ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης, νο 69 & 70, Ιούλης 2015
Σημειώσεις απολογισμού για τον αγώνα κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατούμενων
(Με βάση τις παρακάτω σημειώσεις έγινε η τοποθέτηση του Κύκλου της Φωτιάς σε ανοιχτή απολογιστική διαδικασία της συνέλευσης αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας και των καταληψιών της πρυτανείας)
1) Για την πολιτική συγκυρία, την επιλογή και τα χαρακτηριστικά της απεργίας πείνας
Ορόσημο της πολιτικής συγκυρίας μέσα στην οποία διεξήχθη η απεργία πείνας των πολιτικών κρατούμενων είναι οι εκλογές της 25ης Γενάρη και η ανάδειξη μιας νέας πολιτικής διαχείρισης, με σημαντικότερο επίδικο την αποκατάσταση της κοινωνικής νομιμοποίησης του καθεστώτος και των θεσμών του, με βάση το τρίπτυχο: εθνική ενότητα, ταξική συνεργασία, κοινωνική ειρήνευση. Μιας διαχείρισης που αυτοπαρουσιάζεται ως δικαίωση αγώνων που προηγήθηκαν και η οποία απολαμβάνει ευρεία κοινωνική συναίνεση στη βάση των υποσχέσεων από τη μια μεριά και των προσδοκιών της κοινωνικής βάσης από την άλλη για βελτίωση των συνθηκών της προηγούμενης περιόδου.
Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού είναι επίσης αποτύπωση και μιας αλλαγής μέσα στους κοινωνικούς-ταξικούς συσχετισμούς, σαφώς όχι με όρους χειραφέτησης, αλλά με όρους ανάθεσης που παράγεται από την ηττοπάθεια. Εκφράζει ωστόσο την αποδοκιμασία και την έλλειψη συναίνεσης στις πολιτικές της προηγούμενης διαχείρισης, η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε εξαντλήσει τα περιθώρια αποτελεσματικής συνέχισης της ληστρικής και κατασταλτικής επίθεσης σε βάρος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να γίνεται επιτακτική η ανανέωση και ο εξωραϊσμός των μέσων αυτής της επίθεσης.
Το ερώτημα για το κίνημα είναι με ποιο τρόπο αναλύει και αξιοποιεί αυτή την πραγματικότητα. Μέσα λοιπόν στη μεταβατική περίοδο των πρώτων ημερών της νέας κυβέρνησης τίθεται το ζήτημα του «τι κάνουμε». Και αυτό είναι σημαντικό να εκφραστεί γρήγορα, δηλαδή καίρια. Εξάλλου μια κίνηση είναι πιο αποτελεσματική όσο πιο καίρια, συντεταγμένη, σχεδιασμένη, οργανωμένη και μαζική είναι.
Για άλλους η απάντηση σε αυτό το «τι κάνουμε» βρίσκεται στη διαρκή αναμονή, για άλλους σε μια παρατεταμένη σύγχυση και για άλλους σε σπασμωδικές κινήσεις χωρίς καμιά κοινωνική απεύθυνση ή απήχηση, και επί της ουσίας μη πολιτικές. Από τη μεριά των πολιτικών κρατούμενων, ή μέρους αυτών, η απάντηση, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, ήταν η εκκίνηση μιας συλλογικής απεργίας πείνας για τη διεκδίκηση της άρσης του ειδικού κατασταλτικού οπλοστασίου του κράτους όσον αφορά τους αγωνιζόμενους.
Αν και εμείς ως συλλογικότητα δεν ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε κάτω από ποιες ακριβώς συνθήκες αποφασίστηκε η απεργία πείνας που ξεκίνησε στις 2 Μάρτη, τις διεργασίες που προηγήθηκαν και που γίνονταν κατά τη διάρκειά της ως προς τους χρόνους, τους σχεδιασμούς της κλπ., τη θεωρούμε σωστή κίνηση με βάση όλα τα παραπάνω και τα χαρακτηριστικά που διακρίναμε ότι έχει: α) το διεκδικητικό της πλαίσιο, β) την πολιτική συγκυρία μέσα στην οποία ξεκίνησε και εξελίχθηκε και γ) τη θέση για συλλογικό αγώνα που προέτασσε.
Το αν θα μπορούσε να είναι πιο οργανωμένη, πιο μεθοδευμένη κλπ. είναι σημαντικά αλλά δευτερεύοντα ζητήματα σε σχέση με τα παραπάνω που είναι κύρια, και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις πραγματικές συνθήκες οργάνωσης και μεθόδευσής της για να απαντήσουμε. Έγινε προφανώς με βάση τις υπάρχουσες δυνατότητες, δεδομένης και της ποικιλομορφίας του υποκειμένου των πολιτικών κρατούμενων που απεργούσαν μέσα στις φυλακές.
Ωστόσο, από τη μεριά μας, η παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε και το ερώτημα που έχουμε να θέσουμε έγκειται στην έλλειψη έγκαιρης πολιτικής ενημέρωσης των αγωνιζόμενων έξω από τις φυλακές, που θα σήκωναν και το βάρος της αλληλεγγύης, καθώς η αναγγελία της απεργίας πείνας, ελλείψει πρότερης ενημέρωσης, συνέτεινε στον αιφνιδιασμό πολλών αλληλέγγυων αγωνιστών και κατ’ επέκταση στην ελλιπή προετοιμασία μιας περισσότερο σχεδιασμένης κίνησής τους κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας.
2) Κοινωνική διεισδυτικότητα
Ένα από τα κρίσιμα σημεία που καθόρισαν την περιορισμένη κοινωνική διεισδυτικότητα του διεκδικητικού πλαισίου της απεργίας (παρόλη την ευρεία κοινωνική συναίνεση – με όρους ανάθεσης πάντα – στην κυβερνητική διαχείριση από ένα κόμμα που ποικιλοτρόπως στο παρελθόν είχε καταφερθεί εναντίον του τρομονόμου, του κουκουλονόμου, των φυλακών τύπου Γ κτλ.) βρίσκεται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, καθημαγμένο από την εξοντωτική επίθεση σε βάρος του, έχει σαν άμεση και επιτακτική προτεραιότητά του βιοποριστικά ζητήματα που αφορούν την ίδια του την επιβίωση – επιβίωση την οποία εξαρτά σε μεγάλο βαθμό από την ανάθεση σε αυτή την κυβέρνηση – και όχι την πολιτική προτεραιότητα της άρσης του ειδικού κατασταλτικού καθεστώτος.
Επιπρόσθετα, η κοινωνικοποίηση αυτού του πολιτικού αγώνα προσέκρουσε στο γεγονός ότι το υποκείμενό του – τόσο οι απεργοί όσο και οι αλληλέγγυοι – σε πολύ μεγάλο βαθμό δεν είχε και δεν έχει να προωθήσει κοινωνικά μια επαναστατική, εναλλακτική ως προς το υπάρχον σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, συγκροτημένη πρόταση με προοπτική σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες και προτεραιότητες των πληβειακών στρωμάτων της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, δεν έχουμε και πολλούς λόγους να απορούμε για ποιο λόγο δεν προσεγγίζουν τις γραμμές μας άλλα κοινωνικά κομμάτια, όταν αρνούμαστε ή αδυνατούμε να τα προσεγγίσουμε πρώτοι εμείς.
Το διεκδικητικό πλαίσιο της απεργίας πείνας, μολονότι έχει κεντρική σημασία για εμάς, αφού στοχεύει στον πυρήνα του Καθεστώτος Έκτακτης Ανάγκης επιχειρώντας να ανατρέψει το καθεστώς εξαίρεσης για όσους αγωνίζονται και τις ειδικές κατασταλτικές θεσμίσεις του κράτους που το συνθέτουν, δεν παύει να είναι ένα μερικό ζήτημα, αποκομμένο και αποσπασμένο από ένα πολύ ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αγώνα το οποίο όμως απουσιάζει.
Και σίγουρα δεν βοήθησαν στην κοινωνική διεισδυτικότητα της απεργίας πείνας και της αλληλεγγύης σε αυτήν άστοχες ενέργειες, όπως η κατάληψη της Νομικής με την εξέλιξη και την κατάληξη που είχε.
3) Για την σύγκριση με προηγούμενες απεργίες πείνας
Η ποσοτική σύγκριση με προηγούμενες αγωνιστικές κινητοποιήσεις μιας άλλης περιόδου, πριν τις 25 Γενάρη, είναι τουλάχιστον αδόκιμη. Αντιθέτως, τα ποιοτικά κριτήρια έχουν μεγαλύτερη σημασία σε μια τέτοια συγκριτική προσέγγιση, δηλαδή: α) Το υποκείμενο του αγώνα και το διεκδικητικό πλαίσιο της απεργίας πείνας, β) Ποιος επωφελούνταν, γ) Τι παρακαταθήκη άφησε στον αγώνα.
Το κεντρικό πολιτικό πλαίσιο του αγώνα στη συγκεκριμένη απεργία πείνας όχι μόνο δεν μπόρεσε να καταστεί αξιοποιήσιμο από την αριστερά σαν σκαλοπάτι για την άνοδό της στην κυβέρνηση, αντιθέτως την είχε απέναντί της ως τον καινούργιο πολιτικό διαχειριστή της εξουσίας. Παρά τις προσπάθειες διαμεσολάβησης με σκοπό τη λήξη της απεργίας μέσω της απεύθυνσης και των υποσχέσεων από την πλευρά κυβερνητικών παραγόντων, η απεργία πείνας και ο αγώνας συνεχίστηκαν, εξελισσόμενοι για μέρες σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα.
Αυτή ακριβώς η εξέλιξη και τα επαπειλούμενα ρήγματα αποσταθεροποίησης με βάση τον αγώνα μέσα κι έξω από τις φυλακές κινητοποίησαν και συσπείρωσαν το σύνολο των μηχανισμών του καθεστώτος και των εφεδρειών του, σε μια χωρίς προηγούμενο ευθυγράμμιση διαφορετικών εκφραστών του καθεστώτος από όλο το πολιτικό φάσμα. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν στο σύνολό τους τα ΜΜΕ, αποσιωπώντας την απεργία πείνας και τα αιτήματά της και επιδιδόμενα με κάθε τρόπο σε μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης και λάσπης σε βάρος των απεργών και των αλληλέγγυων καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας πείνας.
4) Οι δύσκολες χρονικά συνθήκες μέσα στις οποίες διεξήχθη ο αγώνας
Εκτός από τις πρωτόγνωρες δυσκολίες της κίνησης σε ένα περιβάλλον ευρείας συναίνεσης στη νέα κυβέρνηση, ο αγώνας ειδικά στις τελευταίες δύο εβδομάδες του διεξάγεται σε περίοδο πασχαλινών διακοπών και «νεκρής» πολιτικής περιόδου για την κοινωνία αλλά και το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αφού και η βουλή παρέμενε κλειστή για περισσότερο από μια βδομάδα μέχρι την επαναλειτουργία της για τη συζήτηση και την ψήφιση του νόμου. Το καθεστώς σε αυτή την περίοδο είχε επενδύσει στη λήξη της απεργίας και την εξαφάνιση της αλληλεγγύης, έτσι ώστε κατόπιν να προχωρήσει σε θεσμική διευθέτηση των ζητημάτων που άνοιξε ο αγώνας για να μην είναι νικηφόρος από τη μεριά των δρόμων και οι όποιες υποχωρήσεις των κυβερνώντων μπροστά στη δυναμική του αγώνα να παρουσιαστούν ως “οικειοθελείς παραχωρήσεις” της αριστερής διαχείρισης.
Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται η ασφυκτική κατασταλτική πίεση με τις αθρόες συλλήψεις και προσαγωγές, τον τριήμερο αποκλεισμό της κατειλημμένης Πρυτανείας και, ταυτόχρονα, τις προτάσεις για «ασφαλή-οικειοθελή» αποχώρηση των καταληψιών σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να εκβιάσει την υποχώρηση και την παράδοση των αγωνιστών.
Η αιτιολόγηση της εισβολής των αστυνομικών δυνάμεων τα ξημερώματα της 17ης Απρίλη στην κατειλημμένη πρυτανεία από τον υπουργό δημόσιας τάξης Γ. Πανούση (σε συνέντευξή του στην Καθημερινή) είναι αποκαλυπτική: «Έπρεπε να τελειώσει διότι άρχισε να γυρνάει ανάποδα η ιστορία όλη…. Αυτοί (σ.σ.: οι καταληψίες) κατά 99% θα έβγαιναν μετά λέγοντας κερδίσαμε, θριαμβεύσαμε, τους επιβάλαμε τους όρους μας και πάει λέγοντας. Εγώ νομίζω ότι η κίνηση αυτή έσωσε την τιμή της κυβέρνησης με την έννοια ότι ακόμα και αν ψήφισε όσα αυτοί έλεγαν και όσα η ίδια είχε εξαγγείλει ως αντιπολίτευση, τουλάχιστον δεν το έκανε υπό την πίεση μιας κατάληψης. Δηλαδή, εγώ κάνω τη δουλειά μου στερώντας από τους καταληψίες τον ηρωισμό».
5) Για το χρονικό εύρος της απεργίας πείνας και της κατάληψης της Πρυτανείας
Το ενδεχόμενο εγκατάλειψης της Πρυτανείας πριν τη λήξη της απεργίας πείνας πρακτικά θα σήμαινε ένα αδιέξοδο για τον αγώνα τον απεργών πείνας καθώς η κατάληψη αποτελούσε τη φωνή των απεργών και το κέντρο του αγώνα έξω από τις φυλακές ενάντια στο κατασταλτικό οπλοστάσιο. Ενώ το σταμάτημα της απεργίας πριν την ολοκλήρωση της συζήτησης και ψήφισης του σχετικού νόμου θα σήμαινε την κατίσχυση της ανάθεσης και της αυταπάτης περί «κινήσεων που έτσι κι αλλιώς θα έκανε ο Σύριζα» και την εξέλιξη της δημόσιας συζήτησης για το ειδικό κατασταλτικό οπλοστάσιο του κράτους χωρίς εμάς, απεργούς κι αλληλέγγυους.
6) Για το ζήτημα της σχέσης του κινήματος με την απεργία πείνας
Ολοκληρώνοντας έναν πρώτο και σύντομο απολογισμό της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατούμενων και του αγώνα που εκδηλώθηκε σε αλληλεγγύη με την απεργία πείνας και ενάντια στο ειδικό κατασταλτικό οπλοστάσιο του κράτους, συνοψίζουμε κάποια συμπεράσματα, με κριτική κι αυτοκριτική οπτική, που θεωρούμε ότι μπορούν να αποβούν χρήσιμα για τους μελλοντικούς συλλογικούς αγώνες ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο:
α) Ελλιπής προετοιμασία. Είναι σημαντική η αλληλεπίδραση και η έγκαιρη ενημέρωση των αγωνιστών έτσι ώστε να μην τρέχει το κίνημα μαθαίνοντας την έναρξη ενός τέτοιου αγώνα την τελευταία στιγμή.
β) Έλλειψη απαντήσεων στα διακυβεύματα της νέας πολιτικής περιόδου και συνολικής επαναστατικής προοπτικής και πρότασης προς την κοινωνία για τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει λόγω της ολομέτωπης επίθεσης που δέχεται.
γ) Η συγκεκριμένη απεργία πείνας υπήρξε εξαρχής ένα ζήτημα κεντρικό-πολιτικό, κάτι που δυσκόλεψε το “χώρο” που συγκροτείται με όρους κυρίως κοινωνικούς και όχι πολιτικούς, με όρους θυμικού και συναισθημάτων οργής και διαμαρτυρίας αλλά όχι και πολιτικού σχεδιασμού.
δ) Ενυπήρχαν διαφορετικές αφετηρίες, πλαίσια και στοχεύσεις μέσα στους ίδιους τους απεργούς καθώς και στους αλληλέγγυους, όπως επίσης διαφορετικές θέσεις και αφετηρίες για τη σχέση του αγώνα από μέσα και της αλληλεγγύης από έξω, κι αυτό αναπόφευκτα δυσκόλεψε το κίνημα.
Άποψή μας είναι ότι το κατατεθειμένο από τους πολιτικούς κρατούμενους πλαίσιο της απεργίας πείνας ενάντια στο Καθεστώς Έκτακτης Ανάγκης ήταν και είναι πλαίσιο αγώνα του ίδιου του κινήματος. Δεν παραγνωρίζουμε ωστόσο τις διαφοροποιήσεις και εντός του κινήματος και τις διαφορετικές οπτικές μέσα από τις οποίες συμμετείχε ο καθένας σε αυτόν τον αγώνα, και τις οποίες διακρίνουμε στις εξής: i) μια προσωποπαγή αλληλεγγύη λόγω εγγύτητας με ορισμένους κρατούμενους, ii) μια περιορισμένη αντίληψη του αγώνα και του ίδιου του κινήματος ως “κίνημα αλληλεγγύης” στους πολιτικούς κρατούμενους, και iii) μια κοινότητα μετωπικού αγώνα μέσα κι έξω από τις φυλακές ενάντια στο καθεστώς το οποίο μέσω του κατασταλτικού του οπλοστασίου στοχοποιεί το κίνημα συνολικά και υποτάσσει την κοινωνία ευρύτερα.
Αναγνωρίζουμε ως επιπρόσθετο παράγοντα δυσκολίας για αρκετά κομμάτια του ευρύτερου κινήματος την εμπλοκή τους σε μία πολιτική απεργία πείνας με βάση το γεγονός ότι τη διεξάγει ένα υποκείμενο που διώκεται για ένοπλες πρακτικές. Η κριτική σε αυτές εύκολα μπορεί να μεταφραστεί σε επιφύλαξη και άρνηση, ειδικά όταν αναπτύσσονται αντιλήψεις «ένοπλης πρωτοπορίας» μέσω της ανάδειξης του ένοπλου ως «πρώτης γραμμής του αγώνα».
Η απαξίωση επίσης και η διαστρέβλωση κινηματικών πρακτικών, όπως αυτή των καταλήψεων (βλ: περίπτωση Νομικής), και του ίδιου του αγώνα τελικά, συμβάλλει επίσης στη διάθεση αποστασιοποίησης.
ε) Η διάχυση της ηττοπάθειας κυρίως από το 2012 κι έπειτα, με βάση την αδυναμία ξεπεράσματος αυθόρμητων κι εφήμερων εξεγερσιακών γεγονότων σε μια επαναστατική προοπτική, συνέδραμε στην αποστασιοποίηση και την ανάθεση. Αυτή η συνθήκη ισχύει τόσο για ευρύτερες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις όσο και για κομμάτια του κινήματος.
στ) Η απεργία πείνας για την άρση του ειδικού κατασταλτικού οπλοστασίου εξελίχθηκε στην πρώτη πολιτική μάχη με τη νέα διακυβέρνηση, δόθηκε μέχρι το τέλος της, δημιούργησε ρήγματα αναγκάζοντάς τη να υποχωρήσει σε σημεία, τσαλάκωσε την εικόνα της υποχρεώνοντάς τη να βγάλει το προσωπείο της (απαγορεύοντας κινητοποιήσεις, σπάζοντας το κοινωνικό άσυλο, συλλαμβάνοντας αγωνιστές), να φανερώσει τελικά το πραγματικό πρόσωπο του κράτους όταν δεν έχει απέναντί του παθητικούς και ηττοπαθείς αντιπάλους.
Αναρχική συλλογικότητα «Κύκλος της Φωτιάς»,
Μάιος 2015
*