ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης, νο 68, Μάης - Ιούνης 2014

 

Άλφρεντ Σταϊνχάουερ. Το εργατικό κίνημα ως άρθρωση
της πληβειακής δημοσιότητας: στοιχεία μιας νέας θεώρησης

 

Στην εισήγησή μας αυτή θα προτείνουμε την αναβίωση της χρήσης της έννοιας της "πληβειακής δημοσιότητας" στη μελέτη του εργατικού κινήματος. Θα ισχυριστούμε πως η έννοια αυτή, που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Habermas στα 1962, διανοίγει τον δρόμο για μια εναλλακτική προσέγγιση της προβληματικής της δημόσιας σφαίρας (public sphere), την οποία τώρα τείνει να μονοπωλήσει η οιονεί γενική θεωρία της "συλλογικής δράσης" του Charles Tilly.

Διότι σίγουρα, η "δημοσιότητα" και η δημόσια σφαίρα της "συλλογικής δράσης" επικαλύπτονται, ανήκοντας όμως ταυτόχρονα σε διαφορετικές παραδόσεις. Η πρώτη προέρχεται από τη φιλοσοφική παράδοση που διέπει την ίδια τη σύσταση της αστικής πολιτείας. Μετάφραση της αστικής Οffentlichkeit του γερμανικού Ιδεαλισμού, η δημοσιότητα αποτελεί την ενδιάμεση σφαίρα μεταξύ κράτους και ατόμου. Η σφαίρα αυτή, για τον Καντ, περιγράφει ένα πεδίο δυναμικών αλληλεπιδράσεων εντός του οποίου συναντάται η εξουσία με την αλήθεια (Kant, 2004: 17). Για τον Χέγκελ, πάλι, τούτη περιλαμβάνει τρεις στιγμές, την εργασία και το σύστημα των αναγκών, την ιδιοκτησία και το σύστημα της ελευθερίας μέσω δικαιοσύνης, και τον συμβιβασμό τους μέσω της διαχείρισης και του συνεταιρισμού (Hegel, 1999:169).

Όμως στον γερμανικό Ιδεαλισμό η ενεργός συμμετοχή του λαού στην πολιτική αποκλείεται τουλάχιστον προτού αυτός διαπαιδαγωγηθεί ώστε να μπορεί να συμμετάσχει στον έλεγχο του κοινού πράγματος (Kant, 2004: 259). Το σχέδιο της δημοκρατικοποίησης της κοινωνίας μέσω της γενικής εκπαίδευσης του Γάλλου διαφωτιστή Κοντορσέ του 1792 σίγουρα είναι μία από τις κορυφαίες εκφάνσεις της αστικής υπόσχεσης για μια διαρκή ειρηνική ταξική διευθέτηση (Condorcet,1989). Όμως η ιστορία της νεωτερικότητας, διάσπαρτη από τις πολιτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση, δείχνει αντιθέτως πως η επίτευξη της πολιτικής ισότητας απαίτησε μεγάλους αγώνες, και δεν έλειψε η βία στην διεξαγωγή τους. Έτσι, από τη στιγμή της ανάδυσής της, η αστική δημοσιότητα εμφανίζεται σε μια μορφή φιλοσοφικά έκπτωτη, ανίκανη να εκπληρώσει τις κοινωνικές της προϋποθέσεις.

Η λογική της αστικής δημοσιότητας δίνει έτσι τη θέση της σε μια κοινωνιολογική και ιστορική δυναμική, της οποίας την εννοιολογική δομή κατεργάστηκε ο Habermas. Ιστορικά, στον Habermas, η αρχή αυτή θεωρείται πως επικρατεί με τον αγγλικό κοινοβουλευτισμό και τη γαλλική επανάσταση, που θέτουν τη διπλή, οικονομική και πολιτική βάση του νεωτερικού οικοδομήματος. Παράλληλα με την πρώτη και κυρίαρχη μορφή της αστικής δημοσιότητας, κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης εμφανίζεται μια δεύτερη μορφή δημοσιότητας. Ο Habermas δεν θεώρησε απαραίτητο να εξετάσει την δημοσιότητα των πληβείων κατά την αρχική του θεώρηση, όμως τη συνέδεσε με συγκεκριμένα ιστορικά της υποκείμενα: τους "ξεβράκωτους" της Γαλλικής Επανάστασης, τους Άγγλους Χαρτιστές, τους αναρχικούς. (Habermas, 1997: 50). Οι ομάδες αυτές πάλι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Βάσει μιας τέτοιας οπτικής λοιπόν, το εργατικό κίνημα δύναται να θεωρηθεί ως απόρροια ή και ως τμήμα της "πληβειακής δημοσιότητας", τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πολιτική. Μια τέτοια ανάγνωση όμως παράλληλα αποκαλύπτει και μια ιστορία που δεν είναι συνεχής καθώς στο σημείο παρεμβαίνει η πολιτική κυριαρχία του αστικού στοιχείου επί του πληβειακού.

Όπως έδειξε ο Habermas, η αστική δημοσιότητα, μεταβαλλόμενη στη λειτουργία της διατηρεί παρόλα αυτά την ηγεμονική της θέση. Οι συνεχιστές του, κυρίως ο G. Lottes και οι O. Negt και A. Kluge κατέδειξαν μια ασυνεχή και δομικά υποδεέστερη θέση της δημοσιότητας των πολλών, επιλέγοντας ο πρώτος την έννοια της "πληβειακής" ενώ οι δεύτεροι εκείνη μιας "προλεταριακής" δημοσιότητας. Συνολικά, η προσέγγιση αυτή εντοπίζει εξαρχής την ύπαρξη μιας δομικής ασυμμετρίας μεταξύ δύο μορφών δημοσιότητας. Μένει να εξετάσουμε σε ποιό βαθμό αυτό αποδίδεται στη λογική της δημόσιας σφαίρας που υποστηρίζει την ανάλυση της θεωρίας της συλλογικής δράσης.

Όντως το εκτενέστατο έργο του Charles Tilly και της σχολής του δείχνει να έχει καλύψει εξαντλητικά στις μέρες μας τα περισσότερα από τα φαινόμενα που εντοπίζονται στη δημόσια σφαίρα. Ασχολούμενος με αυτήν, πέρα από τα όρια της νεωτερικότητας, καθώς η ιστορική αναδρομή του έχει φτάσει ως τον 10ο αιώνα, η σειραϊκή εξιστόρηση και μεθοδική ανάλυση κάθε δημόσιας διεκδίκησης, από το charivari ως τις απεργίες, έχει λειτουργήσει καταλυτικά στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας.

O Tilly διευκρινίζει τον όρο των "κοινωνικών κινημάτων" με τρεις αποκλεισμούς: κοινωνικό κίνημα δεν είναι η κάθε λαϊκή συλλογική δράση, το κοινωνικό κίνημα δεν συρρικνώνεται στις οργανώσεις και τα δίκτυα που το αποτελούν ενώ δεν αποτελεί ιστορικό υποκείμενο (Tilly 2007: 28-29). Κι όμως, το κοινωνικό κίνημα έχει ιστορία, δηλαδή ένα συγκεκριμένο, συγκροτημένο και εξελισσόμενο ιστορικό σύνολο πολιτικών αλληλεπιδράσεων και πρακτικών (Tilly 2007: 29-30). Η ιστορία δε αυτή καταλαμβάνει τους τελευταίους τρεις αιώνες, συμπίπτοντας ακριβώς με τα ιστορικά πλαίσια της λειτουργίας της δημοσιότητας.

Έτσι στο τέλος, φαίνεται απλά πως η δημοσιότητα δύναται, ίσως, σε κάποιο βαθμό να εκπληρώσει τις δημοκρατικές υποσχέσεις της, υπό την πίεση βέβαια ενός συνεχούς και οργανωμένου αγώνα (Tilly 2007: 295). Όμως, κατά τον Tilly, οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να υπερβούν τις δομικές αλλαγές του συστήματος και αυτό που κυριαρχεί εντέλει είναι μια προσαρμογή των κοινωνικών κινημάτων σε μεταβαλλόμενες συνθήκες (Hunt, 1999: 340-1).

Το παράδοξο αποτέλεσμά του όμως είναι πως, με την τακτική - και μάλιστα προϊούσα στο μέτρο που επιβάλλεται ο καπιταλισμός - εισαγωγή της βίας στο μοντέλο της "συλλογικής δράσης" χάνεται η ιστορική διάσταση, η συγκεκριμένη εμπειρία μιας διαδοχής μορφών συλλογικής δράσης.

Έτσι, ο Tilly παραγνωρίζει μια βασική έννοια που, αντιθέτως, είναι καίρια στην προοπτική της "πληβειακής δημοσιότητας", την εμπειρία. Δηλώνοντας πως "οι πραγματικοί άνθρωποι δεν συνέρχονται ώστε να δράσουν συλλογικά" (Tilly 1978: 143), αποκλείει την δυνατότητα μιας αδιαμεσολάβητης δημοσιότητας, η οποία αποτελεί το ίδιον της πληβειακής δράσης.

Παράλληλα, η ανάλυση των κοινωνικών τάξεων σε οιονεί ισότιμες ομάδες διεκδίκησης καταστρέφει την ίδια την έννοια της πάλης των τάξεων που στηρίζεται σε δομικές, και όχι συγκυριακές συνθήκες. Όπως θα δείξουμε, τα δύο αυτά στοιχεία, η πληβειακή θεώρηση και η δομική ανισότητα μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους, καθώς και να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία μιας εναλλακτικής κοινωνιολογικής και ιστορικής αφήγησης.

 

Η πληβειακή θεώρηση και η δημοσιότητα

 Η επιλογή της "πληβειακής" και όχι αντίστοιχα της "προλεταριακής" δημοσιότητας, την οποία θα αντιμετωπίσουμε στη συνέχεια, απορρέει έτσι από μια απόφαση τόσο ιστορικού όσο και επιστημολογικού χαρακτήρα. Το "πληβειακό" στοιχείο ορίζει έτσι μια σειρά από ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες από εκείνη του προλετάριου, εδραζόμενη στην κλασική παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας, της λαϊκής οργής και εξέγερσης απέναντι στην κυριαρχία των ολίγων. Η λαϊκή οργή επιφέρει την μεγάλη στιγμή της "ρωγμής" της ιστορικής στιγμής της μετατροπής του animal laborans σε ζώον πολιτικόν, σύμφωνα με τη θεωρία της Χ. Άρεντ.

Στην ανάλυση του Martin Breaugh, η "πληβειακή εμπειρία" αποτελεί έναν τόπο σύστασης συμμετοχικής πολιτικής, η οποία δεν απαιτεί απλά την ικανοποίηση αιτημάτων ή υπεραμύνεται ενός τρόπου ζωής, ενδεχομένως επιτελεί μια ριζική αμφισβήτηση των ίδιων των εξουσιαστικών σχέσεων. Σε μια τέτοια προοπτική εντάσσονται έτσι τόσο τα σχόλια του Μακιαβέλι, που συνδέει τις πληβειακές διεκδικήσεις με το δημοκρατικό σφρίγος της Ρώμης, όσο και η υπέρβαση της ισχύουσας τάξης των πραγμάτων, με μεγάλο παράδειγμα τα καρναβάλια (Breaugh, 2007: 49, 96-97). Η σύνθεση των δύο αρχών επέρχεται, έτσι, σε μια κομβική στιγμή της νεωτερικότητας, όταν το παρισινό πλήθος, με τις οργανώσεις των "ξεβράκωτων", καταλαμβάνει άμεσα την εξουσία κατά τον καιρό της Τρομοκρατίας, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (Breaugh, 2007: 196-7). Το σημείο αυτό αποκτά μια μοναδικότητα της οποίας δεν πρέπει να υποτιμάται η σημασία.

- Στην Γαλλία η κατίσχυση της αρχής αυτής οδήγησε στην άμεση ανάληψη της εξουσίας από κοινωνικές ομάδες του κόσμου της εργασίας, ανατρέποντας ριζικά τους ορίζοντες των προσδοκιών των εργαζομένων τάξεων.

- Στην Αγγλία δημιούργησε την ανάγκη για την διατύπωση νέων μορφών έννομης πληβειακής κινητοποίησης, μέσα στις ιστορικές συνθήκες που περιέγραψε αριστοτεχνικά ο E. P. Thompson.

Η εξέταση των μοντέλων αυτών υπό το πρίσμα της πληβειακής δημοσιότητας μας επιτρέπει αφενός να ξεφύγουμε από τους ιστορικούς περιορισμούς της έννοιας του προλετάριου, αφετέρου μας πληροφορεί καλύτερα για την μετάβαση από την παλαιά στη νέα μορφή δημοσιότητας που θεμελίωσε την ιδέα του κοινωνικού κινήματος.

Στη Γαλλία, η πρόσκαιρη νίκη της πληβειακής δημοσιότητας δημιούργησε την ιδέα της κομμούνας, από την οποία απορρέει το πολιτικό ιδεώδες του κομμουνισμού. Η κυριαρχία των καθημερινών συνεδριάσεων του λαού αποτέλεσε ένα κίνημα εξαιρετικά δυναμικό, που αποτέλεσε μάλιστα και την αιχμή που διέσωσε την Επανάσταση. Όμως οι συνελεύσεις αυτές σύντομα μετά τη νίκη κατέστησαν βάρος για τους Ιακωβίνους και καταργήθηκαν μετά από ενάμιση έτος άμεσης δραστηριότητας στα 1794. Οι βασικές αρχές που διέπουν το γαλλικό υπόδειγμα είναι η πολιτική ισότητα, η ιδέα της κοινής δράσης και η δημοσιότητα των συνεδριάσεων (Breaugh, 2007: 187-8). Εδώ το κριτήριο της διάρκειας δεν αντανακλά την ιδιάζουσα σημασία ενός κινήματος που, κρατώντας λιγότερο από δύο έτη -από το 1793 ως το 1794- ενσωματώθηκε διαρκώς στην πληβειακή δημοσιότητα. Όμως η βία της περιόδου της Τρομοκρατίας αποτελεί πάντα το αντιπαράδειγμα της "αστικής" δημοσιότητας, και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε ως τέτοιο ευθύς εξαρχής, στην απέναντι όχθη της Μάγχης.

Έτσι στην Αγγλία, βλέπουμε το ίδιο ιστορικό συμβάν να λειτουργεί με μια διαφορετική δυναμική. Και εκεί, όπως και στη Γαλλία, υφίστατο πάντα η κλασική μορφή της πληβειακής δημοσιότητας, η οποία όμως, χάρις στην μορφή του κοινοβουλευτισμού, προσέλαβε μια αύξουσα πολιτική σημασία κατά τον 18ο αιώνα. Με το κοινωνικό κίνημα του "Wilkes and liberty" της δεκαετίας του 1760 ανοίγεται ο δρόμος για έναν διαχωρισμό των διεκδικήσεων και την διαμόρφωση μιας μεταρρυθμισμένης πληβειακής δημοσιότητας που ενσαρκώνεται κατά την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης με την εμφάνιση των Άγγλων Ιακωβίνων της δεκαετίας του 1790.

Η πρώτη μεγάλη οργάνωση των Άγγλων Ιακωβίνων, η London Corresponding Society (LCS), και το ευρύτερο πληβειακό κίνημα κατά τον 19ο αιώνα επιδιώκουν να ενσταλάξουν στη νέα δημοσιότητα τις αρχές της αστικής δημοκρατίας, δίχως τους κοινωνικούς περιορισμούς της.

Η LCS πρωτοστάτησε έτσι στην ίδρυση νέων μηχανισμών πολιτικής διαβούλευσης. Εμμένοντας στις αρχές της απεριόριστης συμμετοχής και της εκπροσώπησης μέσω της "άμεσης εντολής" του σώματος προς τον αντιπρόσωπο, δημιούργησε τις βάσεις για μια πλατύτερη συμμετοχή που εξέθρεψε τις βάσεις του κατοπινού κινήματος των χαρτιστών του 1830. Στην ακμή της, στα 1795 μπορεί να έφτασε σε ένα κοινό 20.000 μελών σε όλη την Αγγλία (Thompson, 1968:167-8). Ο G. Lottes αναφέρει πως η ποσοτικοποίηση των μελών που αποτελούσαν του πυρήνες της Εταιρείας είναι δυσχερής, καθώς τα μέλη της εναλλάσσονταν συχνά.

Ενώ η αρχική της κοινωνική βάση περιοριζόταν καταστατικά σε "επαγγελματίες, καταστηματάρχες και μηχανικούς" (tradesmen, shopkeepers and mechanics), η εταιρεία ήδη το 1794 περιλάμβανε σε μεγάλους αριθμούς και ανειδίκευτους εργάτες καθώς και εργάτες γης, τα ευρύτερα στρώματα των κατώτερων τάξεων (Lottes, 1979: 126). Η LCS, έτσι, εγκαθίδρυσε δίκτυα που έφταναν στο επίπεδο της γειτονιάς, και του δρόμου, φέρνοντας σε άμεση επαφή τους πυρήνες βάσης με την διοίκηση (Lottes, 1979:187).

Η συντριβή της LCS επήρθε μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της, παρότι επιβίωσε έως το 1797. Μετά από μια περίοδο γρήγορης ανόδου, μεταξύ 1792-1795, για την οποία μας πληροφορούν άρτια οι πράκτορες της αστυνομίας που είχαν διεισδύσει από νωρίς στους κόλπους της, η κυβέρνηση την συνέτριψε με τις Two Acts μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος στη Γαλλία (Thompson, 1968).

Με την κατάπνιξη και των δύο αυτών κινημάτων, η αστική δημοσιότητα, από την ιστορική στιγμή που εδραιώνεται, χάνει ήδη την αθωότητά της, εδραιώνοντας μια δομική ασυμμετρία στο πλαίσιο του πολιτεύματος που εγκαθιδρύει (Lottes, 1979: 110). Από την άλλη πλευρά, οι δυσχέρειες που συναντά το πληβειακό κίνημα και η επιδίωξη μιας αναγνώρισης αποτελούν και ένα παιδαγωγικό έναυσμα.

Έτσι, πριν ακόμα την απαρχή της διαδικασίας της προλεταριοποίησης, εάν δεχτούμε την αφήγηση αυτή, η "πληβειακή δημοσιότητα" έχει ήδη αποκτήσει μια πρώτη μορφή εμπειρίας, η οποία την τοποθετεί σε μια δομικά υποδεέστερη και υποκείμενη θέση, ενώ η κυρίαρχη αστική διαχειρίζεται τον κόσμο της πραγματικής εργασίας, της παραγωγικής διαδικασίας.

Η σύνδεση των δύο αιτημάτων, πολιτικής εκπροσώπησης και οικονομικής δικαιοσύνης υπήρξε καταλυτική στη διάρρηξη της "πληβειακής δημοσιότητας" κατά τον 19ο αιώνα. Η αμφισβήτηση αυτή και η συστηματοποίησή της συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του προλεταριάτου.

 

Πληβείοι και προλετάριοι από τον 19ο αιώνα και έπειτα

Ας δεχτούμε λοιπόν πως η "πληβειακή δημοσιότητα" διατρέχει το πρώτο μισό του 19ου αιώνα διασπασμένη ανάμεσα σε μια λίγο πολύ αγνοημένη έκφραση προωθημένων ιδεών των μελών της και μια "υπο-πολιτική" δραστηριότητα των εξεγερμένων μαζών. Εδώ, το 1848 δρα ως καταλύτης. Με την έκρηξη του επαναστατικού κινήματος, η ενιαία όψη της δημοσιότητας δεν έχει ακόμα διαρραγεί. Έτσι το αίτημα της καθολικής ψηφοφορίας, το οποίο διέπει το χαρτιστικό κίνημα στην Αγγλία, αποτελεί και το κύριο ζητούμενο και στην επαναστατημένη Γαλλία. Η καταστολή των επαναστάσεων, αποκαλύπτοντας την ακατάλυτη ασυμμετρία μεταξύ αστικής και πληβειακής δημοσιότητας απομακρύνει το ιδεώδες της ενιαίας λαϊκής έκφρασης (Rosanvallon, 1998:91).

Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, η "πληβειακή δημοσιότητα" ριζοσπαστικοποιείται, με την ανάδυση του μαχητή της εργατικής τάξης, του προλεταρίου. Την ίδια περίοδο επιβάλλεται και το λεξιλόγιο του προλετάριου, που επιφέρει την έκλειψη της χρήσης της λέξης των πληβείων. Έτσι και ο Lottes φαίνεται να περιορίζει την χρήση της έννοιας ως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Όμως ιστορικά η λέξη συνδέεται ακόμα με τα κινήματα της κομμούνας και των αναρχικών, που δεν σκοπεύουμε να εξετάσουμε εδώ.

Στο σημείο αυτό πιστεύουμε πως η προοπτική μπορεί να ακολουθήσει δύο μεγάλους δρόμους, πιστεύουμε εξίσου γόνιμους:

 - Ακολουθώντας το παράδειγμα της "πληβειακής δημοσιότητας" να ερευνήσει κατά πόσο η "πληβειακή εμπειρία" ενσωματώνεται στους θεσμούς που κυριάρχησαν μετά την άνοδο του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος. Η παραγωγή του παραγωγού δεν περιλαμβάνει μόνο οικονομικά στοιχεία, αλλά και πολιτισμικά, στα οποία η ιδέα μιας "πληβειακής δημοσιότητας" μπορεί να χρησιμεύσει ώστε να εντοπισθούν ομοιότητες, παραλλαγές και ιδιομορφίες στο επίπεδο των εθνικών κινημάτων αλλά και στην ανάδυση μη θεσμικών δικτύων. Ενδιαφέρον θα είχε από αυτή την άποψη η σύγκριση της ενσωμάτωσης της αγγλικής εργατικής τάξης μέσω των παρασυνδικαλιστικών οργανώσεων, λεσχών, εταιρειών αλληλοβοήθειας και μορφωτικών σωματείων με την αυτόνομη πολιτισμική οργάνωση του SPD στα προπολεμικά χρόνια.

- Ακολουθώντας το υπόδειγμα της "προλεταριακής δημοσιότητας" η έρευνα αντιστοίχως θα μπορούσε να κινηθεί προς την ανάλυση της σημερινής δομικής κατάστασης. Διευκρινίζοντας απαρχής τα μέρη της πληβειακής θεώρησης εντός του οικοδομήματος της προλεταριοποίησης, εξετάζοντας κατόπιν τους λόγους για τους οποίους, όπως αναγνωρίζουν και οι O. Negt και A. Kluge, η "προλεταριακή δημοσιότητα ιστορικά αδυνάτησε να υπερβεί την αστική". (Negt-Kluge, 1972:109).

Στην περίπτωση αυτή, το υπόδειγμα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τόσο την εξασθένηση της "προλεταριακής" αφήγησης, καθώς οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική του διάρθρωση και την σχέση του με τα κλασικά μέσα παραγωγής (Sewell, 1993: 17), όσο και άλλες προοπτικές που τονίζουν την επιστροφή της έννοιας του "πλήθους" (βλ. και Negri-Hardt).

 

Βιβλιογραφία

 Breaugh, Martin, 2007, L'experience plebeienne. Une histoire discontinue de la liberte politique. Payot, Παρίσι

Habermas Jurgen, 1997, Αλλαγές δομής της δημοσιότητας. Μτφ. Σ. Αναγνώστου, Νήσος, Αθήνα

Hegel, Friedrich Wilhelm, 1999, Grundlinien der Philosophie des Rechts. Felix Mainer, Αμβούργο

Hunt, Lynn, 1999 στο Skopol Theda (επ.): Ιστορική κοινωνιολογία. Όραμα και μέθοδος. Μτφ. Σ. Μαρκέτος, Επ. Επιμέλεια Π. Λέκκας, Κατάρτι, Αθήνα

Kant, Immanuel, 2004: Η διένεξη των σχολών. Μετάφραση-εισαγωγή Θ. Γκιούρας, Σαββάλας, Αθήνα

Lottes, Gunther, 1979, Politische Aufklarung und plebejisches Publicum. Zur Theorie und Praxis des englisches Radicalismus im spaten 18. Jahrhundert, R. Oldenburg Μόναχο και Βιέννη

Negri, Antonio και Hardt, Michael, 2004: Multitude. War and democracy in the Age of Empire, Hamish Hamilton/ Penguin Group.

Negt, Oscar και Kluge Alexander, 1972, Offentlichkeit und Erfahrung. Zur Organisationsanalyse von burgerlicher und proletarischer Offentlichkeit. Suhrkamp, Φρανκφούρτη

Rosanvallon, Pierre, 1998: Le peuple introuvable. Gallimard, Παρίσι

Sewell, Jr, William, 1993 στο H. Berlanstein (επ.) Rethinking Labor History. University of Illinois Press, Ουρμπάνα, Ιλλινόις

Thompson E.P. 1968, The Making of the English Working Class. Penguin, Λονδίνο κ.α.

Tilly, Charles, 1978, From Mobilization to Revolution, Random House, Νέα Υόρκη

Tilly Charles, 2007, Κοινωνικά κινήματα 1768-2004. Σαββάλας, Αθήνα

 

*

Σημ: To κείμενο αυτό αποτελεί την εισήγηση του Α. Σταϊνχάουερ στο 7o Ιστορικό Συνέδριο του περιοδικού “Ιστορείν” που έγινε στο ΕΚΠΑ στις 20-21.5.2011. Ευελπιστούμε ότι η αναδημοσίευσή του στη “Μαύρη Σημαία” δεν αντίκειται στη θέληση του συγγραφέα του διότι δεν στάθηκε δυνατόν να ζητήσουμε προηγουμένως την άδειά του.

 

 

*