Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΙ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Κύκλος Αναρχικών, Νοέμβρης 1996


 

... Το πρόταγμα της αυτοοργανωμένης ανατρεπτικής δράσης παραμένει επίκαιρο και εξαιρετικά επικίνδυνο, μέσα στις εκρηκτικές συνθήκες που γεννά η αποδιάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών δομών, με την κοινωνική εξαθλίωση που προκαλεί και την εντεινόμενη καταστολή που επιτάσσει. Τα κοινωνικά κομμάτια που είναι από τη θέση τους υποχρεωμένα να αντιστέκονται στην αναδιαρθρωτική επέλαση του κράτους και του κεφάλαιου (νεολαίοι, εργάτες, αγρότες, τοπικές κοινωνίες) λαμβάνουν θετικά το μήνυμα της εξέγερσης και, καθώς τα διαπραγματευτικά όρια διεκδίκησης διαρκώς στενεύουν, οι αντιστάσεις τους αποκτούν και θα αποκτούν ολοένα και περισσότερο το χαρακτήρα αναξέλεγκτων εκρήξεων που δονούν το ήδη ασταθές έδαφος που πάνω του κινούνται οι πάσης φύσεως εξουσιαστές.

Πολυτεχνείο ’95 (Κύκλος Αναρχικών)

 

Η εξέγερση των χωριών Βαρβάρα και Ολυμπιάδα
ενάντια στον εκσυγχρονισμό του θανάτου

 

Δεν πέρασε πολύς καιρός από τις εκλογές που “επικύρωσαν” την κεντροαριστερή διαχείριση της εκσυγχρονιστικής βαρβαρότητας και τα πρώτα σημάδια των κοινωνικών εκρήξεων που προκαλεί αυτή η διαχείριση είναι ήδη ορατά. Η αναδιάρθρωση των επιμέρους οικονομικών, κοινωνικών, ακόμα και πολιτισμικών δομών που επιτάσσει η “οικουμενική” λογική της παγκόσμιας αγοράς προκαλεί έντονους κραδασμούς και συναντά ισχυρές αντιστάσεις, καθώς επιβάλλει όχι μόνο την οικονομική εξαθλίωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, αλλά και τη συντριβή κάθε τοπικής ιδιαιτερότητας, το στραγγαλισμό της όποιας τοπικής αυτονομίας - όσο στοιχειώδης κι αν είναι αυτή -, την αποδιάρθρωση των όποιων δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης εξακολουθούν να υφίστανται στις τοπικές κοινωνίες, στο βαθμό που αποτελούν εμπόδιο στα επεκτατικά σχέδια του κράτους και των αφεντικών.

Στις άγριες αντιστάσεις των τοπικών κοινωνιών που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια (Καλαμάς, Αραβησσός, Χανιά, Πουρί), έρχεται να προστεθεί κι εκείνη των κατοίκων των χωριών Βαρβάρα και Ολυμπιάδα, καθώς και όλων των χωριών του Στρυμονικού κόλπου ενάντια στην εγκατάσταση μεταλλουργίας χρυσού στην περιοχή της Ολυμπιάδας. Ένας αγώνας ο οποίος έχει ξεκινήσει από το 1989 και οδήγησε στις 17 του περασμένου Οκτώβρη σε άγριες συμπλοκές με τα ΜΑΤ που γλίτωσαν τελευταία στιγμή από βέβαιο λυντσάρισμα χάρη στην “πυροσβεστική” παρέμβαση των κοινοτικών αρχών. Ένας αγώνας που, παρόλη τη συμβιβαστικότητα και τις υπαναχωρήσεις της συντονιστικής επιτροπής (η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των τοπικών αρχών), συνεχίζεται μέχρι σήμερα...

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’την αρχή. Η περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής είναι μια περιοχή ιδιαίτερα μολυσμένη από τα μεταλλεία του Μάντεμ Λάκκο και της Ολυμπιάδας που εδώ και δεκαετίες παράγουν θειούχο μόλυβδο, ψευδάργυρο και σιδηροπυρίτη, ο διαχωρισμός των οποίων γίνεται με τη χρησιμοποίηση επικίνδυνων χημικών ουσιών (κυανίου, γαλαζόπετρας, κ.λπ.) και απελευθερώνοντας ποσότητες αρσενικού που εμπεριέχονται στο μετάλλευμα. Φυσικά όλες αυτές οι ουσίες συγκεντρώνονται μετά την επεξεργασία του μεταλλεύματος σε τεράστιες χαβούζες (μέχρι σήμερα έχουν εναποτεθεί 3 εκατομμύρια τόννοι στερεών τοξικών αποβλήτων), μολύνοντας τον αέρα και το νερό, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα όξινα νερά των υπόγειων στοών του Μάντεμ Λάκκο που παθαίνουν συχνά υπερχείλιση κατά τη μεταφορά τους από τις στοές στο εργοστάσιο, καταστρέφοντας τη γη και μολύνοντας τον υδροφόρο ορίζοντα για να καταλήξουν στη θάλασσα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, το κράτος μέσω της Μεταλλευτικής Εταιρείας Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΜΕΤΒΑ) σχεδιάζει την εγκατάσταση εργοστασίου χρυσού (ο οποίος εμπεριέχεται στον αρσενοπυρίτη της Ολυμπιάδας), αλλά μετά από τις αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού, η επένδυση ματαιώνεται.

Το 1992, τα μεταλλεία του Μποδοσάκη (που μες στις στοές τους έθαψαν αμέτρητους μεταλλωρύχους και άλλους τόσους κατέστρεψαν από πνευμονοκονίαση, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε μια από τις σημαντικότερες εστίες εργατικών εξεγέρσεων κατά τη μεταπολίτευση), αφού περνούν λόγω “προβληματικότητας” στα χέρια του κράτους, μπαίνουν σε καθεστώς εκκαθάρισης, καθώς η λειτουργία τους παύει να είναι επικερδής για το κεφάλαιο.

Το Δεκέμβρη του 1995, το κράτος πουλά τα μεταλλεία στην καναδική πολυεθνική TVX Gold, παραχωρώντας της μεταλλευτικά δικαιώματα σε έκταση 314 τετραγωνικών χιλιομέτρων (!), με σκοπό την επέκταση των μεταλλεύτικών εργασιών, την εγκατάσταση μεταλλουργίας χρυσού στην Ολυμπιάδα και τη δημιουργία άγνωστου αριθμού λατομείων και εργοστασίων παραγωγής ασβεστόλιθου στα βουνά της Βαρβάρας, που θα μετατρέψουν οριστικά την περιοχή σε κρανίου τόπου.

Οι αντιδράσεις του κόσμου είναι άμεσες. Αρχές Φλεβάρη συγκεντρώνονται οι κάτοικοι της Βαρβάρας και της Ολυμπιάδας, καθώς και των υπόλοιπων χωριών του Στρυμονικού κόλπου και κλείνουν για δυο μέρες την εθνική οδό Θεσ/νίκης-Καβάλας. Παράλληλα στήνουν φυλάκια που επι 24ωρου βάσεως ελέγχουν την είσοδο του μεταλλείου της Ολυμπιάδας, εμποδίζοντας τη μεταφορά μηχανημάτων. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται επί 9 ολόκληρους μήνες, με αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες της εταιρείας να περάσει μηχανήματα στο μεταλλείο. Οι κάτοικοι είναι αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν την εγκατάσταση της μεταλλουργίας χρυσού στην περιοχή τους. Στις εκλογές, η Ολυμπιάδα και η Βαρβάρα αποφασίζουν να ψηφίσουν άκυρο - αφού η σύμβαση πώλησης των μεταλλείων και η εγκατάσταση της μεταλλουργίας χρυσού επικυρώθηκαν από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων στη Βουλή -, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο την οργή και τη δυσπιστία τους απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα εχθρικό στα συμφέροντα της τοπικής κοινωνίας.

 

“Στις 17 του Οκτώβρη ήταν το δικό μας Πολυτεχνείο”

Αμέσως μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει άμεσα στη χωροθέτηση της μεταλλουργίας χρυσού. Οι κάτοικοι βρίσκονται σε επιφυλακή. Αρχές Οκτωβρίου, η εταιρεία καταφέρνει κρυφά να περάσει δυο φορτηγά με γεωτρύπανα, μέσα από το δασικό δρόμο. Μόλις ο κόσμος το παίρνει είδηση, συγκεντρώνεται στο μεταλλείο. Μετά από μικροσυμπλοκές και μπροστά στις άγριες διαθέσεις των κατοίκων, τα φορτηγά αποχωρούν. Στο μεταξύ, ο χρόνος κυλά και τα περιθώρια “συναινετικών” λύσεων στενεύουν. Οι Καναδοί δίνουν τελεσίγραφο στην κυβέρνηση μέχρι τις 23 Οκτώβρη : αν μέχρι τότε δεν ανοίξει ο δρόμος, θα κλείσουν επ’αόριστον τα μεταλλεία, απολύοντας εκατοντάδες εργαζόμενους. Η στιγμή της σύγκρουσης πλησιάζει.

17 Οκτώβρη : Είναι πρωί, και στο φυλάκιο βρίσκονται μόνο καμιά τριανταριά άτομα, κυρίως γυναίκες και συνταξιούχοι. Ξαφνικά, κάνουν στο δρόμο την εμφάνισή τους τρεις κλούβες με ΜΑΤ κι ένα φορτηγό της εταιρείας. Στην Ολυμπιάδα, οι καμπάνες χτυπούν ασταμάτητα, ειδοποιώντας τον κόσμο για τον ερχομό των μπάτσων. Αμέσως καταφθάνουν από την Ολυμπιάδα καμιά δεκαριά άντρες για να ενισχύσουν το φυλάκιο.

Ο επικεφαλής των ΜΑΤ “προειδοποιεί” τον κόσμο να ανοίξει το δρόμο. Ο κόσμος αρνείται, οι γυναίκες ουρλιάζουν. Τα ΜΑΤ παρατάσσονται και αρχίζουν οι συμπλοκές. Επτά άτομα συλλαμβάνονται και οδηγούνται μετά από άγριο ξυλοδαρμό στις κλούβες. Οι γυναίκες ξαπλώνουν στο δρόμο για να μην περάσει το φορτηγό. Οι μπάτσοι τις σέρνουν απ’ τα μαλλιά. Οι άντρες, βλέποντας πως δεν είναι σε θέση να κρατήσουν το δρόμο, πιάνουν τα γύρω χωράφια και αρχίζουν να ρίχνουν πέτρες, στην αρχή στο φορτηγό της εταιρείας που καταφέρνει με σπασμένα τα τζάμια να περάσει την είσοδο του μεταλλείου, και μετά στα ΜΑΤ που οπισθοχωρούν προς τις κλούβες. Κάποιος ανεβαίνει στο στύλο του ΟΤΕ και κόβει το καλώδιο. Μόλις τα ΜΑΤ αποτραβιούνται, ο κόσμος κλείνει το δρόμο με ξύλα και πέτρες.

Στο μεταξύ, τα νέα έχουν μαθευτεί σε όλα τα γύρω χωριά και ο κόσμος αρχίζει να πυκνώνει. Τα ΜΑΤ βρίσκονται περικυκλωμένα από ένα εξαγριωμένο πλήθος, οπλισμένο με ξύλα και πέτρες και αποφασισμένο για όλα. Ο κόσμος επιτίθεται στις κλούβες και σπάει τζάμια και παρμπρίζ. Καμιά τριανταριά νεολαίοι ορμούν σε μια κλούβα και τη σηκώνουν στις δυο ρόδες έτοιμοι να την αναποδογυρίσουν μαζί με τον οδηγό της. Ο τελευταίος σώζεται χάρη στην κατευναστική παρέμβαση των κοινοταρχών, οι οποίοι έχουν καταφθάσει ασθμαίνοντες για να αρχίσουν τις διαβουλεύσεις με τους μπάτσους. Αθέατοι χωρικοί, κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα και οπλισμένοι με κυνηγετικές καραμπίνες, αρχίζουν να πυροβολούν στον αέρα... Οι μπάτσοι έντρομοι, κλείνονται μέσα στις κλούβες. Η συντονιστική επιτροπή δίνει διορία ενός τετάρτου στον επικεφαλής των ΜΑΤ : αν μέχρι τότε δεν απελευθερωθούν οι συλληφθέντες που στο μεταξύ έχουν μεταφερθεί στον Πολύγυρο, οι συμπλοκές θα ενταθούν. Σ’αυτό το διάστημα, οι πυροβολισμοί πίσω από τα δέντρα πυκνώνουν, ο κόσμος εξακολουθεί να χτυπά τις κλούβες με λοστούς. Τελικά, οι 7 - ορισμένοι από τους οποίους είναι βαριά τραυματισμένοι - αφήνονται ελεύθεροι, αφού προηγουμένως τους έχουν απαγγελθεί κατηγορίες, και η κατάσταση αρχίζει να εκτονώνεται. Αρχίζουν οι διαβουλεύσεις, τα τηλέφωνα των κοινοταρχών με το υπουργείο, οι υποσχέσεις ότι το θέμα θα επανεξεταστεί.

Στο μεταξύ, οι ώρες περνούν, αρχίζει να νυχτώνει. Ο κόσμος δε διαλύεται, παραμένει συγκεντρωμένος, απαιτώντας να βγει έξω το φορτηγό της εταιρείας. Μπροστά στην άρνηση των μπάτσων, το πλήθος εξαγριώνεται, οι μπαταριές ξαναρχίζουν. Ο κόσμος κατευθύνεται προς την είσοδο του μεταλλείου. Κάτω από την απειλή εκτεταμένων καταστροφών, η εταιρεία αναγκάζεται να τους αφήσει να βγάλουν έξω το φορτηγό. Ο κόσμος αρχίζει σιγά-σιγά να διαλύεται, παραμένει όμως σε επιφυλακή. Οι βάρδιες στα φυλάκια ενισχύονται και τις επόμενες ημέρες όλοι βρίσκονται επί ποδός πολέμου, περιμένοντας νέα επέμβαση των ΜΑΤ.

Μπροστά στον κίνδυνο νέων και αγριότερων συγκρούσεων, κυβερνητικό κλιμάκιο καταφθάνει στην περιοχή. Αρχίζουν αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις με στόχο την εκτόνωση της κατάστασης, με άλλα λόγια τη φθορά και την υπονόμευση του αγώνα, με τέτοιο τρόπο όμως που δε θα αφήνει τους κοινοτάρχες εντελώς ακάλυπτους στα μάτια του κόσμου. Και η “μαγική λύση” βρίσκεται : η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα ξεκινήσουν έρευνες για εναλλακτικές περιοχές εγκατάστασης της μεταλλουργίας χρυσού, και ότι στην τελική απόφαση θα προτιμηθούν περιοχές που βρίσκονται έξω από τα όρια των κοινοτήτων της Βαρβάρας και της Ολυμπιάδας. Οι κοινοτάρχες δεσμεύονται με τη σειρά τους ότι ο δρόμος θα ανοίξει. Οι τελευταίοι, στις λαϊκές συνελεύσεις που γίνονται στα χωριά, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη στάση τους κινδυνολογώντας για τις συνέπειες που θα είχε μια ενδεχόμενη αιματηρή σύγκρουση. Μπροστά στη δυσπιστία, την οργή και την απογοήτευση των κατοίκων, υιοθετείται η απόφαση να συνεχιστούν οι βάρδιες στα φυλάκια, παρότι ο δρόμος θα είναι ανοιχτός, και μόλις αντιληφθούν ότι πάει να περάσει οποιοδήποτε μηχάνημα προορίζεται για μεταλλευτικές έρευνες ή για την κατασκευή του εργοστασίου χρυσού, να το εμποδίσουν ειδοποιώντας και πάλι τους κατοίκους των γύρω χωριών.

Η συμβιβαστική τακτική των τοπικών αρχών είναι ένα από τα προβλήματα που πάντοτε εμφανίζονται στις κοινωνικές αντιστάσεις τοπικού χαρακτήρα, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι και το μοναδικό. Ο διχασμός που προκαλεί στην ευρύτερη περιοχή η εγκατάσταση της μεταλλουργίας χρυσού είναι ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα, καθώς ένας αριθμός ορεινών χωριών της ΒΑ Χαλκιδικής (τα λεγόμενα Μαντεμοχώρια) όπως επίσης και το Στρατώνι (παραθαλάσσιο χωριό στον κόλπο της Ιερισσού), όπου βρίσκονται τα μεταλλεία του Μάντεμ Λάκκο, εξαρτώνται άμεσα από τη συνέχιση της λειτουργίας των μεταλλείων. Το ίδιο ισχύει και για ένα μικρό αριθμό κατοίκων της Βαρβάρας και της Ολυμπιάδας που δουλεύουν εκεί. Οι πιέσεις της εταιρείας για αναστολή των μεταλλευτικών εργασιών βρίσκουν έως ένα σημείο πρόσφορο έδαφος, καθώς εκμεταλλεύονται το φόβο εκατοντάδων εργατών η τύχη των οποίων ήταν ούτως ή άλλως αβέβαιη και επισφαλής από τότε που τα μεταλλεία πέρασαν λόγω χρεών στα χέρια της εθνικής τράπεζας και εξακολουθεί να είναι αβέβαιη και επισφαλής, στο βαθμό που η καινούρια εταιρεία “εγγυάται” τη διατήρηση των θέσεων εργασίας μόνο για τα τρία επόμενα χρόνια.

Η χρόνια υποταγή της ευρύτερης περιοχής σε μια από τις πιο σκληρές και απάνθρωπες μορφές εκμετάλλευσης του κεφάλαιου (τα μεταλλεία του Μάντεμ Λάκκο λειτουργούν από το 1927), στο βαθμό που ο ορεινός και άγονος χαρακτήρας της περιοχής δεν προσφέρει πολλές διεξόδους επιβίωσης, δημιουργεί διχαστικές καταστάσεις όχι μόνο ανάμεσα στα χωριά, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και στο εσωτερικό των ίδιων των ανθρώπων, καθώς συγκρούεται η ταυτότητα του κατοίκου που αγωνίζεται ενάντια στην καταστροφή του χωριού του με εκείνη του εργάτη που παλεύει για το “δικαίωμα” στη μισθωτή σκλαβιά, ως μοναδικό μέσο επιβίωσης.

Μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνικής πραγματικότητας κυριαρχούμενης από το κράτος και το κεφάλαιο, η εξέγερση των κατοίκων της Βαρβάρας και της Ολυμπιάδας δεν μπορεί βέβαια να δώσει λύση σε αυτές τις αντιφάσεις, ίσως μόνο να τις οξύνει. Μπορεί όμως να αποτελέσει παράδειγμα για όλους εκείνους που πιθανόν βρεθούν αύριο από άλλη θέση αντιμέτωποι με την εκσυγχρονιστική επίθεση του κεφάλαιου στην περιοχή.

 

“Η τηλεόραση λέει ψέμματα”

Στην εποχή της δικτατορίας των ΜΜΕ, κάθε κοινωνική αντίσταση που απειλεί τις εύθραυστες ισορροπίες της εξουσίας είναι καταδικασμένη είτε στη σιωπή, είτε, εφόσον τελικά υπερβεί τα όρια της καθεστωτικής νομιμότητας, στην παραμόρφωση και τον ευνουχισμό. Είναι μέσω της εικόνας, κυρίως, που διεξάγεται ένας σκληρός ιδεολογικός πόλεμος με πολλούς αποδέκτες.

Η εικόνα που εισπράττουν οι κάτοικοι της Ολυμπιάδας και της Βαρβάρας μέσα από την τηλεόραση για τα γεγονότα που οι ίδιοι έζησαν είναι τελείως διαφορετική από αυτό που έγινε στην πραγματικότητα. Κι αν για πολλούς από εμάς αυτή η διαπίστωση αποτελεί μια κοινοτοπία, δεν ισχύει το ίδιο και για εκείνους.

Η κάμερα, μολονότι ήταν εκεί, δεν δείχνει τους άγριους ξυλοδαρμούς στην αρχή, δεν δείχνει πόσο μαζική ήταν η προσέλευση του κόσμου στη συνέχεια, ούτε την πανωλεθρία που έπαθαν τα ΜΑΤ. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στις επικίνδυνες επιπτώσεις της μεταλλουργίας χρυσού στην περιοχή. Υπάρχει αντίθετα εκτενής αναφορά στις “ακίνδυνες” μεθόδους επεξεργασίας που πρόκειται να εφαρμοστούν, καθώς και στα “ύποπτα συμφέροντα” όσων “υποκινούν” τις ταραχές. Όλα τα μέσα επιστρατεύονται για να κατευναστεί ο “παράλογος” φόβος των κατοίκων που ως “πρωτόγονοι” και “άξεστοι” δεν αντιλαμβάνονται τις ευεργετικές συνέπειες της προόδου και του εκσυγχρονισμού, τις οποίες προφανώς αντιλαμβάνεται η υπόλοιπη “κοινωνία” υπό τη μορφή της σιωπηλής τηλεοπτικής πλειοψηφίας. Ο στόχος είναι προφανής : η υλική βία δεν είναι από μόνη της ικανή να αποθαρρύνει, να δημιουργήσει την αίσθηση της απομόνωσης και της αδυναμίας, σε αντίθεση με την ιδεολογική βία της εξουσίας που είναι πιο αθόρυβη και αποτελεσματική στη συρρίκνωση των ορίων ελευθερίας στα οποία έχει μέχρι τώρα συνηθίσει να ζει η τοπική κοινωνία.

Ωστόσο, με δεδομένη την προϊούσα όξυνση των κοινωνικών αντιφάσεων, η αποτελεσματικότητα της ιδεολογικής βίας είναι αμφίβολη, σε ο,τι αφορά τόσο τους κατοίκους της συγκεκριμένης περιοχής, όσο και γενικότερα εκείνα τα κοινωνικά κομμάτια που είναι από τη θέση τους υποχρεωμένα να αντισταθούν στην εκσυγχρονιστική επίθεση της εξουσίας.

 

Η διαλεκτική της αντίστασης και της καταστολής

Η 17η Οκτώβρη ήταν ένα σημείο κορύφωσης του αγώνα, μια στιγμή ελευθερίας αναδυόμενης μέσα από την πρόσκαιρη θραύση - ως ένα βαθμό - των κοινωνικών καταναγκασμών που γεννά ο ρόλος του πολίτη-κρατικού υπηκόου, η βίαιη αφύπνιση της τοπικής κοινωνίας που αισθάνθηκε να καταργούνται τα στοιχειώδη όρια της μέχρι τότε δεδομένης “ελευθερίας” κίνησής της και αντέδρασε με την αγριότητα που η αίσθηση της αξιοπρέπειας επιβάλλει σε τέτοιες περιπτώσεις. Ήταν μια εξέγερση πέρα και έξω από κάθε θεσμικό πλαίσιο, και ταυτόχρονα το πιθανό όριο επανεγκλωβισμού και υποταγής της κοινωνικής αντίστασης στη λογική της νομιμότητας όπως αυτή εκφράζεται από τους τοπικούς εκπροσώπους της.

Ήταν μια στιγμή αιφνιδιασμού, όχι μόνο για το κράτος και τις κατασταλτικές δυνάμεις, αλλά και για την ίδια την τοπική κοινωνία που δεν ανέμενε να βρεθεί αντιμέτωπη με την ωμή βία του κράτους, μολονότι το τελευταίο δεν έπαυε να δηλώνει από καιρό και με κάθε τρόπο την αποφασιστικότητά του να προχωρήσει στην υλοποίηση των σχεδίων του. Μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες απομόνωσης και κατακερματισμού των κοινωνικών αντιστάσεων, αυτός ο αιφνιδιασμός φαίνεται να εκφράζει και τα αντικειμενικά όρια κάθε τοπικής κοινωνίας που αντιστέκεται, καθώς αδυνατεί εξ’ορισμού να εντάξει την καταστολή που υφίσταται μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης κατασταλτικής πολιτικής του κράτους, ακριβώς επειδή αδυνατεί να εντάξει αυτόματα τον εαυτό της μέσα στα πλαίσια είτε ανάλογων αντιστάσεων που έχουν εκδηλωθεί στο παρελθόν, είτε αυτών που μέλλεται να ξεσπάσουν. Εξάλλου, με δεδομένη την κοινωνική και ταξική διαστρωμάτωση κάθε τοπικής κοινωνίας, υπάρχουν τμήματά της που δεν θα ήθελαν επ’ουδενί λόγω κάτι τέτοιο.

Αν για τους κατοίκους της Βαρβάρας και της Ολυμπιάδας εκείνο που διακυβεύεται (περισσότερο κι από αυτή καθαυτή την περιβαλλοντική καταστροφή) είναι η συλλογική δυνατότητά τους να αποφασίζουν για τον εαυτό τους και τον τόπο όπου ζουν - όσο στρεβλή και παραμορφωμένη κι αν είναι αυτή η δυνατότητα μέσα στα πλαίσια της κυρίαρχης κοινωνικής πραγματικότητας -, για το κράτος και το κεφάλαιο εκείνο που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η υλοποίηση μιας επένδυσης, αλλά η συνολική επενδυντική αξιοπιστία της χώρας, που θα καθορίσει και τους όρους ενσωμάτωσής της στο παγκόσμιο σύστημα, καθώς μια τέτοια άγρια, έστω και περιορισμένη τοπικά, αντίσταση δεν μπορεί παρά να αποτελέσει τον προάγγελο για άλλες - αγριότερες ίσως - αυριανές αντιστάσεις σε ευαίσθητα για την αναδιάρθρωση σημεία.

Είναι σε τέτοιες στιγμές ρευστότητας και όξυνσης του αγώνα που ένας συνολικότερος πολιτικός λόγος και πρακτική μπορούν να δοκιμαστούν μέσα από την επαφή με τις ανήσυχες συνειδήσεις της τοπικής κοινωνίας και την αλληλεπίδραση που αυτή η επαφή μπορεί να γεννήσει, με στόχο την ενθάρρυνση του όποιου εξεγερσιακού δυναμικού κρύβει η τοπική κοινωνία στο εσωτερικό της και την έμπρακτη προώθηση του προτάγματος της αυτοοργάνωσης σε κάθε στιγμή του αγώνα, και ιδιαίτερα τις στιγμές που αυτός κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στα όρια της καθεστωτικής νομιμότητας.

 

“Αυτό που ζούμε είναι δικτατορία”

Η κατακτημένη πλέον συνείδηση του ότι “αυτό που ζούμε είναι δικτατορία” μπορεί τελικά να οδηγήσει, ανάλογα με την περίπτωση, είτε στη βίαιη επαναφορά στη “λογική”, στο “ρεαλισμό” των κυρίαρχων, είτε στη ριζοσπαστικοποίηση τμημάτων της τοπικής κοινωνίας, μέσα από τη συνειδητοποίηση της αναπόφευκτης αντιθεσμικότητας του αγώνα που διεξάγεται, καθώς καταρρέουν και θα καταρρέουν ολοένα και περισσότερο και οι τελευταίες ψευδαισθήσεις διαπραγματευτικών λύσεων.

Από την άλλη, οι στενοί προσωπικοί δεσμοί της τοπικής κοινωνίας που σε στιγμές ρήξης αποτελούν τη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης με την πραγματική σημασία του όρου, αποτελούν ταυτόχρονα και μια πηγή αδυναμίας, στο βαθμό που δεν υπαγορεύουν απλώς τα όρια της ελισσόμενης τακτικής των τοπικών αρχών, αλλά ταυτόχρονα συνιστούν εκείνη την ασφαλιστική δικλείδα που απορροφά τους αναπόφευκτους κραδασμούς που γεννά αυτή η τακτική στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα η δυσπιστία, η διαφωνία, η οργή να ακολουθούν συνήθως υπόγειες διαδρομές.

Ωστόσο, η δυναμική της αντίστασης δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε εκ των προτέρων μετρήσιμη. Μέσα στην εκρηκτικότητα της κατάστασης, με δεδομένη την απουσία οποιουδήποτε εδάφους διαπραγμάτευσης, το ένστικτο της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας βρίσκει αμέτρητες ατομικές ή συλλογικές διόδους εκδήλωσης. Από αυτή την άποψη, η “κοινωνική ηρεμία” που επιτεύχθηκε με τη συνεργασία κράτους-τοπικών αρχών είναι εξαιρετικά εύθραυστη και επισφαλής. Ο κοινωνικός πόλεμος ενάντια στα αναδιαρθρωτικά σχέδια του κράτους και του κεφάλαιου συνεχίζεται...

Κύκλος Αναρχικών

Αθήνα, Νοέμβρης 1996

 

 

Αυτό το μικρό χρονικό αγώνα βασίστηκε σε ακριβείς περιγραφές κατοίκων που συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα.

Αυτή η φράση, όπως και οι υπόλοιπες που βρίσκονται σε εισαγωγικά, ανήκουν στους ίδιους τους κατοίκους και είναι ενδεικτικές του κλίματος που επικρατεί στην περιοχή.

1