ΙΡΑΚ: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕ 2 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ, ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Η Ιντιφάντα στη “Δυτική Όχθη” του Τίγρη και του Eυφράτη
Συμπληρώνονται δυο χρόνια από τις 20 Μάρτη του 2003, όταν οι αγγλοσάξονες σύμμαχοι, παρά τους γαλλοτευτονικούς ενδοιασμούς, επιτέθηκαν και πάλι στο Ιράκ για να τελειώσουν αυτό που είχαν ξεκινήσει με την αιματοβαμμένη “Καταιγίδα της Ερήμου” το 1991, τον πρώτο πόλεμο που εξαπολύθηκε για την επιβολή της Νέας Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων μετά την κατάρρευση του διπολικού κόσμου και το τέλος του "ψυχρού πολέμου". Κι αυτή τη φορά οι σύμμαχοι, με την επιχείρηση “Σοκ και Δέος”, ήταν αποφασισμένοι να διακινδυνεύσουν, κάνοντας ένα βήμα παραπάνω από εκεί που σταμάτησαν το ’91. Nα ολοκληρώσουν την καταστροφή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεϊν, κάνοντας τον περιφερειακό συσχετισμό δύναμης ακόμα συντριπτικότερο υπέρ του Ισραήλ, να υποτάξουν τον πληθυσμό του Ιράκ σε ένα νέο ελεγχόμενο καθεστώς, να ενσωματώσουν την οικονομία και τους ενεργειακούς πόρους της χώρας στην παγκόσμια αγορά με τους δικούς τους όρους, και να επιτύχουν τον άμεσο γεωστρατηγικό έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, προσπερνώντας τους διεθνείς ανταγωνιστές τους στην παγκόσμια σκακιέρα κι επαπειλώντας με ανατροπές τόσο τους τοπικούς ανταγωνιστές (Ιράν, Συρία) όσο και τους τυχόν ασταθείς ή επισφαλείς συμμάχους τους (όπως τη Σαουδική Αραβία).
Τεράστιο ήταν το μέγεθος της προπαγανδιστικής παραπληροφόρησης που εξαπολύθηκε πριν την επίθεση, προκειμένου να τρομοκρατηθεί η ανθρωπότητα και να δικαιολογηθεί ο πόλεμος στο όνομα της παγκόσμιας ασφάλειας, καθώς το καθεστώς του Σαντάμ κατηγορήθηκε για κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής και σχέσεις με την οργάνωση Αλ Κάιντα του Μπιν Λάντεν. Τεράστιος ήταν και ο όγκος πυρός που εξαπολύθηκε τελικά όταν άρχισε η επίθεση στο Ιράκ, μια χώρα που μετρούσε ήδη ποταμούς αίματος και αμέτρητες καταστροφές μετά τον ιρανοϊρακινό πόλεμο (1980-88), την Καταιγίδα της Ερήμου και το 12ετές εμπάργκο που οδήγησε τις φτωχότερες τάξεις του πληθυσμού σε συνθήκες πλήρους ανέχειας, εξαθλίωσης και θανάτου. Με την επίθεση, παρά τη σθεναρή αντίσταση που προβλήθηκε αρχικά στους προελαύνοντες εισβολείς σε θύλακες όπως η Ουμ Κασρ, η Βασόρα, η Νασιρίγια και η Καρμπάλα, το καθεστώς κατέρρευσε κι ο αμερικανικός στρατός κατέλαβε τη Βαγδάτη μετά από τρεις εβδομάδες, ενώ ο Σαντάμ και τα ανώτερα στελέχη του Μπάαθ εξαφανίστηκαν. Όμως, όπως είχε ήδη επισημανθεί, η κατάληψη της Βαγδάτης δεν θα σηματοδοτούσε το τέλος του πολέμου αλλά την έναρξή του! Με την κατοχή του Ιράκ γεννιόταν μια νέα "Δυτική Όχθη" στις όχθες του Τίγρη και του Ευφράτη, και μαζί της κυοφορούνταν μια νέα Ιντιφάντα...
Οι ρητορείες των συμμάχων για "χειρουργικό" πόλεμο διαψεύστηκαν μέσα στον πόνο των αναρίθμητων θυμάτων του, καταδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν "χειρουργικοί" πόλεμοι, όπως διαψεύστηκαν και οι προσδοκίες τους για την υποδοχή τους σαν “ελευθερωτών”, καθώς δεν αντιμετώπισαν, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, παρά μόνο φόβο και μίσος. Το ίδιο διαψεύστηκαν και οι ελπίδες τους για εύκολη επικράτηση. Καταρχήν, κι ενώ διεξάγονταν οι τελευταίες αψιμαχίες, στις πόλεις της Βαγδάτης, της Βασόρας, του Κιρκούκ, της Μοσούλης κι αλλού, με τη διάλυση του καθεστώτος Σαντάμ πλήθη από προλετάριους που στερούνταν ακόμα και τα είδη πρώτης ανάγκης ξεχύθηκαν στους δρόμους, επιδιδόμενοι σε λεηλασίες και καταστροφές κρατικών κτιρίων, καταστημάτων και αποθηκών τροφίμων, και σε πολλές περιπτώσεις συγκρούστηκαν με τους εισβολείς με κάθε μέσον -από πέτρες μέχρι και με όπλα- όταν αυτοί προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Οι λεηλασίες συνεχίστηκαν για πολλές μέρες μέχρις ότου να επιβάλουν την τάξη οι αμερικανοβρετανοί, με τη συνεργασία ομάδων αστυνομικών του Σαντάμ που επέστρεψαν στην υπηρεσία τους με την πρόσκληση των κατοχικών αρχών.
Όμως και πάλι οι εισβολείς διαψεύστηκαν, παρά τη θριαμβευτική αναγγελία της λήξης του πολέμου από τον Μπους την 1η Μάη 2003, και η επιβολή της νέας τάξης στο κατακτημένο Ιράκ αποδείχτηκε τελικά πολύ δυσκολότερο εγχείρημα από όσο φάνταζε αρχικά... Την επαύριο κιόλας της κατάληψης της Βαγδάτης και μετά τη διάλυση κάθε συγκροτημένης αντίστασης, άρχισαν οι πρώτες αντάρτικες επιχειρήσεις. Κι ενώ αποκαλύπτονταν ως ασύστολα ψεύδη των αμερικανοβρετανών τα περί όπλων μαζικής καταστροφής του Σαντάμ και σχέσεών του με την Αλ Κάιντα, παρουσιάστηκαν νέα ψεύδη για να δικαιολογήσουν τις αντάρτικες επιχειρήσεις εναντίον τους και την απουσία ευνοϊκής υποδοχής τους από το λαό. Υποτίθεται πως οι ιρακινοί ήταν τρομοκρατημένοι από τον Σαντάμ που διέφευγε ακόμη τη σύλληψη και για την αντίσταση υπεύθυνοι ήταν οι εναπομείναντες οπαδοί του.
Κι αυτός όμως ο ισχυρισμός τους διαψεύστηκε οικτρά, όπως και όλοι οι προηγούμενοι, όταν μετά τη δολοφονία των διαβόητων γιων του Σαντάμ, καθώς επίσης τη σύλληψη και τη διαπόμπευση του ίδιου, οι πράξεις αντίστασης όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αντιθέτως πολλαπλασιάστηκαν από ένα ποικίλο φάσμα οργανώσεων (πατριωτικών, ισλαμικών, αριστερών), αναγκάζοντας τους αμερικανοβρετανούς ακόμα και δια στόματος Κόλιν Πάουελ να μιλούν πλέον για εξέγερση, ανταρσία και ιρακινή αντίσταση.
Αντίσταση που δεν περιοριζόταν μόνο στις επιθέσεις στα στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους, αλλά επεκτεινόταν και σε πράξεις σαμποτάζ σε ζωτικούς τομείς για τους εισβολείς, όπως οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, παρεμποδίζοντας αποφασιστικά την εξαγωγή πετρελαίου από τη χώρα.
Η διάψευση των αρχικών σχεδιασμών τους και η προφανής αδυναμία των αμερικανών να κλιμακώσουν την προσπάθεια για την επιβολή του ελέγχου στην ευρύτερη μεσανατολική περιοχή, εφόσον δεν μπορούσαν καν να ελέγξουν την κατάσταση στο κατεχόμενο Ιράκ, τους οδήγησε σε επανασχεδιασμό των κινήσεών τους και σε προσπάθειες συμβιβασμών, τόσο μέσα στο Ιράκ όσο και απέναντι στους γαλλογερμανούς και ρώσους -ανταγωνιστές ή συνεταίρους τους κατά περίπτωση-, για τα ποσοστά κυριαρχίας στην περιοχή από το Κέρας της Αφρικής μέχρι την Κασπία και από την Αν. Μεσόγειο μέχρι το Αφγανιστάν.
Όπως δήλωσε πέρσι τον Απρίλη ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ για το τι διακυβεύεται, “οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης αποτυχίας στο Ιράκ θα ήταν ασύλληπτες: όσοι τάσσονται εναντίον της Αμερικής, σε όλο τον κόσμο, θα πανηγύριζαν, διακηρύσσοντας την αδυναμία μας”.
Έτσι, ταυτόχρονα με την ανασυγκρότηση της ιρακινής αστυνομίας και της εθνοφρουράς στο πλευρό των στρατευμάτων τους, οι εισβολείς, ένα χρόνο περίπου μετά την κατάκτηση της χώρας κι ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, ανήγγειλαν την εσπευσμένη μεταβίβαση της εξουσίας από τον αμερικανό κυβερνήτη Μπρέμερ, που είχε διαδεχτεί τον απόστρατο στρατηγό Γκάρτνερ, σε μια διορισμένη ιρακινή κυβέρνηση υπό τον σουνίτη πρόεδρο Γαζί Αλ Γιαουάρ και τον σιίτη πρωθυπουργό Ιγιάντ Αλάουι, έτσι ώστε να αποκατασταθεί μια ιδέα εθνικής ανεξαρτησίας και διεθνούς νομιμότητας του κατοχικού καθεστώτος. Όμως κι αυτή η προσπάθεια να καταλαγιάσουν οι επιθέσεις, όπως και η ελπίδα τους να συνδράμουν τα κατοχικά στρατεύματα και άλλες χώρες, ιδίως οι αραβικές, διαψεύστηκαν. Οι αραβικές χώρες αρνήθηκαν να στείλουν δυνάμεις στο Ιράκ, ενώ ορισμένες συμμαχικές χώρες, όπως η Ισπανία που στις 11 Μάρτη 2003 δέχτηκε την τρομακτική βομβιστική επίθεση σε σιδηροδρομικούς σταθμούς στη Μαδρίτη, άρχισαν να αποσύρουν τις δικές τους.
Στο μεταξύ, η κατάσταση στο Ιράκ επιδεινώθηκε με τον ένοπλο ξεσηκωμό και των σιιτών, όταν οι κατοχικές αρχές προσπάθησαν να εξουδετερώσουν τον σιίτη σεϊχη Μοκτάντα Σαντρ, που δήλωσε πως δεν πρόκειται να δεχτεί την ιρακινή κυβέρνηση που οι αμερικανοί θα διόριζαν στις 30 Ιούνη και απαίτησε την άμεση αποχώρηση των εισβολέων. Καταρχήν απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της σιίτικης εφημερίδας Al Hawza και ακολούθησε στις 4 Απρίλη η σφαγή 20 σιιτών από ισπανούς και σαλβαδοριανούς στρατιώτες, κατά τη διάρκεια μαχητικής διαδήλωσης στη Νατζάφ που μετατράπηκε σε ένοπλη σύγκρουση με πολιτοφύλακες του Σαντρ. Με την προτροπή του Σαντρ “δεν υπάρχει λόγος να γίνονται πια διαδηλώσεις αφού ο εχθρός θέλει να τρομοκρατήσει, μη διαδηλώνετε, τρομοκρατήστε τους εχθρούς σας...”, ακολούθησε εξέγερση και πραγματικές μάχες σε πολλά μέτωπα του σιίτικου νότου, στη Νατζάφ, την Καρμπάλα, το προάστιο της Βαγδάτης Σαντρ, τη Νασιρίγια, το Κουτ, τη Βασόρα και αλλού.
Την ίδια εποχή γίνονταν ταυτόχρονα επιθέσεις και συγκρούσεις στο Κιρκούκ και στη Μοσούλη, καθώς και στο λεγόμενο “σουνιτικό τρίγωνο” του μέσου Ιράκ, όπως στη Ραμάντι και την πολιορκούμενη πόλη Φαλούτζα. Στις 8 Απρίλη ξεκίνησε μεγάλη κοινή πορεία χιλιάδων σιιτών και σουνιτών με προορισμό τη Φαλούτζα. Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στο τζαμί Ουμ αλ-Κόρα στη δυτική Βαγδάτη, όπου προσήλθε ο κόσμος με τις δωρεές του και με συνθήματα αδελφοσύνης: “Θέλουμε να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στους αδελφούς μας που βομβαρδίζονται από αεροπλάνα και άρματα μάχης”. Διένυσαν πεζοί απόσταση 50 χιλιομέτρων, ακολουθούμενοι από οχήματα της Ερυθράς Ημισέληνου γεμάτα με τρόφιμα, φάρμακα και νερό, τα οποία παρέδωσαν στον πληθυσμό της πολιορκούμενης από αμερικανούς πεζοναύτες πόλης. Η προσπάθεια να καταληφθεί η πόλη τελικά απέτυχε.
Η μεταβίβαση της διοίκησης από τον Μπρέμερ στη διορισμένη κυβέρνηση έγινε στις 30 Ιούνη 2004, αλλά οι αντάρτικες επιθέσεις συνεχίστηκαν αμείωτες στις σουνιτικές περιοχές του βόρειου και κεντρικού Ιράκ, ενώ, παρά το συμβιβασμό των αμερικανοβρετανών με τον πολιτικοθρησκευτικό ηγέτη των σιιτών Σιστάνι για παραμονή των κατοχικών στρατευμάτων και σταδιακή μεταβίβαση της εξουσίας μετά από δημοκρατικές εκλογές, συνεχίστηκε και η εξέγερση χιλιάδων ένοπλων σιιτών του "στρατού του Μάχντι" του σεϊχη Μοκτάντα Αλ Σάντρ. Μια εξέγερση που σταμάτησε τελικά τον Οκτώβρη με κάποιου είδους συμφωνία εκεχειρίας, μετά από διαμεσολάβηση του Σιστάνι.
Και πάλι όμως δεν βελτιώθηκε η κατάσταση. Αντίθετα, στο διάστημα ανάμεσα στη μεταβίβαση της εξουσίας στη δοτή κυβέρνηση Αλάουι και τις εκλογές του Γενάρη, πολλαπλασιάστηκαν οι επιθέσεις και πολλές περιοχές, ακόμα και ολόκληρες πόλεις όπως η Φαλούτζα, η Σαμάρα και η Ραμάντι, ήσαν εκτός ελέγχου.
Εν όψει των προγραμματισμένων εκλογών, κι αφού προηγήθηκαν ανηλεείς βομβαρδισμοί, στις 8 Νοέμβρη 2004 η ανυπότακτη Φαλούτζα δέχτηκε την επίθεση 18.000 αμερικανών στρατιωτών και 2.500 ντόπιων συνεργατών τους, σε μια τελική προσπάθεια να εκπορθήσουν αυτή την πόλη των 250.000 κατοίκων που αποτελούσε ορμητήριο πολλών αντιστασιακών ομάδων. Η αντίσταση στην πόλη από γειτονιά σε γειτονιά και από σπίτι σε σπίτι διήρκεσε δυο εβδομάδες, με μεγάλες απώλειες για τους εισβολείς αλλά και για τους ντόπιους. Η Φαλούτζα, ως μια σύγχρονη Γκουέρνικα, ισοπεδώθηκε από τους βομβαρδισμούς και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, ενώ οι υπόλοιποι απέμειναν στα ερείπια. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως οι δολοφονικές κατασταλτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ διεξάγονται ενώ στα μετόπισθεν των δυτικών μητροπόλεων βασιλεύει η σιωπή και η αδιαφορία.
Και πάλι όμως, παρά τις όποιες επιτυχίες των κατοχικών στρατευμάτων στο τακτικό πεδίο μάχης, η κατάσταση σε πολλές επαρχίες, ιδιαίτερα στο λεγόμενο "σουνιτικό τρίγωνο" αλλά και στην περιοχή της Μοσούλης, παρέμεινε ανεξέλεγκτη παρά τον αριθμό 170.000 κατοχικών στρατιωτών και 50.000 ιδιωτικών μισθοφόρων που υποστηρίζονται από τη ντόπια αστυνομία και την εθνοφρουρά. Δυο ολόκληρα χρόνια αποτυχίας των αμερικανοβρετανικών και των άλλων συμμαχικών τους δυνάμεων να κατισχύσουν της αντίστασης στο κατεχόμενο Ιράκ, να επιβεβαιώσουν τη “νίκη” τους στον πόλεμο και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους και την εξουσία των ντόπιων συνεργατών τους.
Φθάνοντας στο Γενάρη και στις προγραμματισμένες εκλογές -προϊόν των συμβιβασμών των αμερικανοβρετανών με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και με την ιρακινή σιιτική πολιτικοθρησκευτική ηγεσία, σαν μόνη διαφαινόμενη λύση στο πολιτικοστρατιωτικό αδιέξοδο των κατακτητών του Ιράκ-, ο απολογισμός είναι εξοντωτικός και δυσοίωνος. Οι αντάρτικες επιθέσεις κατά διαφόρων στόχων φθάνουν τις 65-75 κάθε 24ωρο, ο αριθμός όσων συμμετέχουν στην ένοπλη αντίσταση υπολογίζεται από τις αμερικανικές και ιρακινές μυστικές υπηρεσίες σε 240.000 άτομα, ο αριθμός των ξένων στρατιωτών, των ιδιωτικών μισθοφόρων και των επιχειρηματιών που έπεσαν νεκροί στο Ιράκ φθάνει τους 2.000 (ανάμεσά τους 1.400 αμερικανοί, χωρίς να υπολογίζονται όσοι πεθαίνουν μετά από μεταφορά τους σε νοσοκομεία εκτός του Ιράκ), οι νεκροί από τους ντόπιους συνεργάτες τους, αστυνομικούς και εθνοφρουρούς, φθάνουν τους 2.500, οι ξένοι τραυματίες, κυρίως αμερικανοί στρατιώτες, ξεπερνούν τους 12.000, ενώ το κόστος του πολέμου έχει φθάσει στο ποσό των 120 δις δολαρίων.
Από την άλλη, είναι τρομακτική η καταστολή της αντίστασης και η όλη επιχείρηση για την καθυπόταξη του ιρακινού λαού στους σχεδιασμούς των αμερικανοβρετανών και των συνεργατών τους, αν υπολογίσει κανείς τον ανυπολόγιστο ουσιαστικά αριθμό των νεκρών του πολέμου (αναφέρεται ότι φθάνουν τις 250.000 από τον Μάρτη του 2003), τους ανάπηρους, τους ξεκληρισμένους και τους εξαθλιωμένους από τη φτώχεια και την πείνα, καθώς ένα τεράστιο ποσοστό των εργαζόμενων που υπολογίζεται σε 50-70% είναι άνεργοι. Είναι αυτοί που συγκροτούν τις διαδηλώσεις των ανέργων διεκδικώντας δουλειά και ψωμί, αυτοί που αποτελούν την κοινωνική βάση του αντάρτικου των πόλεων, αλλά και αυτοί στους οποίους κυρίως απευθύνονται οι στρατολόγοι των ταγμάτων ασφαλείας της κατοχικής κυβέρνησης. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στους περίπου 15 χιλιάδες φυλακισμένους που, όπως αποκαλύφθηκε με φρικιαστικά ντοκουμέντα, υφίστανται βασανιστήρια και εξευτελισμούς από αμερικανούς, βρετανούς και άλλους κατοχικούς στρατιώτες καθώς και από ντόπιους συνεργάτες τους, σε κολαστήρια όπως το Αμπού Γκράιμπ που άλλοτε ήταν τόπος μαρτυρίου για τους αντιπάλους του Σαντάμ.
Φθάνοντας στις εκλογές της 30ής Γενάρη, οι αμερικανοβρετανοί φόρεσαν το τελευταίο προσωπείο τους, κι αφού μάταια προσπάθησαν να πείσουν ότι επιτέθηκαν στο Ιράκ εξαιτίας των υποτιθέμενων όπλων μαζικής καταστροφής του Σαντάμ, τώρα προσπαθούν να πείσουν ότι επιτέθηκαν για να επιφέρουν τη "δημοκρατία" κι όχι για να υποτάξουν στον έλεγχό τους την περιοχή, τις πλούσιες ενεργειακές πηγές της και τους προλετάριους του Ιράκ.Όμως και αυτή η ύστατη προσπάθεια χειραγώγησης και εξαπάτησης στο επίπεδο των εντυπώσεων απέτυχε, καθώς αυτές οι εκλογές-φάρσα, που προκηρύχθηκαν για να “νομιμοποιηθεί” το κατοχικό καθεστώς και οι συνεργάτες του, διεξήχθησαν με ολόκληρη σχεδόν τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, μέσα σε ένα μπαράζ εκρήξεων και ένοπλων συγκρούσεων, με υποψήφιους-φαντάσματα από το φόβο των επιθέσεων, ενώ στα καλέσματα για αποχή ανταποκρίθηκε σχεδόν το μισό από το σύνολο των ψηφοφόρων, κατά κύριο λόγο από τις σουνιτικές περιοχές.
Από αυτή την άποψη, οι εκλογές της 30ής Γενάρη σηματοδοτούν τη διολίσθηση στον επαπειλούμενο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες του ιρακινού πληθυσμού, και την τριχοτόμηση της χώρας. Από τη μια, η ηγετική ομάδα του αγιατολάχ Σιστάνι, η οποία βασιζόμενη στη σιίτικη πλειοψηφία στο νότο συμφώνησε γι αυτές τις εκλογές με τους αμερικανούς και συμμετείχε νομιμοποιώντας τις για να διεκδικήσει την εξουσία και να ανατρέψει την -από ιδρύσεως του Ιράκ (μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο)- πολιτική κυριαρχία των σουνιτών, καθώς και η κουρδική ηγεσία των φυλάρχων Ταλαμπάνι (Πατριωτικό Μέτωπο Κουρδιστάν -PUK) και Μπαρζάνι (Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα -KDP) που αποσκοπούν μέσα από τη συνεργασία τους με τους αμερικάνους στη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία τους, μέχρι απόσχισης του ιρακινού Κουρδιστάν, στο βορρά. Από την άλλη, η σουνιτική μειοψηφία, στο κέντρο κυρίως της χώρας, οι ηγετικές ομάδες της οποίας -εθνικιστικές ή ισλαμικές- υπό τις παρούσες συνθήκες δεν έχουν να περιμένουν και πολλά από τους αμερικανούς, και η οποία όπως φαίνεται σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης. Χαρακτηριστικές άλλωστε για τις διαφαινόμενες εξελίξεις ήταν οι δολοφονίες λίγο πριν από τις εκλογές των στενών συνεργατών του Αγιατολάχ Αλ Σιστάνι, Μαχμούντ αλ Μαντάεν και Χαλίμ αλ Μοχάκεκ. Την ευθύνη ανέλαβε η σουνίτικη οργάνωση του Αλ Ζαρκάουι, καταγγέλλοντας τον σιίτη ηγέτη ως "σατανά" και “ιμάμη της απιστίας και της αποστασίας” καθώς και τη συμμετοχή σιιτών στη μάχη της Φαλούτζα στο πλευρό των αμερικανών. Δολοφονίες που αποτελούν επίσημη πρόκληση για την ανοιχτή σύγκρουση των αντίπαλων ηγετικών ομάδων στο Ιράκ,
ενώ οι αμερικανοί εισβολείς, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, προσπαθούν να μιμηθούν τους άλλοτε κύριους της Μεσοποταμίας, τους οθωμανούς και τους βρετανούς που επέβαλαν την κυριαρχία τους χρησιμοποιώντας τον ανταγωνισμό των φυλών, στρέφοντας την μία ενάντια στην άλλη, αποσπώντας συμμαχίες και επεμβαίνοντας όπου χρειαζόταν με τα όπλα.Σήμερα, εμπρός στο δυσβάστακτο βάρος της εκστρατείας, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την ανασυγκρότηση του ιρακινού κράτους και την παραχώρηση εξουσίας στις ντόπιες ηγετικές ομάδες, ευελπιστώντας να επιτύχουν μια σταδιακή απεμπλοκή των δικών τους δυνάμεων από τα ανοιχτά μέτωπα του Ιράκ, διατηρώντας στη χώρα τον αριθμό που θα θεωρήσουν επαρκή για την ένοπλη διασφάλιση των συμφερόντων τους σαν “ειρηνευτική” δύναμη, ενώ θα κλιμακώνουν την επιθετικότητά τους προς το Ιράν, τη Συρία και την Υεμένη, η οποία λόγω της κατάστασης στο Ιράκ έχει τελματωθεί.
Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα τους προλετάριους αδελφούς μας του Ιράκ, τους κολασμένους που βιώνουν άμεσα τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής, μολονότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τους ιδιαίτερους ταξικούς αγώνες τους μέσα στις συνθήκες που επικρατούν εκεί, γνωρίζουμε όμως πως ο δρόμος για την πραγματική απελευθέρωση δεν περιορίζεται στη συντριβή των ξένων εισβολέων και των στηριγμάτων τους, αλλά περνά αναγκαστικά διαμέσου της αυτονόμησης και της χειραφέτησής τους από τις πατριωτικές, εθνικιστικές και ισλαμικές ηγετικές ομάδες που διεκδικούν για λογαριασμό τους μερίδια εξουσίας σε ένα νέο ιρακινό κράτος, και την αναμέτρηση μαζί τους.
ORA NIHIL 1/2/05
*
Για τον ταξικό αγώνα στο Ιράκ (1950-90) - Mια παλιά συνέντευξη με έναν ιρακινό αγωνιστή