι στριμώχνονταν κοντά κονά ο ένας στον άλλο για να ζεσταθούν κι έμεναν ασάλευτοι ακούγοντας αξιοθρήνητα την απονεκρωμένη γύρω τους ύπαιθρο, ωσότου κάποιος ανάμεσά τους, βασανισμένος από την πείνα, αναπηδούσε άξαφνα μ’ ένα μουγκρητό που σου πάγωνε το αίμα. Τότε, όλοι οι άλλοι έστρεφαν τις μουσούδες τους προς αυτόν και έτρεμαν. Κι όλοι μαζί ξεσπούσαν σ’ ένα τρομερό, απειλητικό ζοφερό ουρλιαχτό.

Τελικά, ένα μικρό τμήμα της αγέλης αποφάσισε να μετακινηθεί. Νωρίς το πρωί άφησαν τα λαγούμια τους, συγκεντρώθηκαν μεταξύ τους και μυρίστηκαν μ’ ανησυχία και έξαψη τον παγερό αέρα. Μετά ξεκίνησαν με γοργό και ήρεμο βήμα. Όσοι έμειναν πίσω τους παρακολουθήσαν με ορθάνοιχτα γυάλινα μάτια, έκαναν μερικά βήματα να τους ακολουθήσουν, σταμάτησαν, έμεναν ασάλευτοι για μια στιγμή κι αναποφάσιστοι και ξαναγύρισαν αργά στο αδειανό άντρο τους.

Το μεσημέρι, οι οδοιπόροι χωρίστηκαν στα δυο. Τρεις απ’ τους λύκους στράφηκαν ανατολικά προς την ελβετική Γιούρα κι οι άλλοι συνέχισαν νότια. Οι τρεις ήταν όμορφα εύρωστα ζώα, μα τρομερά αδυνατισμένα. Οι τραβηγμένες μέσα αδειανές τους κοιλιές άφηναν τα παϊδια τους να πετάγονται προς τα έξω, το στόμα τους ήταν στεγνό και τα μάτια τους διεσταλμένα και γεμάτα απόγνωση. Προχώρησαν βαθειά μέσα στη Γιούρα. Τη δεύτερη μέρα σκότωσαν ένα πρόβατο, την τρίτη ένα σκύλο κι ένα γαϊδουράκι. Απ’ όλες τις μεριές άρχισαν να τους κυνηγούν οι μανιασμένοι ορεσίβιοι. Ο φόβος για τις ασυνήθιστες εισβολές εξαπλώθηκε μέσα στις πόλεις και στα χωριά της περιοχής. Τα ταχυδρομικά έλκυθρα ξεκινούσαν οπλισμένα και κανείς δεν πήγαινε απ’ το ένα χωριό στο άλλο δίχως τουφέκι. Οι τρεις λύκοι, έπειτα από ένα τέτοιο πλούσιο πλιάτσικο, ένιωσαν αμέσως ικανοποιημένοι και χορτάτοι μα και ανασφαλείς μέσα στο ξένο εκείνο περιβάλλον. Περισσότερο παράτολμοι απ’ όσο φάνηκαν ποτέ στα δικά τους τα μέρη, όρμησαν μέσα σ’ ένα στάβλο με αγελάδες μέρα μεσημέρι. Το ζεστό μικρό οίκημα γέμισε με τα μουγκανητά των ζώων, με ήχους από ξύλινες μπάρες που έσπαγαν, από ποδοβολητά κι απ’ το καφτό, πεινασμένο χνώτο των λύκων. Αλλ’ αυτή τη φορά, οι άνθρωποι τους πρόλαβαν. Οι λύκοι είχαν επικηρυχθεί σε καλή τιμή κι αυτό διπλασίαζε το θάρρος των χωρικών. Μ’ ένα πυροβολισμό στο σβέρκο σκότωσαν τον ένα και με τσεκούρι το δεύτερο. Ο τρίτος κατάφερε να το σκάσει. Έτρεχε, έτρεχε μέχρι που έπεσε μισοπεθαμένος στο χιόνι. Ο λύκος αυτός ήταν ο πιο μικρός και ο πιο όμορφος απ’ όλους, ένα ζώο περήφανο, ρωμαλέο και χαριτωμένο. Για πολλή ώρα έμεινε εκεί λαχανιασμένος. Κόκκινοι αιμάτινοι κύκλοι στροβιλίζονταν μπρος στα μάτια του και πότε πότε άφηνε να του ξεφύγει ένα πονεμένο, σφυριχτό μουγκρητό. Ένα σβουριχτό τσεκούρι τον είχε χτυπήσει στη ράχη. Μονάχα τότε κατάλαβε πόσο πολύ είχε τρέξει. Σε μεγάλη ακτίνα ολόγυρά του δεν υπήρχαν μήτε άνθρωποι μήτε σπίτια. Μπροστά του υψωνόταν ένα πελώριο χιονοσκέπαστο βουνό, το Σάσεραλ. Αποφάσισε να πάει ως εκεί. Βασανισμένος απ’ τη δίψα, έμπηξε τα δόντια του στη σκληρή κρούστα του χιονιού και πήρε μερικές μπουκιές.

Απ’ την άλλη μεριά του βουνού, ξέκρινε κάποιο χωριό. Θα νύχτωνε σε λίγο. Τρύπωσε μέσα σε μια πυκνή συστάδα με έλατα και περίμενε. Έπειτα σούρθηκε προσεχτικά, σύρριζα σε κηποφράχτες, ακολουθώντας τη μυρωδιά των ζεστόχαρων στάβλων. Στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς. Πεινασμένος, αλλά γεμάτος φόβο, πρόβαλε ανάμεσα στα σπίτια. Ένας πυροβολισμός αντήχησε. Έριξε πίσω το κεφάλι του κι ετοιμαζόταν να το βάλει στα πόδια όταν αντήχησε δεύτερος πυροβολισμός. Αυτή τη φορά τον πέτυχε. Στο ‘να πλευρό, η ασπρουδερή κοιλιά του λεκιάστηκε με αίμα, που έπεφτε σταθερά με μεγάλες σταγόνες. Παρ’ ότι πληγωμένος, ρίχτηκε σ’ ένα ξέφρενο τρεχαλητό με τεράστια άλματα και κατάφερε να φτάσει στο δασωμένο βουνό. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή ν’ αφουγκραστεί κι άκουσε φωνές και βήματα μακριά. Έντρομος, κοίταξε ψηλά τη βουνοπλαγιά. Ήταν απότομη, πυκνοδασωμένη και δύσκολη στην ανάβαση. Αλλά δεν είχε άλλη εκλογή. Λαχανιάζοντας, άρχισε να ανεβαίνει το απόκρημνο τείχος, ενώ από κάτω του μια βαβούρα από βλαστήμιες, προσταγές και φώτα φαναριών περιέτρεχε το βουνό. Τρέμοντας ο πληγωμένος λύκος σκαρφάλωνε μέσα στο δάσος, ενώ αργά αργά το μαύρο αίμα κυλούσε στο πλευρό του.

Το κρύο είχε πέσει. Ο ουρανός στα δυτικά είχε θαμπώσει, προμήνυμα πως θ’ άρχιζε να χιονίζει.

Στο τέλος, το εξαντλημένο ζώο έφτασε στην κορυφή. Βρισκόταν στην άκρη μιας μεγάλης, ελαφρά κυρτής χιονισμένης, απλωσιάς, όχι μακριά απ’ το όρος Κρόζιν, ψηλά πάνω απ’ το χωριό απόπου το ‘ χε σκάσει. Δεν ένιωθε πεινασμένος, μα έναν επίμονο έντονο πόνο απ’ την πληγή του. Ένα χαμηλόφωνο άρρωστο γρύλισμα βγήκε απ’ τα κρεμάμενα σαγόνια του κι η καρδιά του χτυπούσε βαριά και οδυνηρά. Το χέρι του θανάτου βάραινε πάνω του σαν ένα βαρύ φορτίο. Ένα μοναχικό έλατο με απλωμένα τα κλαδιά τον δελέασε να πάει κοντά του. Εκεί πήγε και κάθισε και κοίταζε απεγνωσμένα τη λευκόγκριζη νύχτα. Μισή ώρα πέρασε έτσι. Τότε πάνω στο χιόνι έπεσε ένα κόκκινο, παράξενα βουβό φως. Ο λύκος στήθηκε ορθός μ’ ένα μουγκρητό κι έστρεψε το όμορφο κεφάλι του προς το φως. Ήτανε το φεγγάρι που, γιγάντιο και αιματοκκόκινο, είχε ανατείλει στα νοτιοανατολικά κι ανέβαινε αργά αργά ψηλά στο θαμπό ουρανό. Είχε πολλές βδομάδες να προβάλει τόσο μεγάλο και τόσο κόκκινο. Τα μάτια του ετοιμοθάνατου λύκου κρεμάστηκαν πάνω στον αμυδρό δίσκο κι ένα αχνό γρύλισμα δόνησε και πάλι τη νύχτα με πόνο.

Τότε ήρθαν βήματα και φώτα. Χωριάτες με χοντρά πανωφόρια, κυνηγοί και παιδιά με γούνινα σκουφιά και χοντροκομμένες γκέτες πρόβαλαν πατώντας βαριά μέσ’ απ’ το χιόνι. Μια θριαμβευτική κραυγή αντήχησε. Είχανε δει τον ετοιμοθάνατο λύκο και πυροβόλησαν αμέσως δυο φορές. Ξαστόχησαν και τις δυο. Τότε είδαν πως ξεψυχούσε κιόλας κι έπεσαν απάνω του με ξύλα και ραβδιά. Ο λύκος δεν ένιωθε τίποτα πια.

Αφού έσπασαν τα κόκαλά του, τον έσυραν κάτω στο Σαιντ Ίμμερ. Γελούσαν, κόμπαζαν, τραγουδούσαν, βλαστήμαγαν. Ανυπόμονα προσδοκούσαν το κονιάκ και τον καφέ που τους περίμενε. Κανένας απ’ αυτούς δεν είδε την ομορφιά του χιονοσκέπαστου δάσους ή τη λάμψη του οροπεδίου, μήτε το κόκκινο φεγγάρι που κρεμόταν πάνω από απ’ το Σάσεραλ, και που το αχνό του φως τρεμόπαιζε πάνω από στις κάνες των τουφεκιών τους, πάνω στο κρυσταλλένιο χιόνι και στα σβησμένα μάτια του νεκρού λύκου.

Έρμαν Έσσε 1907

αρχική σελίδα φωτογραφίες λύκων