ΚΑΤΑΛΗΨΗ

Οι απαρχές του στεγαστικού προβλήματος

Το "μοντέλο" ανάπτυξης του κράτους και του κεφάλαιου στην Ελλάδα (συσσώρευση όλων των υπηρεσιών, του εμπορίου και των βιομηχανιών σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτεύουσα) στηρίχτηκε απ' τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια σ' ένα συνεχές ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης απ' τα χωριά στην Αθήνα και κατά δεύτερο λόγο στη Θεσσαλονίκη. Ατέλειωτες χιλιάδες αγρότες εξαναγκασμένοι απ' τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης στην επαρχία συνέρεαν για πολλά χρόνια στ' αστικά κέντρα για ν' αποτελέσουν το φτηνό εργατοϋπαλληλικό δυναμικό της "ανάπτυξης". Για όλους αυτούς τους ανθρώπους παρουσιάστηκε πρόβλημα στέγης που οξυνόταν με τη συνεχή αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης. Μια πρόχειρη και ανέξοδη λύση για τ’ αφεντικά και το κράτος, στάθηκε αρχικά το αυθαίρετο. Στη συνέχεια εμφανίστηκε και εντατικοποιήθηκε μια άνευ προηγουμένου οικοδομική δραστηριότητα στηριγμένη στο θεσμό της αντιπαροχής-πολυκατοικίας που αποτέλεσε πεδίο επένδυσης και ανάπτυξης του μικρού και μεσαίου κεφάλαιου. Έχοντας σα μοναδικό κριτήριο την κερδοσκοπία δημιουργήθηκε ένα κύκλωμα οικοπεδούχων, εργολάβων, τεχνικών κ.α. που -εκμεταλλευόμενο την επιτακτική ανάγκη στέγης- οικοπεδοποίησε και οικοδόμησε κάθε κομμάτι γης μετατρέποντας την Αθήνα σε μια απέραντη τσιμεντούπολη.

Η κρίση της στέγης σήμερα

Η εντατική οικοδόμηση τσιμεντένιων κλουβιών που έδινε “λύση” στη συνεχή ζήτηση κατοικίας, βρέθηκε σε μια κρίσιμη καμπή από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και άρχισε να φθίνει, αφού πρώτα βέβαια εξάντλησε σχεδόν κάθε οικοδομήσιμη περιοχή.

Ταυτόχρονα όμως με την κάμψη της οικοδομής και την ακρίβεια των νέων κατοικιών, αυξάνει η ζήτηση της στέγης λόγω της φυσικής αύξησης του πληθυσμού (η νεολαία θέλει σπίτια), λόγω της αύξησης του αριθμού των φοιτητών και λόγω της αργής αλλά συνεχιζόμενης εσωτερικής μετανάστευσης (οι νέοι που έρχονται απ’ τα χωριά στ’ αστικά κέντρα). Παράλληλα η “ανασφάλεια” των μικρομεσαίων ιδιοκτητών μετατρέπεται, μες στη δίνη της οικονομικής κρίσης, σε απαίτηση για το μέγιστο (εύκολο) κέρδος απ’ τις ιδιοκτησίες-σπίτια τους. Έτσι για τη συντριπτική πλειοψηφία των ενοικιαστών, το σπίτι από στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα μεταβάλλεται σε πανάκριβο εμπόρευμα. Γιατί σύμφωνα με το νόμο προσφοράς και ζήτησης στον καπιταλισμό, η τιμή του εμπορεύματος-κατοικία αυξάνει κατακόρυφα στις υπάρχουσες συνθήκες (μικρή προσφορά στέγης, μεγάλη ζήτηση).

Οι συνέπειες από την κρίση της στέγης

Εμφανίζεται λοιπόν το παράλογο φαινόμενο χιλιάδες άνθρωποι να παρακαλάνε και να πληρώνουν υπέρογκα ποσά για να κάθονται ακόμα και σ’ ελεεινά υπόγεια μπουντρούμια, ενώ το πρόβλημα επεκτείνεται σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Χιλιάδες εργαζόμενοι και συνταξιούχοι αναγκάζονται να ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του μισθού ή της σύνταξής τους στο νοίκι, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν παράλληλα τη μεγάλη ακρίβεια. Η νεολαία χωρίς τη δυνατότητα εξασφάλισης στέγης και εξαιτίας της υψηλής ανεργίας, οδηγείται στην ολόπλευρη εξάρτηση απ’ την οικογένεια. Οι φοιτητές -και ιδιαίτερα οι επαρχιώτες- γίνονται αντικείμενο ανεπίτρεπτου εκβιασμού και εκμετάλλευσης στο βαθμό που δεν έχουν κάποια εναλλακτική λύση (πατρικά σπίτια κ.λπ.)

Η κρίση της στέγης μονιμοποιείται σαν πρόβλημα για όλο και περισσότερους ανθρώπους και εξελίσσεται σε οξύτατο κοινωνικό ζήτημα. Τα νοίκια ακριβαίνουν ολοένα και περισσότερο, χιλιάδες άνθρωποι στοιβάζονται σε κακές ως άθλιες κατοικίες με αντίτιμο απαράδεκτα ποσά κι ένα ακόμη καθημερινό άγχος για την επιβίωση.

Οι ανήμποροι οικονομικά βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο, η απειλή της έξωσης γίνεται εκβιαστικό όπλο στα χέρια των ιδιοκτητών, ενώ η καχυποψία απέναντι στους νέους ενοικιαστές, φοιτητές, υποαπασχολούμενους και πολυμελείς οικογένειες παίρνει διαστάσεις ρατσισμού.

Η αυταπάτη της κρατικής προστασίας

Είναι γεγονός ότι ένα πλήθος κοινωνικών διαχωρισμών μεταξύ των ανθρώπων που υφίστανται τις συνέπειες απ’ την κρίση της στέγης, εμπόδισε τη μαζική και συλλογική τους αυτοάμυνα και ο καθένας μόνος του γίνεται εύκολο θύμα στους εκβιασμούς και την εκμετάλλευση του εμπορίου της κατοικίας. Πόσο ρεαλιστικό όμως είναι ν’ αποθέτουμε την ανάγκη μας για κάποια λύση στους γραφειοκράτες του κράτους; Είναι πια γνωστό ότι κάθε φορά που το χρόνιο στεγαστικό πρόβλημα, όπως και κάθε κοινωνικό πρόβλημα, παίρνει τέτοιες διαστάσεις που φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, επιχειρείται με κάποιες κυβερνητικές ρυθμίσεις να δοθεί η εντύπωση ότι το πρόβλημα βρήκε τη λύση του ή τουλάχιστον αναχαιτίστηκε. Έχει αποδειχθεί όμως στην πράξη ότι η εμπιστοσύνη στις “σωτήριες” επεμβάσεις των γραφειοκρατών αποτελεί ψευδαίσθηση και όποιος έχει την ελάχιστη εμπειρία απ΄ το εμπόριο της κατοικίας και τις σχέσεις ανάμεσα σ’ ένα ιδιοκτήτη κι έναν ενοικιαστή ή υποψήφιο ενοικιαστή, ξέρει ότι οι σχετικοί νόμοι έχουν συνήθως συμβολική αξία ή αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθεί ακάθεκτη η εκμετάλλευση της στοιχειώδους ανθρώπινης ανάγκης για στέγη· πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί -για ευνόητους πολιτικούς και οικονομικούς λόγους- να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τους πολυπληθείς ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων σπιτιών. Οι φόροι στα έσοδα απ’ τα νοίκια (που γίνονται στην πραγματικότητα έμμεσοι φόροι πάνω στους ενοικιαστές) είναι ένα καλό έσοδο για τα κρατικά ταμεία.

Επιπλέον ο ιδιοκτήτης, πατώντας πάνω στην ανάγκη του ενοικιαστή, αποκρύπτει συνήθως το πραγματικό ύψος του ενοικίου, θέτει τους όρους του και κρατάει για την ασφάλειά του όλους τους νόμους της αγοράς: αριθμό παιδιών σε μια οικογένεια, επάγγελμα, ηλικία, ακόμα και εμφάνιση. Ό,τι μπορεί να μετρηθεί απ’ τον ιδιοκτήτη σαν επιπλέον εγγύηση λαμβάνεται υπόψιν. Είναι φανερό πως απέναντί του οι ενοικιαστές είναι ουσιαστικά απροστάτευτοι.

Τέλος, για όλους αυτούς που θίγονται άμεσα απ’ το πρόβλημα της στέγασης, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο τα τελευταία χρόνια ότι η κρατική πολιτική που εφαρμόζεται στη στέγη γενικά και τα νοίκια ειδικότερα, είναι μια ακόμα παράμετρος της συνολικής πολιτικής λιτότητας που διευρύνει την εκμετάλλευση, την κερδοσκοπία και τη στέρηση σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων

200.000 άδεια σπίτια μόνο στην Αθήνα

Αυτή η κατάσταση όπου χιλιάδες άνθρωποι στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλο και δαπανούν για το νοίκι το μισό του μισθού τους αγγίζει τα όρια του σκανδάλου, όταν 200.000 σπίτια μόνο στην Αθήνα μένουν κλειστά (σύμφωνα με δηλώσεις του Τρίτση σαν υπουργού του ΥΠΕΧΩΔΕ, στις 15/10/85). Τα μισά απ’ αυτά είναι περιουσίες τραπεζών, κρατικών οργανισμών και της εκκλησίας. Πολλά διώροφα αφήνονται να ρημάζουν έτσι ώστε να μην εμπίπτουν στους νόμους σχετικά με τα διατηρητέα, άλλα κτίρια μένουν κλειστά περιμένοντας ευνοϊκότερους όρους για την εκμετάλλευσή τους, χιλιάδες διαμερίσματα απ’ την Εφορία κ.λπ. -έχουν περιέλθει σε μακροχρόνιες διαδικασίες για να ξεκαθαριστεί το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς.

Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια τεχνητή έλλειψη στέγης που συντελεί στην όξυνση των ανταγωνιστικών σχέσεων ιδιοκτητών-ενοικιαστών, με αποτέλεσμα την αύξηση των ενοικίων. Είναι φανερό ότι με την χρησιμοποίηση αυτού του κτιριακού δυναμικού των 200.000 άδειων σπιτιών θα λυνόταν το πρόβλημα για έναν μεγάλο αριθμό άστεγων φοιτητών, νέων, εργαζόμενων.

Οι καταλήψεις στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη από άστεγους φοιτητές και άνεργους νέους και οι καταλήψεις στην Ξάνθη και στην Καλαμαριά από δεκάδες άστεγες οικογένειες δείχνουν πως υπάρχει δυνατότητα άμεσης και δίκαιης λύσης για όσους έχουν πρόβλημα στέγης.

Καταλαμβάνοντας τα άδεια σπίτια διεκδικούμε το δικαίωμά μας στη στέγη, αρνούμαστε στους κερδοσκόπους εμπόρους της κατοικίας τη δυνατότητα να μας εκμεταλλεύονται και αφαιρούμε τη διαχείριση των αναγκών μας απ’ τους γραφειοκράτες πολιτικούς που ξέρουν μόνο να μας ξεγελούν.

Η Κατάληψη στην οδό Λέλας Καραγιάννη 37

Έτσι εμείς, άστεγοι νέοι απ’ την Αθήνα και την επαρχία (φοιτητές, άνεργοι και εργαζόμενοι) ενάντια στην τεχνητή έλλειψη στέγης και ενάντια στη μετατροπή της κατοικίας από κοινωνικό δικαίωμα σε πανάκριβο εμπόρευμα, καταλάβαμε ένα από 25ετίας εγκαταλειμμένο πανεπιστημιακό κτίριο -απ’ τα χιλιάδες ακατοίκητα- για να επιλύσουμε το άμεσο στεγαστικό μας πρόβλημα.

Η ενέργειά μας είναι επίσης μια πράξη αμφισβήτησης του ρατσισμού ενάντια στη νεολαία και της εμπορευματοποίησης των βασικών ανθρώπινων αναγκών όπως η κατοικία, το φυσικό περιβάλλον, η διασκέδαση, η υγεία, η μόρφωση.

Επιπλέον με την κοινή μας κατάληψη αρνούμαστε τα γκέττο των φοιτητικών εστιών που είναι μια απ’ τις μορφές “στρατωνισμού” και χωροταξικού περιορισμού των κοινωνικών ομάδων (όπως ανάλογα συμβαίνει με τις εργατικές πολυκατοικίες).

Με την συλλογική μας ζωή αρνούμαστε την αλλοτρίωση που επιβάλλει ο καπιταλισμός στις ανθρώπινες σχέσεις και πραγματοποιείται στα σπίτια-κλουβιά, στην εξατομίκευση των αναγκών κι επιθυμιών μας.

Με την αυτοοργάνωση και την άμεση δράση μας, αρνούμαστε τη λογική που θέλει το κράτος μεσολαβητή και μοναδικό υπεύθυνο για την επίλυση των προβλημάτων μας.

Διαπιστώνοντας ότι το στεγαστικό, όπως και κάθε πρόβλημα που το σύστημα δημιουργεί σε βάρος μας, δεν αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα αλλά κοινωνικά, δεν επιθυμούμε απλά και μόνο “ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας”, αλλά επιπλέον έχουμε σαν προοπτική μας την έμπρακτη κριτική του προβλήματος της στέγης και την ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης για την αντιμετώπισή του.

Γι’ αυτό η δραστηριότητά μας δεν περιορίζεται στην εσωτερική λειτουργία της κατάληψης, αλλά επεκτείνεται στην προώθηση και υπεράσπιση του προβληματισμού και της πρακτικής μας.

Ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψιν μας τη θέση του κατειλημμένου κτιρίου στην Κυψέλη -που είναι μαζί με τα Πατήσια, η πιο μολυσμένη περιοχή του Δήμου Αθήνας και η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του κόσμου μετά το Χονγκ-Κονγκ- όπου οι άνθρωποι ασφυκτιούν από προβλήματα στεγαστικά, πολεοδομικά και περιβαλλοντολογικά (πρόσφατο παράδειγμα η απόφαση για τη μετατροπή της Πλ. Κυψέλης σε υπόγειο γκαράζ), σκοπεύουμε συν τω χρόνω να κάνουμε χρήση της κατάληψης και σαν χώρο επικοινωνίας και πληροφόρησης.

Με βάση όλα τα παραπάνω καταλάβαμε και αυτοστεγαζόμαστε στο Πανεπιστημιακό κτίριο της οδού Λ. Καραγιάννη και παρόλες τις αντιξοότητες που συναντήσαμε (απουσία ύδρευσης στο εσωτερικό του κτιρίου, προβλήματα ηλεκτροδότησης, αποχέτευσης κ.λπ.) εργαζόμαστε για να μετατρέψουμε τον εγκαταλειμμένο χώρο από σκουπιδότοπο και νεκροταφείο ζώων της περιοχής σε χώρο ζωής.

Η ενέργειά μας αυτή είναι συνέχεια ανάλογων καταλήψεων σε σπίτια που έγιναν και υπάρχουν απ’ το ’85 στην Θεσσαλονίκη (Λεωφόρος Νίκης 41) και Αθήνα (Χαρ. Τρικούπη 91) και αποτελεί πρόταση για τους εργαζόμενους, τους άνεργους και τους φοιτητές που αντιμετωπίζουν προβλήματα στέγασης.

Απαιτούμε να γίνει σεβαστό το δικαίωμά μας στην κατοικία και πρακτική μας γύρω απ’ αυτό και δηλώνουμε την αλληλεγγύη και τη συμπαράστασή μας σ’ όσους θέλουν να προωθήσουν με ανάλογους τρόπους τα δικαιώματά τους.

Οι Αυτοστεγασμένοι Νέοι-ες
στην Κατάληψη της Λ. Καραγιάννη στην Κυψέλη, Ιούνης 1988

 

1