(Αναρχικό Δελτίο, νο 2, Μάης 1999)

ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΙΟΥΝΗ `98 

Η κορύφωση του κοινωνικού αγώνα τον περασμένο Ιούνη, με αφορμή την περίπτωση των αδιόριστων καθηγητών, φέρνει, έστω και στιγμιαία, αντιμέτωπο το κράτος με την βίαιη κοινωνική αντίσταση σε μια επίθεση που γίνεται όλο και πιο καθαρά αντιληπτή σαν συνολική.

Τη στιγμή που το κράτος αδυνατεί να εξαφαλίσει ένα καθεστώς "κοινωνικής ευημερίας" για μια σχετική πλειοψηφία υπηκόων, χάνοντας από την ηγεμονική, χειραγωγική ισχύ του. Όταν κορυφώνεται ο κοινωνικός αγώνας και ο πόλεμος έρχεται στο προσκήνιο, τότε πέφτουν τα προσωπεία, και η καταστολή αποκτά απροκάλυπτα χαρακτηριστικά. Ο ρόλος της αριστεράς και των συνδικαλιστών σε παρόμοιες κρίσεις είναι, συμβάλλοντας στην εκτεταμένη αναδιάθρωση των μηχανισμών επιβολής των κυριαρχικών συμφερόντων, να επιβεβαιώνουν τους ηγεμονικούς ρόλους, να συντελούν στην προσπάθεια να εγκλωβιστεί ο αγώνας στο επίπλαστο δίλημμα "παρανομία-νομιμότητα", και να ανανεώνουν έτσι τις βλέψεις τους στην κρατική δομή και το τρωμένο κύρος της.

*

Η κρατική δομή στην Ελλάδα στηρίχθηκε, συντηρήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα από παραδοσιακές πρακτικές καταστολής και αφομοίωσης, όπως οι διώξεις και τα ρουσφέτια. Ειδικά μετά τον εμφύλιο δύο τρόποι ύπαρξης απέναντι στο κράτος φαίνονται εφικτοί, αν και καταρχήν ασυμφιλίωτοι μεταξύ τους: Η σιωπή που εγκαθιδρύει ο νομιμοποιημένος τρόμος, από τη μια μεριά. Η συναλλαγή με την κρατική δομή, η ασφυκτική εξάρτηση, από την άλλη. Και, ενώ η επιβολή σιωπής-τρόμου καθορίστηκε από τις ανεξάντλητες κατευναστικές προσπάθειες της αριστεράς για ιδεολογικοποίηση και διαχείριση του ταξικού μίσους, η δυνατότητα συναλλαγής-εξάρτησης άφηνε ανοιχτή -με μεθόδους ανάνηψης όπως η "δήλωση κοινωνικών φρονημάτων"- μια πλάγια οδό συμφιλίωσης με το καθεστώς. Παράλληλα, μέσα σε αυτές τις γενικές συνθήκες, η πολιτική εξουσία, για να εκτονώσει αποτελεσματικότερα τον βαθύ ταξικό διχασμό, αποφάσιζε να ευνοήσει με κάθε τρόπο την μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, αλλά και την μικροϊδιοκτησία, που σαν βαλβίδες εκτόνωσης, μαζί με το πατροπαράδοτο ρουσφέτι, καθόρισαν την πορεία της λεγόμενης ανάπτυξης, οδηγούσαν στην ανανέωση των παραδοσιακών στάσεων προς το κράτος και στην άνοδο των μικροαστών, αλλά φάνηκαν ανεπαρκείς για τα συμφέροντα της κυριαρχίας.

Το έλλειμμα αφομοίωσης αναπληρώνεται καλύτερα από τότε που οι λαϊκές οικογένειες αρχίζουν να επενδύουν στις σπουδές των νεαρών γόνων τους στο πανεπιστήμιο και πάνω σε αυτές να εδραιώνουν ελπίδες για καλύτερες συνθήκες επιβίωσης. Έτσι, επιτελείται αργά, μέχρι τη δεκαετία του `80 (στα μέσα της δεκαετίας του `80 οι δημόσιοι υπάλληλοι, πτυχιούχοι κυρίως, αυξάνονται με διπλάσιο ρυθμό απ` όσο οι ιδιωτικοί), μια βουβή μεταρρύθμιση, παράλληλη με την επίσημη εκπαιδευτική, κρίσιμη για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κρατικής δομής και του καπιταλισμού. Διαμεσολαβώντας το "δικαίωμα στην εργασία", ο ρόλος του κράτους στην εξέλιξη αυτή είναι καταλυτικός. (Με παρόμοιες βλέψεις, το κράτος, από το 1981 μέχρι το 1985, ψηφίζει το νόμο για τις προβληματικές. Δαπανώντας για τη συντήρησή τους, κερδίζει σε κύρος, κηδεμονεύει, εδραιώνει την ιδεολογική ισχύ του.)

Ωστόσο, από το `85 και μετά, σταδιακά, το αναδιαρθρωνόμενο κράτος αναλαμβάνει να εξαλείψει προηγούμενες ψευδαισθήσεις ανάληψης ευθύνης από μέρους του για την εξασφάλιση της ατομικής επιβίωσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ως προς αυτό αποτελούν οι περιπτώσεις των προβληματικών και της ΕΑΣ, και πρόσφατα αυτή της επετηρίδας των αδιόριστων καθηγητών. Μία προσφιλής ιδεοληψία των εκφραστών της αριστερής μπάντας του καθεστώτος είναι η ερμηνεία των εξελίξεων αυτών με το να υποθέτουν μία κίνηση εξάλειψης αυτού που οι ίδιοι ονομάζουν "κοινωνικό κράτος", με το να αγνοούν την αφομοιωτική δυναμική των εξουσιαστικών χειρισμών και να αποκρύπτουν τελικά τη δική τους εθελούσια συνδρομή στην αναδιαρθρωτική πολιτική, όπως έγινε από τον περασμένο Ιούνη και μετά.

*

Όταν, στα μέσα του 1997, το κράτος ξεκίνησε την εφαρμογή του νόμου 2525 με μία αποτελεσματική για τους σχεδιασμούς του ρήξη, δηλαδή με την κατάργηση της επετηρίδας των αδιόριστων (γνωρίζοντας ότι έχει να κάνει με έναν κυριολεκτικά αναχρονιστικό για την αγορά θεσμό, που μάλιστα ήταν ουσιαστικά ανενεργός), θέλησε να επιβάλει, να κατοχυρώσει και να οργανώσει θεσμικά ήδη δεδομένες κατευθύνσεις του εκπαιδευτικού συστήματος: την αξιολόγηση, τον ανταγωνισμό, την εξατομίκευση, τον διαχωρισμό, την εσωτερίκευση της απόρριψης, την αυτοπειθαρχία, την αυτοεπένδυση, το γεφύρωμα της εκαπιδευτικής διαδικασίας με την παραγωγή, την προσαρμογή στους νέους ρυθμούς της, την αποδοτικότητα, την κατάρτιση στις νέες ειδικότητες.

Απέναντί του το κράτος είχε την ΠΕΑΕ, κάτι σαν "κοινοβούλιο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς", που ελέγχεται από εν αποστρατεία πολιτικάντηδες των αμφιθεάτρων, που κάνοντας μια στοιχειώδη αναγνώριση του μεγέθους της αναδιαρθρωτικής κίνησης του κράτους και του κεφαλαίου, και ειδικά του νόμου 2525, και μία μερική κριτική του σχολείου στη βάση της ταξικής του φύσης, φιλοδοξούσαν, καθώς έλεγαν, να ανατρέψουν τα κυβερνητικά σχέδια για την πραγματοποίηση διαγωνισμού και για μερικούς μήνες φαντασιώθηκαν ένα "κακώς εννοούμενο αντικαπιταλιστικό μέτωπο" στηριγμένο σε... προσωπικές γνωριμίες ή σε... προσωπικότητες κύρους. Από νωρίς είχαν να αντιμετωπίσουν τη συντεχνιακή διαίρεση, καθώς πολλοί αναπληρωτές εγκατέλειψαν την ένωση, γιατί πίστεψαν ότι έτσι θα διορίζονταν πιο εύκολα, αλλά πιθανώς και επειδή απηύδισαν. Η ΠΕΑΕ έπρεπε λοιπόν ταυτόχρονα να επαναφομοιώσει τους διασπαστές αλλά και να εκφράσει τον επαρκώς αφομοιωμένο αριστερό λόγο για το "δικαίωμα στη μόρφωση", το "δικαίωμα στην εργασία", την "εξασφάλιση". Το διπλό αυτό καθήκον εξηγεί εν μέρει το γιατί οι συνδιακλιστές μπέρδευαν τόσο συχνά τα λόγια τους: για παράδειγμα, συχνά υπεράσπιζαν την επετηρίδα ως... αξιοκρατικό θεσμό (Αυτοί οι συστηματικοί πολέμιοι κάθε απόπειρας αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης δεν μπορούν παρά να σέβονται, έστω και ενδόμυχα, την αξιοκρατία).

Σαν γνήσιοι συνδικαλιστές, αν και αναφέρονταν σε επιτροπές, οι οποίες στην πλειοψηφία τους παρέμειναν φαντάσματα, υπονομευμένες ή χειραγωγούμενες από τους ίδιους, φρόντιζαν για την απόλυτη πρόσδεση στην ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ, οργανώνοντας πορείες και... συμβολικές ενέργειες, αραιώνοντας τις συνελεύσεις και μαγειρεύοντας τις αποφάσεις τους, δείχνοντας αναβλητικότητα. Και θα απέμεναν με την προσμονή μαθητικών κινητοποιήσεων και απεργιών, αν δεν ιδιοποιούνταν ορισμένες ιδέες και μερικά συνθήματα που κάποιοι άλλοι έριξαν, αν δεν συμμετείχαν σε μια ικανοποιητική παρέμβαση ενημέρωσης στις νομαρχίες, όπου συνωστίζονταν υποψήφιοι για το διαγωνισμό, και αν την τελευταία στιγμή δεν αφομοίωναν την γενική βούληση, που έγινε προφανής στις νομαρχίες, για άρνηση της κρατικής επιβολής και ρήξη με την εξατομίκευση και τον ανταγωνισμό.

Το γεγονός ότι κατάφεραν και επάνδρωσαν από το Σεπτέμβρη τον εκπαιδευτικό μηχανισμό δεν εξηγείται αξεχώριστα από τις απροσδόκητες για πολλούς εξελίξεις του Ιούνη, που συνοψίζουμε παρακάτω:

*

Με τη δραστηριοποίηση μερικών τοπικών επιτροπών, ορισμένων ενώσεων δασκάλων, κάποιων φοιτητών, με τη συμμετοχή πολλών "εξωεκπαιδευτικών στοιχείων" και με την έκφραση δυναμικών προθέσεων από τους αναπληρωτές, και μετά από μία και μοναδική γενική συνέλευση 1000 ανθρώπων στην Αθήνα, της οποίας οι ελάχιστες και δειλές αποφάσεις μεθοδεύτηκαν έντεχνα, μετά από κάμποσα τηλέφωνα και συνεννοήσεις, έγινε καθαρό ότι τις μέρες του διαγωνισμού... αναμενόταν σύγκρουση. Στις 9 Ιούνη στον Πύργο γίνεται κατάληψη του εξεταστικού κέντρου για δύο ώρες. Την ίδια μέρα πυρπολείται σχολικό αυτοκίνητο στην Κυψέλη. Στις 10 επιχειρείται κατάληψη στο εξεταστικό κέντρο του Αγρινίου, ενώ γίνεται κατάληψη σε αυτό της Κοζάνης. Την ίδια μέρα πραγματοποιείται πορεία 3000 ανθρώπων στην Αθήνα, καίγεται αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος και σπάζονται τηλεοπτικές κάμερες. Μπαίνει εκρηκτικός μηχανισμός στην Αγροτική Τράπεζα στο κέντρο της Αθήνας. Στις 11 Ιούνη γίνεται κατάληψη στο εξεταστικό της Πεύκης, αλλά ακολουθεί εκκένωση από τα ΜΑΤ. Γίνονται συγκρούσεις στην Τούμπα, στα Πατήσια, στην Πάτρα. Επιχειρούνται καταλήψεις στο Αγρίνιο, στα Γιάννενα, στον Άλιμο. Στις 12 οι συγκρούσεις απλώνονται εκτός από τα Πατήσια, στη Λαμία, τη Βέροια, την Καρδίτσα, την Αλεξανδρούπολη, μικροσυμπλοκές γίνονται στην Αγία Παρασκευή και τον Άλιμο, ενώ στην Τούμπα πραγματοποιείται αποκλεισμός. Στις 13 Ιούνη οι καθοδηγητές επιτυγχάνουν να συμμαζέψουν τα πράγματα, οδηγώντας τους διαδηλωτές στο εξεταστικό της... Πεύκης και εξασφαλίζοντας ησυχία και τάξη. Την ίδια μέρα στη Χαλκίδα γίνονται συμπλοκές με τους μπάτσους. Στις 14 υψώνονται οδοφράγματα στα Πατήσια και γίνονται άγριες συγκρούσεις για αρκετές ώρες. Στις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη, τη Λαμία, τη Ρόδο ξεσπούν νέες συγκρούσεις. Ρίχνονται μολότοφ στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Μενεμένη της Θεσσαλονίκης. Όλες αυτές τις μέρες γίνονται γύρω στις εξήντα συλλήψεις, κινητοποιούνται όλες οι διαθέσιμες αστυνομικές δυνάμεις, ακόμα και η συνοριακή αστυνομία, ρίχνονται τόνοι χημικά, πληθαίνουν οι απειλές και οι συκοφαντίες. Στις 15 Ιούνη 10000 άτομα κάνουν πορεία στην Αθήνα, η οποία ξεκινά με τον ξυλοδαρμό του συνδικαλιστή Τσούλια. Στις 16 περνούν από εισαγγελέα οι 9 συλληφθέντες της 14ης και συγκεντρώνεται κόσμος στα δικαστήρια. Τρεις από τους συγκεντρωμένους δέχονται αργότερα τη δολοφονική επίθεση φασιστών. Στις 18 Ιούνη, συγκεντρώνονται χιλιάδες στην Κάνιγγος. Η οργή για το φανέρωμα της δολοφονικής φύσης του κράτους εκδηλώνεται από ένα μέρος των συγκεντρωμένων με μολότοφ ενάντια σε περιπολικό, πάνω στους χακήδες, στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και σε οχήματα τηλεοπτικών λήψεων. Οι ένστολοι δολοφόνοι πυροβολούν τον διαδηλωτή Γκαγκόμοιρο. Συλλαμβάνεται ο Κώστας Μητροπέτρος. Πραγματοποιείται εμπρησμός διπλωματικού αυτοκινήτου σε ένδειξη αλληλεγγύης σε αυτούς που δέχτηκαν την επίθεση των φασιστών. Στις 19 πυρπολούνται τα γραφεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη, ενώ μια μορφή απάντησης στους φασιστικούς κρατικούς μηχανισμούς είναι ο εκρηκτικός μηχανισμός στα γραφεία του Στόχου στην ίδια πόλη. Στις 20, πυρπολείται σχολικό λεωφορείο στου Ζωγράφου. Αρκετές μέρες μετά, στις 28 Ιούνη, καίγεται αυτοκίνητο εξωτερικών λήψεων της ΤηλεΤώρα. Στις 30, τα γραφεία του ΑΣΕΠ στο κέντρο της Αθήνας δέχονται βομβιστική επίθεση.

Αναμφίβολα, ο Ιούνης του `98 σημαδεύτηκε από την έκρηξη του κοινωνικού αγώνα. Ο αγώνας ένωσε στους δρόμους αδιόριστους, άνεργους, αποκλεισμένους, προλετάριους, επαναστατημένους, που "δεν είχαν κάτι άμεσο να κερδίσουν" και προχώρησαν στην οικειοποίηση βίαιων μέσων αγώνα. Ωστόσο, παρά την αναμφισβήτητη μαζικότητα και αποφασιστικότητα, παρά την αλληλεγγύη των κατοίκων, παρά την έκταση και το βάθος των συγκρούσεων, παρά το ξεπέρασμα του μερικού αιτήματος της επετηρίδας, δεν ξεπεράστηκε ο διαχωρισμός, παρά την αίσθηση, δεν κατακτήθηκε συνείδηση κοινού αγώνα, παρά μόνο στιγμιαία. Όσοι αδιόριστοι, άνεργοι, αποκλεισμένοι απέφυγαν να συμπεριφέρονται σαν μαθητές που περιμένουν εντολές, δεν κατάφεραν να επιβάλουν από νωρίς το άνοιγμα των λίγων υπαρκτών επιτροπών, τη δημιουργία αληθινών επιτροπών γειτονιάς, την αυτοοργάνωση και την πραγματοποίηση συνελεύσεων όλων των αγωνιζόμενων ανθρώπων.

Οι αναρχικοί, που από νωρίς ή αργότερα αναμίχθηκαν, κατάλαβαν τη σημασία που αποκτά η ταξική έκπτωση του αδιόριστου, θέλησαν να οξύνουν την πραγματική αυτή κατάσταση προς την κατεύθυνση της αποποίησης της εικόνας του κοινωνικού κύρους, προς τη συνειδητοποίηση. Συντέλεσαν στη γενίκευση και την όξυνση της σύγκρουσης, αντιπαρατέθηκαν στις συνδικαλιστικές μεθοδεύσεις, πολέμησαν τους καθοδηγητές, ενώθηκαν στο δρόμο με όσους θέλησαν να συγκρουστούν.

Έμεινε, ωστόσο, άλυτη η αντίφαση της πρόσδεσης των αγωνιζόμενων αδιόριστων στο κυρίαρχο, δηλαδή, παρέμεινε άθικτο ταμπού ο ρόλος του καθηγητή (που δεν ξεπερνιέται με σχέδια ελευθεριακής εκπαίδευσης αλλά μόνο μέσα από τη γενικευμένη ανυπακοή) και έμεινε άθικτη προτεραιότητα η σχέση οικονομικής διεκδίκησης και εξάρτησης από το κράτος. Η ιδιαιτερότητα αυτής της έκρηξης του αγώνα ήταν η ανάδειξη μιας κοινής ταξικής θέσης. Όμως αυτή δεν ορίζεται μέσα από γενικά διεκδικητικά συνθήματα αλλά με την επαναφορά του ταξικού πολέμου στο προσκήνιο. Τα όρια γίνανε τελικά εμφανή: η ταξικότητα, όταν αναφέρεται στην πραγματικότητα του εργαζόμενου καθηγητή, εγκλείει στην αρχική αντίφαση της πρόσδεσης στην κρατική δομή.

Επόμενο ήταν να μην φανεί πιο καθαρά στις συνειδήσεις η καταγωγή της ταξικής δομής (δηλαδή η ιεραρχία στην εκπαίδευση και σε όλους τους υπόλοιπους θεσμούς), και να δοθεί αποκλειστική έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, χωρίς να εκτιμηθεί η δυναμική της ανυπακοής απέναντι στην κυριαρχία. Επόμενο ήταν το ξεπέρασμα του συνδικαλισμού να μείνει ανολοκλήρωτο και οι λίγες επιτροπές αγώνα να συνενώνουν μόνο εκπαιδευτικούς, μέλη της λεγόμενης εκπαιδευτικής κοινότητας, συνδικαλιστές και να μην εκφράζουν ταξικό μίσος. Επόμενο ήταν η άρνηση της λειτουργικότητας μέσα σε μια δομή τροφοδότησης και αναπαραγωγής του καθεστώτος να παραμείνει στιγμιαία. Επόμενο ήταν το θέαμα σε κάθε στιγμή να είναι κυρίαρχο, όπως έγινε με το κάψιμο αιτήσεων στις νομαρχίες μπροστά στα τηλεοπτικά συνεργεία, με τα μυστηριώδη κινητά τηλέφωνα, με τις συνεντεύξεις, με την ανάδειξη της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής σε κεντρική επιτροπή διορισμών, στα πλαίσια της οποίας δύο-τρία άτομα διοχέτευαν πληροφορίες, παρακινούσαν αλλά κυρίως υπονόμευαν κινητοποιήσεις. Επόμενη ήταν τελικά η προσπάθεια αποσιώπησης της ταυτότητας των δραστών στην επίθεση στον Κουσουρή, η προσπάθεια αποκομιδής πολιτικής υπεραξίας από τη δολοφονική ενέργεια, η συνδιαλλαγή και το άνοιγμα των καθεστωτικών πυλών ακόμη και για τους τελευταίους αμετανόητους αριστεριστές.

Κι αν εξεγερμένοι απάντησαν με αποφασιστικότητα σε όλα τα παραπάνω χωρίς μεγαλοστομίες αλλά στους δρόμους, υπήρξε ωστόσο μια έλλειψη ενός επίμονου λόγου για την αυτονομία και την αυτοοργάνωση του κοινωνικού αγώνα, για την κοινωνική αλληλεγγύη. Μια αδυναμία αντιπαράθεσης με τις συνδυασμένες προσπάθειες να εμποδιστεί η σποραδική έκφραση αυτού του λόγου.

Ο Κώστας Μητροπέτρος, που παραμένει προφυλακισμένος για την αυθόρμητη και μη ανταλλάξιμη κοινωνική αλληλεγγύη που διέπει την συνολική του πρακτική, αγνοήθηκε από ένα αμφιλεγόμενο κίνημα όχι για τις πράξεις που του αποδίδουν οι διώκτες του, αλλά για τον λόγο που ο ίδιος έκφρασε πριν και μετά τη σύλληψή του. Τον λόγο αυτό εχθρεύονται τόσο το κράτος όσο και οι αριστεροί. Γιατί μιλά για τη συγκρουσιακή δυναμική του απεγκλωβισμού από το συνδικαλισμό, για το δίκαιο του αγώνα, για την εξέγερση πέρα από το νόμο, ενάντια στους νόμους, πέρα από τη θυματοποίηση, για την αλληλεγγύη που πραγματώνει τη συνειδητή ρήξη, ενάντια στην καταπίεση και την μονοτονία των ανακυκλωνόμενων αγώνων, για τη σπορά της ανταρσίας.

ένας σύντροφος

1