ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ - ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ - ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ
Σκοπός μας είναι να προσεγγίσουμε την καταστολή, την επιτήρηση και την αφομοίωση στα πλαίσια του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού... ως χαρακτηριστικά συνοχής του κυρίαρχου κόσμου που διασφαλίζουν τη διαιώνιση και την επέκτασή του απέναντι στα ανταγωνιστικά συμφέροντα και τη δράση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων. Ιδιαίτερα σήμερα, που νέες περισσότερο ολοκληρωτικές συνθήκες κυριαρχίας, άγριας ταξικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης, οικοδομούνται μέσα από τις υπερεθνικές οικονομικές και πολιτικές ολοκληρώσεις, τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις και τις τεχνολογικές καινοτομίες, τη πολεμική επιβολή της παγκοσμιοποίησης και τη πλανητική “αντι”τρομοκρατική εκστρατεία.
Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να ανιχνεύσουμε το τρίπτυχο της καταστολής, της επιτήρησης και της αφομοίωσης σε κάποιες από τις βασικές πλευρές της σύγχρονης κοινωνικής συνθήκης, στον καταναγκασμό της εργασίας, την κατανάλωση του εμπορεύματος, την κατοχή και την εκμετάλλευση του χώρου, τους κρατικούς θεσμούς καταπίεσης και διαμεσολάβησης, το ωμό πρόσωπο της καταστολής και τη στρατηγική της.
Ξεκινώντας από τον καταναγκασμό της εργασίας, κάθε εκμεταλλευτικό οικονομικό μοντέλο αποτελεί και μοντέλο κοινωνικού ελέγχου. Η ίδια η συνθήκη της ιδιοκτησίας και της ιδιοποίησης του αποτελέσματος της εργασίας από τα αφεντικά έχει θεμελιώσει μέσα στην κοινωνία τον ταξικό διαχωρισμό, την ανισότητα και την εκμετάλλευση, επιβάλλοντας τη μισθωτή εργασία ως μονόδρομο απέναντι στον οικονομικό εκβιασμό της επιβίωσης. Στις απαρχές του ο καπιταλισμός στοίβαξε τους ανθρώπους στα εργοστάσια, διαχώρισε την εργασία από τη συνολικότερη κοινωνική ζωή και κατακερμάτισε το χρόνο, επιτυγχάνοντας τη συγκέντρωση και την απόσπαση της εργατικής δύναμης, δημιουργώντας ένα έδαφος ασφυκτικής εργασιακής και κοινωνικής πειθαρχίας. Το τι και το πως παράγεται διαχωρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές ανάγκες και εξαρτήθηκαν από τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και το εμπόρευμα σαν αυτοσκοπός παραγωγής και κατανάλωσης εμφανίστηκε ως εργαλείο εξουσίας και πλούτου στα χέρια των αφεντικών. Με αποτέλεσμα οι άνθρωποι, εργάτες και εργαζόμενοι πλέον, να αποξενώνονται από τις ανάγκες και τη δημιουργικότητά τους και να εξοντώνονται μέσα στους φρενήρεις ρυθμούς της εργοστασιακής παραγωγής.
Σε ένα ποιοτικό άλμα για τον καπιταλισμό σήμερα, ένα νέο τοπίο πιο ευέλικτων και διάχυτων εργασιακών σχέσεων φαίνεται να διαμορφώνεται, με την ελαστικοποίηση του ωραρίου και την εντατικοποίηση, την προσωρινότητα και τις απαιτήσεις για συνεχή κατάρτιση, τον περιορισμό των συλλογικών συμβάσεων και της ασφάλισης, την εξάπλωση της μαύρης εργασίας και νέων άτυπων μορφών απασχόλησης. Σε αυτό το νέο τοπίο, η κοινότητα των ταξικών συμφερόντων των εκμεταλλευόμενων και οι δυνατότητες συλλογικής τους δράσης είναι ακραία υπονομευμένες. Η επιβίωση αντιμετωπίζεται σαν αποκλειστική υπόθεση και ευθύνη του καθένα που συχνά εξασφαλίζεται σε βάρος των γύρω του, μέσα σε ένα περιβάλλον έντονου κατακερματισμού και κοινωνικού κανιβαλισμού. Οι εκμεταλλευόμενοι, εξατομικευμένοι και ταξικά αποξενωμένοι, γίνονται περισσότερο ευάλωτοι από τα αλλότρια συμφέροντα της εργοδότριας εταιρείας ή της “εθνικής” οικονομίας.
Και η υποτιθέμενη ταξική ειρήνη που ζητούν τα αφεντικά, προβάλλοντας “εθνικούς στόχους”, όπως το ιδεολόγημα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού, της σύγκλισης και της αναρρίχησης της οικονομίας στην ιεραρχία της παγκόσμιας ελίτ είναι το φαντασμαγορικό περιτύλιγμα μιας κυνικής πραγματικότητας που χτίζεται πάνω στους νεκρούς ντόπιους και ξένους εργάτες στα εργοτάξια των “μεγάλων έργων” και των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, στη Μότορ Όιλ και τη ΔΕΗ και στα τόσα άλλα κάτεργα της μισθωτής σκλαβιάς.
Η σύγχρονη διάχυση της εργασίας στην καθημερινότητα κάνει όλο και περισσότερο δυσδιάκριτα τα όρια του “ελεύθερου” χρόνου. Ωστόσο η διαμεσολάβηση από το εμπόρευμα αυτού που σχηματικά ορίζουμε σαν “ελεύθερο” χρόνο, προέκτεινε το εργοστάσιο στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Η κατανάλωση του εμπορεύματος, εκτός από προϋπόθεση για την εξάπλωση της παραγωγικής διαδικασίας, αποτέλεσε και έναν ισχυρό παράγοντα αφομοίωσης των εκμεταλλευόμενων, υπονόμευσης του αυτοσχεδιασμού, της αυτενέργειας και της αυτονομίας τους. Τμήματα του πληθυσμού ενσωματώθηκαν στο κυνήγι της καταναλωτικής αφθονίας και η καθημερινότητα των ανθρώπων αλλοτριώθηκε από μια διαδικασία που διαμεσολαβεί και καθορίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, τους υποβιβάζει σε υποταγμένους καταναλωτές και άβουλους θεατές και τους υποθηκεύει διαρκώς στην εργασιακή σκλαβιά.
Η διαδικασία της εμπορευματοποίησης έχει χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από την εξουσία για την ενσωμάτωση και εξουδετέρωση ρευμάτων πολιτικής ή καλλιτεχνικής αμφισβήτησης και κριτικής. Σε πλανητικό επίπεδο, επέφερε σε σημαντικό βαθμό την ισοπέδωση του πολιτισμικού πλούτου των κοινωνιών, την άλωση της πολυμορφίας στις κουλτούρες και τους τρόπους ζωής των ανθρώπων από κυρίαρχα πρότυπα που όσο ποικίλα παρουσιάζονται στην όψη τόσο κενά και μονολιθικά παραμένουν στην ουσία τους.
H εκρηκτική ανάπτυξη του εμπορεύματος των προηγούμενων δεκαετιών βρίσκει σήμερα τη συνέχεια και τη διέξοδό της στην υπέρβαση των συμβατικών υλικών μορφών του και στη ραγδαία του εξάπλωση στους χώρους της πληροφορίας και της βιολογικής διαδικασίας. Εξυπηρετώντας την κυριαρχία μέσα από την προσφορά αναβαθμισμένων δυνατοτήτων ελέγχου της γνώσης, χειρισμού της σκέψης, τη φαντασίας, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών, υποκατάστασης της άμεσης εμπειρίας με εικονικές προσομοιώσεις, πειραματισμού ακόμα και πάνω στον γονιδιακό έλεγχο.
Η επιβολή της κυριαρχίας αντανακλάται επίσης στην κατοχή και την εκμετάλλευση του χώρου. Η λεηλασία και η συνακόλουθη καταστροφή του περιβάλλοντος -των ορυκτών, της καλλιεργήσιμης γης, των δασών ή των νερών-, η διάλυση των τοπικών κοινωνιών και η γιγάντωση των πόλεων συμβάδισαν με την προλεταριοποίηση των ανθρώπων και την υποταγή τους στις σύγχρονες συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Στη μητρόπολη, τα διαμερίσματα κλουβιά, οι χώροι εργασίας ή οι ναοί της κατανάλωσης, καθώς και οι αυτοκινητόδρομοι ή τα θέρετρα της τουριστικής βιομηχανίας, συνθέτουν ένα περιβάλλον τεχνητών ανελεύθερων χώρων, όπου η κυριαρχία κατέχει το προνόμιο να προστάζει, μέσα από πολλαπλές μεθόδους αστυνόμευσης, τις κάμερες παρακολούθησης, τις διαφημίσεις, τους κανονισμούς, την αισθητική της, τις επιβαλλόμενες συμπεριφορές. Το ίδιο συμβαίνει με τους δημόσιους χώρους μέσα στην πόλη, τους δρόμους, τα πάρκα, τις πλατείες, που όλο και περισσότερο απονεκρώνονται ως χώροι συνάντησης, έκφρασης και επικοινωνίας. Όπως επίσης συμβαίνει, με την αναμόρφωση συγκεκριμένων χώρων και κτιρίων ή με την ανάπλαση ολόκληρων περιοχών, που με σκοπό πάντα το κέρδος και τον έλεγχο επιβάλλουν στους εκμεταλλευόμενους την αποδιάρθρωση των γειτονιών τους, την απομάκρυνση των ίδιων και το ξερίζωμα των όποιων σχέσεων αυτοκαθορισμού και αλληλεγγύης αναπτύσσουν ανάμεσά τους.
Ειδικότερα η Αθήνα, εξαιτίας της Ολυμπιάδας του 2004, των απαιτήσεων για αθλητικές και ευρύτερες υποδομές και του γενικότερου κλίματος των επενδύσεων και των χρηματοδοτήσεων που τη συνοδεύουν, αναμορφώνεται σε μεγάλο μέρος της κάτω από εντατικούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης και κοινωνικού ελέγχου, αστυνομοκρατίας και προπαγάνδας, τεχνικών κατασκευών και περιβαλλοντικής καταστροφής. Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά την καταστροφή φυσικών περιοχών για τις ανάγκες των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, όπως με τα έργα στον Μαραθώνα και τους πρόποδες της Πάρνηθας -η καταστροφή της οποίας έχει δρομολογηθεί σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα με τα σχέδια μετατροπής των δασών της σε εκτεταμένα πάρκα αναψυχής και κατανάλωσης-, την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και την ανάπλαση γειτονιών όπως του Κεραμεικού για την εκμετάλλευσή τους από τη βιομηχανία του τουρισμού και της διασκέδασης, το πρόγραμμα εκκένωσης, ανακαίνισης και χρήσης των φοιτητικών εστιών για τις ανάγκες και πάλι της Ολυμπιάδας, τα έργα αναπαλαίωσης νεοκλασικών κτιρίων και βέβαια το θάψιμο της πόλης από τους όγκους και τα τσιμέντα των “μεγάλων έργων”.
Η αναβάθμιση του ρόλου της οικονομίας στις παρούσες συνθήκες όχι μόνο δεν αχρηστεύει αλλά καθιστά απαραίτητη την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των κρατικών θεσμών καταπίεσης και διαμεσολάβησης, ακόμα και αν κάποιοι θεσμοί εξουσιαστικής οργάνωσης της κοινωνίας -οικογένεια, θρησκεία- εμφανίζονται παρωχημένοι ή τα σύμβολα του πάλαι ποτέ “κράτους πρόνοιας” -εκπαίδευση, ασφάλιση, υγεία- αντικαθίστανται από τη διαδικασία του εμπορεύματος. Ο ρόλος του κράτους σήμερα αφορά κυρίως στον σκληρό πυρήνα της βίας του συστήματος, με το στρατό, την αστυνομία και τη δικαστική λειτουργία, να παραμένουν πάντα η έσχατη απάντηση της κυρίαρχης νομιμότητας απέναντι στις κοινωνικές διεκδικήσεις, τους αγώνες και τις εξεγέρσεις. Αφορά επίσης στην ίδια την πολιτική φυσιογνωμία του καθεστώτος, με την αστική δημοκρατία, έστω και σαν επίφαση, τις εκλογές, τα κόμματα και τον κοινοβουλευτισμό, τον κομματικό συνδικαλισμό και την τοπική αυτοδιοίκηση, και επιπλέον την “κοινωνία των πολιτών” και των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, να αποτελούν φορείς κρατικής οργάνωσης, ιεραρχίας και διαμεσολάβησης, κατασταλτικούς και ανταγωνιστικούς προς κάθε μορφή κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού, χειραφέτησης και αυτοοργάνωσης. Να αποτελούν, επίσης μηχανισμούς δημιουργίας ψευδαισθήσεων συμμετοχής στους καταπιεζόμενους και εδραίωσης του λόγου και των πρακτικών της κυριαρχίας μέσα στην κοινωνία, με αποτέλεσμα την ευελιξία στη χειραγώγηση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και την αποσυμπίεση των αντιθέσεων.
Ο εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών του εκφράζεται μεν στην κορυφή του, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της κυριαρχίας, των διεθνών συναντήσεων και συμφωνιών, και της συγκρότησης των ευρύτερων υπερεθνικών δομών, αλλά παράλληλα και στο σύνολο των επιπέδων και της παρουσίας του μέσα στην κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διεργασίες που σχετίζονται με την ένταξη του ελληνικού κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο παγκόσμιο περιβάλλον συμβαδίζουν με τις αλλεπάλληλες αναδιαρθρώσεις στις κατώτερες δομές του, όπως τα προγράμματα Καποδίστριας. Όπως επίσης συμβαδίζει η ενεργή συμμετοχή του στο ΝΑΤΟ ή τις άλλες διεθνείς κατασταλτικές και μιλιταριστικές δομές, με την ενίσχυση, την αναδιάρθρωση και τον εξοπλισμό του ελληνικού στρατού και της αστυνομίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο κοινωνικός έλεγχος εξαρτάται σημαντικά από την άσκηση και την απειλή της βίας, από το ωμό πρόσωπο της καταστολής που εκδηλώνεται καθημερινά και συχνά με οριακό κυνισμό. Με τη συνεχή αύξηση και τον εξοπλισμό των αστυνομικών δυνάμεων και την προκλητική τους παρουσία στις πόλεις, την επαρχία και τα σύνορα. Με τη δημιουργία διεθνών συμφωνιών και μηχανισμών όπως η Σένγκεν και η Europol και τη διακρατική συνεργασία υπηρεσιών όπως των ελληνικών με τις αντίστοιχες βρετανικές και αμερικάνικες. Με την ενίσχυση των “αντι”τρομοκρατικών νομοθεσιών και ένα ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο πειθάρχησης που εκτείνεται από το άσυλο και τη μετανάστευση μέχρι τις κοινωνικές διαμαρτυρίες και την οδική συμπεριφορά. Με το νέο τεχνολογικό και κατεξοχήν ελεγχόμενο περιβάλλον της αυτόματης καταγραφής, ταξινόμησης και αξιολόγησης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που συνθέτουν οι κάμερες, τα ηλεκτρονικά συστήματα, οι βάσεις δεδομένων και τα δορυφορικά δίκτυα παρακολουθήσεων.
Επίσης, με την ωμή αντιμετώπιση των μεταναστών, την απροσχημάτιστη οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και θεσμική διάκριση και υποτίμησή τους, την εξόντωσή τους στα σύνορα, τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, την αφαίμαξή τους στις δουλειές από τα αφεντικά, τον εξευτελισμό τους στους δρόμους και στα αστυνομικά τμήματα από τους μπάτσους, το μίσος και το ρατσισμό απέναντί τους από τον κυρίαρχο λόγο και εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που τον αναπαράγουν.
Με τη δολοφονική βία απέναντι σε εξεγερμένους, σε μαχητικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις όπως στις διεθνείς συναντήσεις του Γκέτεμποργκ και της Γένοβας, σε γενικευμένα κοινωνικά ξεσπάσματα όπως της Αργεντινής ή σε λιγότερο γνωστά γεγονότα ταραχών στα γκέτο των μητροπόλεων. Με τις νέες συνθήκες απομόνωσης και εξόντωσης των κρατουμένων στις φυλακές, όπως τις βλέπουμε να αναπτύσσονται σήμερα με το καθεστώς κράτησης FIES στην Ισπανία, με τα λευκά κελιά στην Τουρκία και πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα, καθώς και με τις πλέον απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των αιχμαλώτων πολέμου στο αμερικάνικο στρατόπεδο του Γκουαντανάμο. Και τέλος με τον πόλεμο, με τη στρατιωτική βία του συστήματος που κάθε τόσο σπέρνει τον τρόμο και τον θάνατο, στο Ιράκ, τη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, την Παλαιστίνη...
Η στρατηγική της καταστολής, αν και βασίζεται πάντα στην απροκάλυπτη ισχύ, δεν παύει να επενδύει στον κοινωνικό κατακερματισμό και στο υλικό υπόβαθρο της συναίνεσης, όπως ορίζονται στη σημερινή πραγματικότητα της ενσωμάτωσης και των αποκλεισμών, με τους ενσωματωμένους στις συνθήκες της καταναλωτικής αφασίας να σιωπούν και να συναινούν υπό την απειλή πάντα να χάσουν τα όποια τους προνόμια, και με τους οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτισμικά αποκλεισμένους, να υποχρεώνονται να σκύβουν το κεφάλι σε όλο και σκληρότερες συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας, κρατικής βίας και φόβου. Σε αυτό το πλαίσιο, η καταστολή στοχεύει συνολικά αλλά δεν εκδηλώνεται ομοιόμορφα.
Αποκαλύπτεται βίαια όταν έχει να αντιμετωπίσει κοινωνικούς αγώνες, όπως συνέβη την τελευταία δεκαετία με τις μαθητικές εξεγέρσεις και τον αγώνα των αδιόριστων καθηγητών ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με τους αγώνες σε εργασιακούς χώρους ενάντια σε απολύσεις και αναδιαρθρωτικές αλλαγές, με τις αντιστάσεις σε τοπικές κοινωνίες όπως των κατοίκων του Στρυμονικού ενάντια στην εγκατάσταση της TVX GOLD, όπως επίσης συνέβη πρόσφατα με την ωμή αστυνομική βία απέναντι στους απεργούς ναυτεργάτες και την κήρυξη της πολιτικής τους επιστράτευσης. Στοχεύει επίσης επιλεκτικά στους αγωνιστές που συνειδητά αντιστέκονται στην κρατική βαρβαρότητα και την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Και βέβαια απευθύνεται μέσα από τον παραδειγματισμό σε κάθε εκμεταλλευόμενο.
Ταυτόχρονα όμως διεκδικεί την πλατιά συναίνεση, για αυτό το λόγο και η απαξίωση, η υπονόμευση και τελικά η εγκληματοποίηση της αλληλεγγύης είναι επιτακτικής σημασίας για την επιτυχία αυτής της διαδικασίας. Και εδώ ο κυρίαρχος λόγος παράγει τα απαραίτητα ιδεολογικά άλλοθι για την απόσπαση της συναίνεσης. Όντας διαρκώς παρών σε κάθε έκφραση της καθημερινότητας μέσα από την ηθική της εργασίας, τη λατρεία του εμπορεύματος, την υπακοή στους νόμους και το κράτος ή την εθνική ιδεολογία, και έχοντας τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζεται μέσα από εκστρατείες εξαπάτησης με τη δύναμη των κατεξοχήν εργαλείων προώθησής του, των ΜΜΕ.
Όσοι λοιπόν μπαίνουν άμεσα στο στόχαστρο της κατασταλτικής βίας υποχρεώνονται επίσης να αντιμετωπίζουν τη μεθοδευμένη κοινωνική τους απομόνωση και περιθωριοποίηση, ακόμα και την εχθρότητα, από εκείνο το μέρος του πληθυσμού που ωθείται στον αυτοπεριορισμό και την αυτοεπιτήρηση, τη συνεργασία με το κράτος και τη ρουφιανιά. Με αυτό τον τρόπο, το κράτος έχει επανειλημμένα επιτεθεί σε απεργίες και κινητοποιήσεις στο όνομα υποτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων και μια ολόκληρη εκστρατεία προπαγάνδας περί εγκληματικότητας στήριξε την αστυνομική καταπίεση και τον έλεγχο των πιο άγρια εκμεταλλευόμενων, των μεταναστών. Σήμερα μια εκστρατεία περί “αντι”τρομοκρατίας, επιχειρεί την απαξίωση μορφών πάλης που ιστορικά έχουν αναπτυχθεί από τους καταπιεσμένους στον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο, ανοίγει το δρόμο στην εγκληματοποίηση των ανθρώπων και των πολιτικών χώρων που αντιστέκονται, και προωθεί στην κοινωνική συνείδηση την αποδοχή ιδότυπων μορφών κράτησης και ανάκρισης, βασανιστηρίων και σκληρών συνθηκών φυλάκισης και απομόνωσης, καθώς και καταδοτικών συμπεριφορών.
Βέβαια, στην πληθώρα των μέσων, των μηχανισμών και των μεθόδων καταστολής, δεν αποτυπώνονται μόνο οι δυνατότητες της κυριαρχίας, αλλά αντικατοπτρίζονται και τα μεγέθη των κινδύνων και της ανασφάλειας που έχει να αντιμετωπίσει από τις υπαρκτές και τις εν δυνάμει εκρήξεις των κοινωνικών αντιθέσεων.
Απέναντι στην καταστολή, την επιτήρηση και την αφομοίωση, και στο σύνολο της κυριαρχίας, η δική μας δύναμη ως εκμεταλλευόμενοι και καταπιεζόμενοι αυτού του κόσμου, ριζώνει στα αυθόρμητα και ανυπότακτα χαρακτηριστικά που επιβιώνουν και αναπτύσσονται στην κοινωνία, όπως η αποστροφή για την εργασία, η καχυποψία και η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς και το κράτος ή η παραβατικότητα και η αντίθεση στον αστυνομικό έλεγχο. Χαρακτηριστικά που συχνά παίρνουν τη μορφή συνειδητών και οργανωμένων αντιστάσεων ακόμα και γενικευμένων ξεσπασμάτων. Και σε αυτό το έδαφος δοκιμάζεται η κοινωνική διεισδυτικότητα των προταγμάτων του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού και ελευθεριακού κινήματος για αντίσταση, αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη και η επικινδυνότητά τους για την κυριαρχία. Όταν μάλιστα αυτά τα προτάγματα τίθενται στην κατεύθυνση της κοινωνικής και ταξικής σύγκρουσης, της διεθνικότητας και της οικουμενικότητας του αγώνα, της ανατρεπτικής και απελευθερωτικής προοπτικής. Όταν επίσης πραγματώνονται σε μικρότερες και μεγαλύτερες στιγμές αγώνα, από τη δημιουργία αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων μέχρι την αλληλεγγύη στους φυλακισμένους αγωνιστές, και από τη συμμετοχή στις τοπικές κοινωνικές αντιστάσεις μέχρι τις συγκρούσεις στις διεθνείς συναντήσεις, όπως συνέβη στο Σηάτλ και την Πράγα, στη Γένοβα και τη Βαρκελώνη, και αύριο στη Θεσσαλονίκη του 2003.
Σεπτέμβρης 2002, Κάποιοι σύντροφοι και συντρόφισσες από την κατάληψη της Λ. Καραγιάννη 37 στην Κυψέλη και τον πολιτιστικό χώρο "ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ" στα Εξάρχεια
|