Η έννοια της "τριπλής καταπίεσης"
και οι πολιτικές της συνέπειες
"Σκοπός της θεωρίας δεν είναι να αυξήσει τη διανοητική και ακαδημαϊκή φήμη μας, αλλά να ανοίξει προοπτικές στην κατανόηση του ιστορικού κόσμου και των διαδικασιών του, να χαράξει κατευθύνσεις στην πρακτική μας και να την αλλάξει αν είναι αναγκαίο" (Stuart Hall).
Η θεωρία που θέλει να εντοπίζει και να μάχεται τις καταπιεστικές σχέσεις δεν είναι απλώς μια άνευ περιεχομένου διανοητική κατασκευή. Η εχθρότητα προς τη θεωρία οδηγεί εν μέρει στον αφοπλισμό του εαυτού μας, επειδή χωρίς θεωρία μπορεί να εκφραστεί μόνο η άμεσα βιωμένη εμπειρία καταπίεσης, χωρίς μια συνολική προσέγγιση που μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει. Για να το αναγνωρίσουμε αυτό, έχουμε ανάγκη ιδεών, εννοιών και μιας γλώσσας μεταβίβασής τους. Η χρήση μιας κοινής γλώσσας ενοποιεί, η σύγχυση σχετικά με τις λέξεις και τις έννοιες και οι ασαφείς ιδέες διαιρούν.
Σε όλα τα απελευθερωτικά κινήματα, η απόκτηση γνώσης κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες είναι ένα κεντρικό σημείο του αγώνα. Η θεωρία είναι ένα όπλο και ποτέ δεν απορρίπτουμε ένα όπλο με τη θέλησή μας. Η ολότητα της καταπίεσης για την οποία μιλάμε εδώ, φυσικά δεν βιώνεται άμεσα από όλους. Όσο πιο λευκοί, όσο πιο αρσενικοί, όσο πιο πλούσιοι και όσο περισσότερο παιδιά της μητρόπολης είμαστε, τόσο πιο απίθανο είναι να μας συμβεί κάτι τέτοιο και τόσο μεγαλύτερο είναι το χρέος μας να προσεγγίσουμε αυτές τις πραγματικότητες μέσα από μια διαδικασία μάθησης, ούτως ώστε να μπορούμε να εκδηλώνουμε αποτελεσματικά την έμπρακτη αλληλεγγύη μας σε κάθε καταπιεσμένη κοινωνική κατηγορία, τάξη ή εθνότητα.
Η έννοια της κυριαρχίας είναι μια κεντρική έννοια στην προβληματική μας. Το να την προσδιορίσουμε σα μια διάσταση της δυαδικής σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών, μεταξύ μαύρων και λευκών, μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια μοναδική και εντελώς διαχωρισμένη ύπαρξη της καθεμίας από αυτές τις σχέσεις, χωρίς να τις συνδέει καμιά διαλεκτική.
Η κυριαρχία με στόχο την εκμετάλλευση και τη διατήρηση της εξουσίας είναι πολύ περισσότερο μια πολύπλευρη πρακτική καταπιέσεων πάνω στη βάση πολλών και εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενων συνθηκών. Οι κανόνες της κυριαρχίας αλλάζουν συνεχώς, καθώς η ιστορία προχωρά και οι υλικές και διεθνοποιημένες δομές χτίζονται εκ νέου. Δεν υπάρχει αν-ιστορικός καπιταλισμός, πατριαρχία ή ρατσισμός. Ο καπιταλισμός, η πατριαρχία, ο ρατσισμός και οι μεταξύ τους σχέσεις βρίσκονται σε μια διαδικασία διαρκούς αλλαγής.
[…]
Η κυριαρχία δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική. Υπάρχουν ρήγματα σε αυτήν και η διεθνοποίησή της ποτέ δεν προχωρά χωρίς αντιφάσεις. Οι διάφορες μορφές καταπίεσης δεν ασκούνται διαχωρισμένα και με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο στις μητροπόλεις και στον "Τρίτο Κόσμο". Βιώνονται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το ποιες καταπιέσεις έχει να αντιμετωπίσει κανείς, ποιες θα μπορούσε να ασκήσει ή να χρησιμοποιήσει προς όφελός του και κυρίως ανάλογα με το αν μάχεται κανείς εναντίον τους ή όχι. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ο διαχωρισμός τους αλλά η συνάρθρωσή τους. Καμιά τους δεν είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένη από την άλλη. Όλες μαζί συγκροτούν μια ενιαία πραγματικότητα.
Δεν είναι άσχημη ιδέα το να παρομοιάσουμε την κυριαρχία με ένα είδος διχτυού. Οι βρόχοι του μπορεί να είναι μεγαλύτεροι (μητροπόλεις) ή μικρότεροι ("Τρίτος Κόσμος"). Τα νήματά του μπορεί να είναι παλιότερα (πατριαρχία) ή πιο καινούργια (καπιταλισμός), πιο στέρεα (όπως στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες) ή πιο εύθραυστα (όπως π.χ. στην Κεντρική Αμερική). Τα νήματα διαπλέκονται μεταξύ τους με διαφορετικούς τρόπους (οι ρατσισμοί συνδέονται με τον καπιταλισμό διαφορετικά από ό,τι η πατριαρχία κ.λπ.) και το δίχτυ επισκευάζεται και ανανεώνεται από πολλούς (κεφάλαιο, κράτος, λευκούς, άντρες) για να παγιδεύσει μέσα του άλλους-άλλες (γυναίκες, μαύρους,
εργάτες) που προσπαθούν να το καταστρέψουν όπως μπορούν.Αυτή η αναπαράσταση της κυριαρχίας σαν ένα είδος διχτυού -αναπαράσταση που δεν παραπέμπει στην ύπαρξη μιας και μοναδικής κεντρικής αντίθεσης- θίγει επίσης το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου. Αν αυτό δεν μπορεί πλέον να συναχθεί από μια διττότητα, από την κεντρικότητα και την πρωτοκαθεδρία ενός αγώνα, τότε επίσης καμιά ομάδα καταπιεσμένων δε μπορεί να κατέχει μια προνομιούχα θέση πρωτοπορίας.
[…]
Είναι φανερό ότι πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης. Όμως το πώς πρέπει να διεξαχθεί αυτός ο αγώνας εξαρτάται από την αναγνώριση του ιδιαίτερου τρόπου συνάρθρωσής τους. Ο αγώνας ενάντια σε μια συνιστώσα της καταπίεσης είναι πολύ πιθανό να ανοίξει τρύπες στο δίχτυ της κυριαρχίας σε άλλα σημεία (όπως π.χ. έγινε με την απεργία των βρετανών ανθρακωρύχων στην οποία αυτοοργανώθηκαν επίσης και οι γυναίκες τους), είναι όμως εξίσου πιθανό το δίχτυ να σφίξει σε άλλα σημεία εξαιτίας ενός λανθασμένου ή ημιτελούς αγώνα (π.χ. οι εργατικοί αγώνες στρέφονται συχνά ενάντια στις γυναίκες ή τους μαύρους που "ρίχνουν" τα μεροκάματα).
Ο κίνδυνος ενός λανθασμένου ή ημιτελούς αγώνα είναι ένας λόγος να εγκαταλείψουμε τον πολιτικό εφησυχασμό και εγωκεντρισμό. Η Τζούλιετ Μίτσελ διατύπωσε αυτή την άποψη ως εξής:
"Μια εκμεταλλευόμενη τάξη, μια καταπιεσμένη ομάδα δε μπορεί να αποκτήσει κανενός είδους πολιτική συνείδηση εάν δεν έχει αναγνωρίσει τις σχέσεις ανάμεσα σε όλες τις τάξεις και ομάδες αυτής της κοινωνίας. Με το να στρέφεται στον εαυτό της δε θα μπορέσει ποτέ να κατακτήσει αυτή τη συνείδηση."
[...]
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κλάους Βίχμαν: ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ, ΣΕΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ
(με βάση το διάλογο πολιτικών κρατουμένων)
Αντιεξουσιαστικές γυναικείες εκδόσεις, Αθήνα 1992.
*