MAΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης νο 60, Ιούλης 2011

 

Για το DNA 


To κείμενο που ακολουθεί είναι η βάση της κατάθεσης που έκανε ως μάρτυρας σχετικά με το ζήτημα του DNA ένας γάλλος σύντροφος στη δίκη του αναρχικού Άρη Σειρηνίδη. O Άρης κρατήθηκε ένα χρόνο και πλέον στη φυλακή, μέχρι και τις 23 Ιούνη, όταν απαλλάχτηκε από το κατηγορητήριο που έστησε η ασφάλεια εναντίον του.

 

Eίμαι μέλος μιας γαλλικής συλλογικότητας που έχει ασχοληθεί με το ζήτημα της χρήσης του DNA από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Έχουμε συντάξει και δημοσιεύσει φυλλάδια, έχουμε ανοίξει ιστοσελίδα, έχουμε οργανώσει δημόσιες συζητήσεις σε όλη τη Γαλλία σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Η πρωτοβουλία μας εγγράφεται σε ένα πολύ ευρύτερο κίνημα με πολλές πρωτοβουλίες στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, για την αμφισβήτηση της χρήσης του DNA.

Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να δώσουμε εδώ μια γενική αποσαφήνιση σχετικά με το ζήτημα του DNA, όπως το προσεγγίσαμε στις έρευνές μας μέσα από πολλές υποθέσεις στη Γαλλία και σε άλλες χώρες. Πιστεύουμε πως αυτή η εμπειρία μπορεί να συνεισφέρει ουσιώδη στοιχεία στην υπόθεση που κρίνεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου.

Στη Γαλλία θέλησαν να μας παρουσιάσουν το DNA σαν το τεκμήριο των τεκμηρίων. Σαν αμερόληπτο. Σα να μην άφηνε καμιά θέση στην αμφιβολία και σα να προσέδιδε στη δικαιοσύνη αυτό το χαρακτήρα αντικειμενικότητας που συνήθως αποδίδεται στην επιστήμη.

Κι όμως, όταν με τη συλλογικότητά μας κάναμε έρευνες σε σχέση με το ζήτημα, ανακαλύψαμε ότι η χρήση του DNA έχει προκαλέσει πολλές αμφιβολίες. Ένας μεγάλος αριθμός δικαστικών υποθέσεων - και δεν θα μπορέσουμε να τις αναφέρουμε όλες, τόσες πολλές είναι - ρίχνει τη σκιά του στη χρήση του τεστ DNA στην ποινική διαδικασία. Σε έναν πρώτο χρόνο, θα δούμε ότι το DNA ως αποδεικτικό στοιχείο δεν είναι αξιόπιστο.

Αν όμως δεν είναι αξιόπιστο, γιατί χρησιμοποιείται κατ’ αυτό τον τρόπο από διάφορα δικαστικά συστήματα; Αυτό ακριβώς το σημείο θα δούμε σε έναν δεύτερο χρόνο.

Είναι επειδή προσφέρει τη δυνατότητα στην κατηγορούσα αρχή να προσδώσει μια φαινομενική βεβαιότητα σε αυτό που δεν είναι παρά μια υποκειμενική γνώμη. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η χρήση του DNA αρέσει τόσο στο κατασταλτικό κράτος, αφού με αυτό τον τρόπο μπορεί να τα βάλει, με φαινομενική αμεροληψία, με τους πολιτικούς του αντιπάλους, καθώς και με εκείνους που λόγω του κοινωνικού τους προφίλ θεωρούνται εκ προοιμίου ύποπτοι ή επικίνδυνοι για την κοινωνική τάξη.

Καταρχάς όμως ας δούμε γιατί δεν μπορούμε παρά να είμαστε δύσπιστοι σε ό,τι αφορά τη χρήση του DNA από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη.

Όταν ένας εμπειρογνώμονας λέει ότι ανέλυσε το DNA ενός ατόμου, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν εξέτασε αυτό το DNA στο σύνολό του. Μια τέτοια δουλειά θα απαιτούσε μήνες, ακόμα και χρόνια. Στην πράξη, ο εμπειρογνώμονας αρκέστηκε στο να σκιαγραφήσει αυτό που αποκαλείται "προφίλ" DNA. Εξέτασε δηλαδή ορισμένα μόνο σημεία του μορίου DNA που αποτελείται από έναν τεράστιο αριθμό συστατικών στοιχείων. Όταν του ζητούν να συγκρίνει δυο δείγματα DNA, δεν συγκρίνει παρά κάποια σημεία που έχει αναλύσει σε καθένα από τα δείγματα DNA.

Όμως το DNA των ανθρώπινων όντων μοιάζει πολύ από το ένα άτομο στο άλλο. Μια ορισμένη αναλογία του πληθυσμού παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά σε καθένα από τα σημεία σύγκρισης του γενετικού προφίλ. Με άλλα λόγια, να το πούμε καθαρά, είναι απολύτως δυνατόν δυο διαφορετικά άτομα με διαφορετικά DNA να παρουσιάζουν (στην ανάλυση) το ίδιο "προφίλ" DNA. Πρόκειται για αυτό που, στη δική τους γλώσσα, οι πραγματογνώμονες αποκαλούν "θετικά σφάλματα" -δηλαδή πρόκειται για ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα όπου δύο δείγματα DNA που ανήκουν σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους αποδίδονται ωστόσο σε ένα και μόνο άτομο.)

Για να εκτιμήσουν τις πιθανότητες να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα "θετικό σφάλμα", οι πραγματογνώμονες επιχειρούν να υπολογίσουν τη σπανιότητα του "προφίλ" DNA που απέκτησαν μέσω της ανάλυσης. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η σπανιότητα εξαρτάται από τη γενετική εγγύτητα των ανθρώπων που συνθέτουν τον υπό εξέταση πληθυσμό. Μπορούμε να δεχθούμε ότι άνθρωποι που έχουν κοινή καταγωγή, κοινούς προγόνους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν πανομοιότυπα τμήματα DNA. Ο υπολογισμός της σπανιότητας εμφάνισης ενός "προφίλ" DNA βασίζεται επομένως σε γενετικές μελέτες σε έναν πληθυσμό που υποτίθεται ότι έχει την ίδια εθνο-φυλετική καταγωγή.

Όμως τι είναι ένας πληθυσμός που έχει την ίδια εθνο-φυλετική καταγωγή; Δεδομένων των πολλαπλών μετακινήσεων πληθυσμών από πολύ παλιά, δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να σκεφθούμε ότι όλοι οι Έλληνες ή όλοι οι Γάλλοι σχηματίζουν ομοιογενείς εθνοτικές ομάδες. Αυτό θέτει επομένως ένα πρόβλημα.

Επιπλέον, οι μελέτες γενετικής των πληθυσμών είναι ανομοιογενείς και μερικές φορές διεξάγονται σε πολύ μικρά δείγματα (πληθυσμού). Κι όμως, παρόλες αυτές τις αδυναμίες, οι πραγματογνώμονες δεν διστάζουν να αναπαραστήσουν τη σπανιότητα εμφάνισης ενός προφίλ DNA με εξαιρετικά εντυπωσιακούς αριθμούς που μοιάζουν να μην αφήνουν καμιά αμφιβολία.

Όμως αυτό που θα αναρωτιέστε σίγουρα είναι: έχουν ήδη υπάρξει περιπτώσεις "θετικού σφάλματος"; (Δηλαδή, ας το θυμίσουμε, περιπτώσεις ψευδώς θετικού αποτελέσματος όπου δύο δείγματα DNA που ανήκουν σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους αποδίδονται ωστόσο σε ένα και μόνο άτομο.) Η απάντηση είναι ναι, έχουν υπάρξει πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Κι αυτό, παρότι είναι πολύ δύσκολο να επανέλθει κανείς σε μια ανάλυση DNA. Τόσο αδιαμφισβήτητη μοιάζει αυτή στα μάτια των δικαστών.

Το 1999, ένας άγγλος ονόματι Raymond Easton, αν και έπασχε από την ασθένεια του Πάρκινσον, συνελήφθη και κατηγορήθηκε για μια διάρρηξη που είχε γίνει σε απόσταση πάνω από 300 χλμ. από το σπίτι του. Είχε κατηγορηθεί με βάση ίχνος DNA που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος και το οποίο υποτίθεται ότι αντιστοιχούσε στο δικό του DNA το οποίο είχε διατηρηθεί στα αγγλικά αρχεία ηλεκτρονικού φακελώματος (παρεμπιπτόντως, πρόκειται για το μεγαλύτερο ηλεκτρονικό φακέλωμα στον κόσμο, για το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.) Οι πραγματογνώμονες είχαν εντοπίσει ομοιότητες σε έξι σημεία σύγκρισης και υποστήριζαν ότι ο κίνδυνος "θετικού σφάλματος" ήταν της τάξης 1 προς 37 εκατομμύρια. Μια δεύτερη πραγματογνωμοσύνη που αφορούσε ορισμένα άλλα σημεία σύγκρισης αποκάλυψε διαφορές ανάμεσα στα δυο DNA, και οι κατηγορίες εναντίον του Raymond Easton αποσύρθηκαν. Στην Αγγλία -πάντα- η αστυνομία θεώρησε ότι εντόπισε το DNA ενός ατόμου ονόματι Peter Hamkin στον τόπο ενός φόνου που είχε διαπραχθεί στην Ιταλία. Μόνο που η έρευνα απέδειξε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν είχε ποτέ πατήσει το πόδι του σε αυτή τη χώρα.

Ωστόσο, η δυνατότητα ενός "θετικού σφάλματος" δεν είναι, μάλιστα πολύ απέχει από το να είναι, το μόνο σφάλμα που μπορεί να διαπραχθεί με το DNA. Υπάρχει επίσης ένα περιθώριο σφάλματος πολύ μεγαλύτερο, το οποίο δεν λαμβάνεται ποτέ υπόψη στα ποσοστά συχνότητας των προφίλ DNA που παρουσιάζουν οι πραγματογνώμονες.

Στην πράξη, οι πηγές σφάλματος είναι πολλαπλές. Πρώτα-πρώτα, είναι πολύ εύκολο να επιμολυνθούν τα δείγματα του DNA, τόσο κατά τη στιγμή που λαμβάνονται από τον τόπο του εγκλήματος, μετά ή ακόμα και πριν. Έτσι, η γερμανική αστυνομία αναζητούσε επί σχεδόν δέκα χρόνια μια μυστηριώδη δολοφόνο κατά συρροή που είχε αφήσει το DNA της σε 40 τόπους εγκλήματος. Κατέληξε να ανακαλύψει ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια υπάλληλο της επιχείρησης που κατασκεύαζε τις "αποστειρωμένες" μπατονέτες που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή του DNA (πρόκειται για την περίφημη υπόθεση που έμεινε γνωστή ως "το φάντασμα του Helbron"). Η τεχνική ανάλυσης που χρησιμοποιείται σήμερα, η PCR, ευνοεί ιδιαίτερα τις ακούσιες επιμολύνσεις. Διότι συνίσταται στη μεγέθυνση του ίχνους DNA, γεγονός που επιτρέπει τη συλλογή πολύ μικροσκοπικών ιχνών.

Πολλές ακόμα πηγές σφάλματος είναι πιθανές. Τα δείγματα μόλις αναλυθούν μπορούν να αντιστραφούν, όπως μπορεί να συμβεί με τα αποτελέσματα των αναλύσεων: αυτό συνέβη σε έναν αμερικανό, τον Lazaro Sotolusson, που πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή εξαιτίας μιας λανθασμένης ηλεκτρονικής καταγραφής στο εργαστήριο που είχε επιφορτιστεί με την ανάλυση DNA. Επιπλέον, οι αναλύσεις DNA, σε αντίθεση με αυτό που συχνά πιστεύεται, δεν δίνουν σαφή αποτελέσματα. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο όταν υπάρχουν πολλά DNA αναμεμειγμένα. Πρέπει λοιπόν να γίνει μια σύγκριση, δια γυμνού οφθαλμού, για να εντοπιστούν ομοιότητες και διαφορές. Αυτή η σκοπιά, η σκοπιά της ανθρώπινης ερμηνείας ενός αποτελέσματος που είναι μερικές φορές διφορούμενο, οδήγησε έναν άλλο αμερικανό, τον Josiah Sutton, σε ποινή 25 χρόνων για βιασμό προτού αθωωθεί τελικά. Κι αυτό διότι οι ερμηνείες του εργαστηρίου αμφισβητήθηκαν από έναν φημισμένο καθηγητή εγκληματολογίας, τον William Thompson.

Όμως ακόμα κι όταν η σύγκριση πραγματοποιείται από ηλεκτρονικό πρόγραμμα το οποίο υποτίθεται ότι αποτρέπει το ενδεχόμενο ανθρώπινου σφάλματος, η υποκειμενικότητα της ερμηνείας παραμένει. Έτσι, σε μια υπόθεση βιασμού που διαπράχθηκε στις ΗΠΑ, ο ίδιος William Thompson ανακάλυψε ότι, ανάλογα με τις ρυθμίσεις που γίνονταν από έναν ειδικό, το πρόγραμμα αναγνώριζε ή απέκλειε το DNA ενός υπόπτου. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ο Thompson παρατηρούσε ότι οι εμπειρογνώμονες που ήταν επιφορτισμένοι με τις αναλύσεις DNA αρνούνται να εργαστούν στα τυφλά και θέλουν να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τις υποθέσεις που έχουν να εξετάσουν. Είναι, σύμφωνα με αυτόν, η σκοπιά του εξεταστή του DNA που οδήγησε τον ειδικό της πληροφορικής να κάνει τις ρυθμίσεις οι οποίες θα του επέτρεπαν να αντιστοιχίσει καλύτερα τα δύο προφίλ DNA για να "στριμώξει" τον ύποπτο.

Αυτή είναι άλλωστε και η πιο εντυπωσιακή πτυχή του ζητήματος, όταν ενδιαφέρεται κανείς για τη χρήση του DNA από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Αυτές επιχειρούν να προσδώσουν στο DNA τη φαινομενικότητα ενός αντικειμενικού και αμερόληπτου τεκμηρίου: στην πραγματικότητα, είναι κάτι εξόχως υποκειμενικό και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις προκαταλήψεις του ανθρώπου που είναι επιφορτισμένος με την ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Ένα πείραμα που έγινε από το αμερικάνικο περιοδικό “New Scientist” συνίστατο στο να προτείνει σε 17 διαφορετικούς πραγματογνώμονες την ανάλυση ενός γενετικού δείγματος με ανάμειξη διαφορετικών DNA που είχε οδηγήσει στην καταδίκη ενός άντρα για βιασμό. Από τις 17 αναλύσεις που έγιναν, οι 12 απέκλεισαν την παρουσία του DNA του στο δείγμα και οι 4 ισχυρίστηκαν ότι δε μπορούν να καταλήξουν σε ασφαλές συμπέρασμα. Ένας μόνο πραγματογνώμονας ήταν της γνώμης ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η παρουσία του DNA του.

Όλοι αυτοί οι λόγοι δε μπορούν παρά να μας κάνουν να δυσπιστούμε σε σχέση με τα αποτελέσματα των αναλύσεων DNA. Αυτό ισχύει σε κάθε περίπτωση, πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε, όπως στην Ελλάδα, μόνο με εργαστήρια της ίδιας της αστυνομίας.

Στη συνέχεια, θα ήθελα να θίξω ένα ακόμα πιο σημαντικό σημείο. Ακόμα κι αν αφήσουμε στην άκρη όλες τις περιπτώσεις σφάλματος που αναφέρθηκαν, τι αποδεικνύει πραγματικά η παρουσία DNA σε ένα κινητό αντικείμενο; Από μόνη της, τίποτε.

Είναι τόσο κοινό το DNA που αφήνουμε πάντα λίγο γύρω μας παντού, για παράδειγμα πίνοντας καφέ, βήχοντας, φτύνοντας κ.λπ. Έχουμε επίσης, στα ρούχα μας ή στα αντικείμενα που κουβαλάμε, DNA που μπορεί να προέρχεται από έναν άλλον άνθρωπο. Μπορούμε επίσης να φανταστούμε ότι κάποιος μπορεί να αφήσει επίτηδες το DNA κάποιου άλλου στον τόπο του εγκλήματος για να τον ενοχοποιήσει στη συνέχεια.

Ας έλθουμε σε ένα από τα άρθρα τα οποία περιέχονται στο φάκελο που σας έχουμε υποβάλει. Στη Γαλλία, ένας άνδρας, ο Camel B. κάθησε έναν χρόνο στη φυλακή, επειδή ίχνη του DNA του βρέθηκαν σε ένα ποτήρι στο σπίτι ενός ανθρώπου που δολοφονήθηκε, και στην αρχή δεν ήθελε να εξηγήσει τους λόγους της παρουσίας του στο συγκεκριμένο χώρο. Όμως το DNA του που βρέθηκε σε ένα ποτήρι αποδεικνύει ότι ο Camel B. είναι ο δολοφόνος; Προφανώς και όχι. Ο Camel B. κατέληξε να παραδεχθεί ότι ήταν ομοφυλόφιλος και είχε σχέσεις με το θύμα, αλλά δεν το σκότωσε. Με άλλα λόγια, το ότι βρέθηκε σε έναν συγκεκριμένο χώρο δεν σημαίνει ότι είχε τη συμπεριφορά που η κατηγορούσα αρχή θα ήθελε να πιστέψουμε ότι είχε.

Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, πάντοτε στη Γαλλία, όπως εκείνο του Nordine Mansouri. Εμπεριέχεται στο φάκελο που σας υποβάλαμε και επομένως δεν θα πούμε παρά δυο λόγια γι’ αυτό το παράδειγμα. Ο Nordine Mansouri, ο οποίος είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για ληστεία, κατηγορήθηκε εκ νέου για ληστεία μετά από ανώνυμη καταγγελία. Η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι βρήκε το DNA του σε ένα αποτσίγαρο που βρέθηκε στον τόπο της ληστείας. Ο Mansouri το αρνείται: το αποτσίγαρο, λέει, μπορεί να αφέθηκε επίτηδες από οποιονδήποτε, είτε αστυνομικό είτε μέλος αντίπαλης συμμορίας. Ο δικηγόρος του επικαλείται αλλαγή των πειστηρίων. Φαίνεται ότι είχαν μπερδέψει την ανάλυση DNA πάνω σε ένα τσιγάρο με την ανάλυση DNA που έγινε σε ένα πουράκι. Γι αυτό το λόγο, ο Mansouri θα αθωωθεί πρωτόδικα. Η εισαγγελία κάνει έφεση, αλλά υποχρεώνεται να την αποσύρει μετά την αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων της πρώτης ανάλυσης DNA. Μια νέα πραγματογνωμοσύνη βρίσκει ένα άγνωστο DNA, αντί για το DNA του Nordine Mansouri.

Σε όλα αυτά τα παραδείγματα, η παρουσία του DNA δεν συνεισέφερε τίποτε το σημαντικό. Ωστόσο, η κατηγορούσα αρχή κατέφευγε σε αυτό για να προσδώσει μια επιστημονικοφάνεια στη θέση της. Βρίσκουμε DNA σε ένα αντικείμενο, αυτό δε συνεισφέρει τίποτε το αποφασιστικό, όμως επειδή πρόκειται για DNA δίνεται η εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι το υλικό, το επιστημονικό, το αδιαμφισβήτητο.

Αυτό εξηγεί γιατί το DNA είναι ένα από τα ιδανικά όπλα στα χέρια του κράτους, αφού προσδίδει μια απατηλή αμεροληψία στην καταστολή των πολιτικών του αντιπάλων, και όσων λόγω του κοινωνικού τους προφίλ θεωρούνται εκ προοιμίου ύποπτοι ή επικίνδυνοι για την κοινωνική τάξη.

Το DNA επιτρέπει να αποδοθεί σε αυτό το υποτιθέμενο αποδεικτικό στοιχείο μια φαινομενική βεβαιότητα, φαινομενική βεβαιότητα που, στο σύγχρονο φαντασιακό, αποδίδεται στην επιστήμη.

Ωστόσο, η επιστήμη είναι γεμάτη αμφιβολίες και ερωτήματα. Για παράδειγμα, για το DNA, οι πιο σύγχρονες επιστημονικές υποθέσεις έρχονται να αμφισβητήσουν αυτό που μέχρι χθες εμφανιζόταν ως κεκτημένο. Όμως πρόκειται για κάτι που η αστυνομία δε θέλει να λάβει υπόψη της.

Κι αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να είμαστε δύσπιστοι για το DNA ως αποδεικτικό στοιχείο...

 

 

*