MAΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης, νο 50, Γενάρης 2008

Ο Βροχοποιός

Δυο χρόνια συμπληρώνονται από τότε, τις 17 Φλεβάρη 2005, που έφυγε από κοντά μας ο αξέχαστος φίλος και σύντροφος Γιάννης Μπουκετσίδης. Ο Βροχοποιός είναι ένα μικρό αφήγημα που έγραψε κάποτε, σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του και το μοίραζε σαν μια κατάθεση ψυχής στα χέρια των φίλων στα καφέ των Εξαρχείων.
Μας έλειψες φίλε...

_______________________

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν κάποιος που τον έλεγαν Βροχοποιό. Αυτό συνέβαινε για δύο λόγους: Ο πρώτος ήταν ότι κάθε φορά που του συνέβαινε κάτι συνταρακτικό, χαρά, λύπη, δυνατός έρωτας ή πόνος, ο Βροχοποιός προκαλούσε βροχοπτώσεις, σύντομες ή μεγάλες, ανεπαίσθητες ή δυνατές. Το όνομα του όμως οφειλόταν και σε ένα άλλο χαρακτηριστικό -αν δεν το έχετε καταλάβει ήδη: Τα έκανε πάντα μούσκεμα, κι αυτό δεν άρεσε στους περισσότερους ανθρώπους.

Την ιδιότητά του αυτή ο Βροχοποιός δεν τη γνώριζε. Άλλοι πιο ψύχραιμοι και παρατηρητικοί την είχαν προσέξει. Δεν ήταν όμως σίγουροι για τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά τους, γιατί πίστευαν ότι τη βροχή την προκαλεί ο Θεός ή η φύση. Πώς να τα βάλουν όμως με το Θεό ή τη φύση; Γι΄αυτό προτιμούσαν να τα βάζουν με τον Βροχοποιό.

Ο Βροχοποιός βρεχόταν και ο ίδιος πολλές φορές, για να μην πούμε πάντα. Ξαφνιαζόταν ή τρόμαζε ακόμα κι αυτός από μια απρόσμενη μπόρα, που μερικές φορές θα ‘θελε να τη σταματήσει. Όμως, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, γιατί αυτός το μόνο που έκανε ήταν να την προκαλεί. Δεν μπορούσε να ελέγχει την ένταση ή τη διάρκειά της.

Η βροχή δεν ήταν ευχάριστη για τους ανθρώπους, αν και υπήρχαν μικρές βροχούλες που ορισμένοι τις απολάμβαναν. Βροχούλες σαν χάδι στο πρόσωπο των ερωτευμένων, σαν παιχνίδι μαζί τους. Άλλες φορές, μαύρα και βαριά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό, αλλά η μπόρα που όλοι περίμεναν δεν ξεσπούσε. Και μερικές φορές η καταιγίδα ερχόταν χωρίς να την προμηνύει κανένα σημάδι.

Η χειρότερη περίπτωση όμως, ήταν όταν οι βροχές κρατούσαν μέρες και μέρες και οι άνθρωποι τις συνήθιζαν τόσο πολύ, που δεν τις πρόσεχαν πια. Θα ήταν δύσκολο να απαντήσει κάποιος, τέτοιες μέρες σαν αυτές, πότε και πόσες φορές έβρεξε. Η βροχή, αν και τους δυσαρεστούσε, είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, ώστε δεν την πρόσεχαν πια.

Υπήρχε όμως και η ευχάριστη πλευρά των βροχών. Για σκεφτείτε, πόσοι άνθρωποι γνωρίστηκαν κάτω από ένα υπόστεγο περιμένοντας να κοπάσει η βροχή. Πόσοι δεν μοιράστηκαν το ίδιο μεταφορικό μέσο ή την ίδια ομπρέλα, ερχόμενοι έτσι ο ένας κοντά στον άλλο. Πόσοι δεν χρησιμοποίησαν τη βροχή για να κάνουν ή να αναβάλουν κάτι, λέγοντας “πού να τρέχεις τώρα”, “μου ήταν αδύνατον με τέτοια βροχή”. Για να μην πούμε και πόσα ποιήματα ή τραγούδια εμπνεύστηκαν διάφοροι λόγω της βροχής.

Σ΄αυτές τις περιπτώσεις όμως, οι άνθρωποι δεν ευχαριστούσαν τον Βροχοποιό.

Να όμως που μια μέρα, έτσι στα ξαφνικά, ο Βροχοποιός εξαφανίστηκε. Η ανεξήγητη εξαφάνισή του έδωσε αφορμή για εικασίες.

Κάποιοι έλεγαν ότι ο Βροχοποιός έχασε την ικανότητά του να προκαλεί βροχές γι’αυτό και χάθηκε.

Άλλοι, ότι παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά μιας καταιγίδας που ο ίδιος προκάλεσε.

Κάποιοι τρίτοι πάλι, υπέθεταν ότι ο Βροχοποιός πληγώθηκε από τη συμπεριφορά των ανθρώπων και πικραμένος αποσύρθηκε. Τι ακολούθησε όμως μετά την εξαφάνιση του Βροχοποιού;

Μια παρατεταμένη περίοδος ξηρασίας και ανομβρίας ήρθε στη θέση των βροχερών ημερών. Η παντελής έλλειψη νερού έγινε ο εφιάλτης των ανθρώπων και θα μπορούσε να αποτελέσει ακόμη και αιτία πολέμου, όπως έλεγαν κάποιοι. Όσοι έζησαν αυτή την περίοδο τη θυμούνται σαν πραγματική κόλαση. Πολλοί ήταν τότε που θυμήθηκαν τον Βροχοποιό, τον νοστάλγησαν και μετάνιωσαν για το φέρσιμό τους.

Άρχισαν να ελπίζουν ότι ο Βροχοποιός θα ξαναγυρίσει. Και ο καθένας, ανάλογα με την εκδοχή που είχε υιοθετήσει για την εξαφάνιση, φανταζόταν διαφορετικά την επιστροφή του.

Κάποιοι έλεγαν ότι θα γυρίσει με μια κατακλυσμική μπόρα, για να πάρει την εκδίκησή του και να διαψεύσει τα δελτία καιρού, πράγμα που πάντοτε του άρεσε.

Άλλοι, ότι θα έρθει ημέρα, μ΄ ένα συννεφάκι να προαναγγέλει τον ερχομό του και άλλοι, ότι θα έρθει νύχτα, όταν όλοι θα κοιμούνται, δίνοντας το προνόμιο της υποδοχής μόνο σ΄αυτούς που θα ‘ναι σε εγρήγορση. Σ΄αυτούς που θα ακούσουν τον ήχο και θα νιώσουν τα σημάδια της επιστροφής και της παρουσίας του, αυτούς που θα γιορτάσει μαζί τους.

Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν ή και τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει τι και πώς θα συμβεί.

... Όμως ακούω τον ήχο το γνωστό. Μυρίζω το χώμα, η καρδιά μου χτυπά στο ρυθμό της βροχής. Βγαίνω... Είμαι έξω... Δεν μπορώ να σκεφτώ και να κάνω κάτι άλλο, μου συμβαίνει κάτι συνταρακτικό. Βρέχει...

Δεν κάνω άλλο, παρά αφήνω τα δάκρυα να γίνουν ένα με τη βροχή στο πρόσωπό μου...

Γιάννης Μπουκετσίδης

 

*