Ιστορικό Αναρχικό Δελτίο:
Τ
η μορφή του Μαρίνου Αντύπα την γέννησε η ριζοσπαστική, επαναστατική παράδοση της Κεφαλονιάς καθώς επίσης ο ιδρώτας και το αίμα των αγροτών στα λασποχώραφα της Θεσσαλίας.Ο Μαρίνος είδε το φως το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Πυλάρου στην Κεφαλονιά. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Σπύρου Αντύπα και της Αγγελίνας Κλαδά από το Αργοστόλι και είχε δυο μικρότερα αδέλφια.
Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και συμμετείχε ως εθελοντής στην Κρητική επανάσταση το 1897 όπου και τραυματίστηκε.
Η έντονη κριτική που άσκησε στο παλάτι για την έκβαση του πολέμου και οι φλογεροί του λόγοι τον έφεραν σε σύγκρουση με το καθεστώς.
Γι’αυτό διώκεται και φυλακίζεται για ένα χρόνο στις φυλακές της Αίγινας κάτω από βασανιστικές συνθήκες. Η υπ΄αριθ. 4176 διαταγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης δίνει αυστηρή εντολή: Να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μην συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς τα παραπάνω να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν “υπό άναλον δίαιτα”.
Μετά την αποφυλάκισή του, το 1900 επέστρεψε στην Κεφαλονιά. Άρχισε να εκδίδει την εφημερίδα “Ανάσταση” αλλά σύντομα αναγκάστηκε να την κλείσει.
Εκείνη την εποχή βοηθούσε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν μαραγκός και ξυλογλύπτης. Την ίδια εποχή, ο Μαρίνος, ο Μαρής όπως τον έλεγαν στα χωριά της Κεφαλονιάς, ίδρυσε το “Λαϊκό Αναγνωστήριο η ΙΣΟΤΗΣ” που έγινε το πνευματικό κέντρο του νησιού.
Το 1903 φεύγει για το Βουκουρέστι όπου βρίσκει το θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση, πλούσιο γεωπόνο τον οποίο έπεισε να έρθει στην Ελλάδα να αγοράσει κτήματα.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μαρίνος επιστρέφει στην Κεφαλονιά και εκδίδει ξανά την εφημερίδα Ανάσταση. Οι αρχές τον συλλαμβάνουν για τα άρθρα του αλλά στη δίκη αθωώνεται.
Το 1906 έλαβε μέρος στις εκλογές. Το κατεστημένο του νησιού συσπειρώθηκε εναντίον του και έχασε. Φεύγει για τον Πυργετό, στη Ραψάνη της Θεσσαλίας όπου ο θείος του μαζί με τον συμπατριώτη του Μεταξά είχαν αγοράσει στο μεταξύ ένα μεγάλο τσιφλίκι.
Εκεί αρχίζει να ασχολείται με το αγροτικό ζήτημα.
Οι προτάσεις του ήταν όπως πάντα ρηξικέλευθες, με αποτέλεσμα να γίνει πολύ αγαπητός στον λαό και πολύ μισητός στους γαιοκτήμονες.
Να σημειώσουμε πως από τα πανάρχαια χρόνια οι καλλιεργητές του θεσσαλικού κάμπου ήταν υπόδουλοι στους μεγάλους γαιοκτήμονες, όποια ονομασία και αν έφεραν: Μενέστες ή Πενέστες κατά την αρχαιότητα, δουλοπάροικοι κατά την εποχή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ραγιάδες επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, κολίγοι μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881 καθώς οι αποχωρούντες οθωμανοί μπέηδες κι αγάδες πούλησαν τα τσιφλίκια τους σε πλούσιους έλληνες αστούς (Σκυλίτση, Ζάππα, Ζωγράφο, κ.ά.).
Οι κολίγοι ζούσαν σε άθλιες καλύβες μέσα σε μεγάλη φτώχεια και η ζωή, η τιμή και η υπόληψή τους ήταν στη διάθεση του αφέντη. Οι προσπάθειες για να δοθεί η γη του κάμπου στους καλλιεργητές του συναντούσε την αντίδραση των πανίσχυρων τσιφλικάδων και οι κολίγοι των τσιφλικιών βρέθηκαν, την επόμενη της ενσωμάτωσης, σε δεινή θέση: Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, δεν καλύπτονταν πλέον από τις ισόβιες κολιγικές συμβάσεις, αλλά, με τη λήξη της αγρομίσθωσης,
μπορούσαν να εκδιωχτούν από τη γη που καλλιεργούσαν.Να σημειωθεί πως από τα 909 τσιφλίκια που υπήρχαν τότε στη χώρα τα 584 βρίσκονταν στη Θεσσαλία.Ανάμεσά τους ήταν και το τσιφλίκι που ανήκε άλλοτε στον Αλή Πασά το οποίο αγοράστηκε και πέρασε στα χέρια των Κεφαλονίτων Μ. Μεταξά, από την πλευρά του Πυργετού, και Γ. Σκιαδαρέση, με έδρα το Ομόλιο (Λασποχώρι), με συνολική έκταση 300.000 στρέμματα.
Ο Γ. Σκιαδαρέσης διόρισε επιστάτες τον Μαρίνο Αντύπα και τον Παναγιώτη Σκιαδαρέση. Με τον ερχομό του στην περιοχή, ο Αντύπας άρχισε αμέσως τη δράση ξεσηκώνοντας με τα κυρήγματά του τους κολίγους για να απαιτήσουν δυναμικά τη διανομή της γης σε αυτούς.
Στις ενέργειές του αυτές είχε την κάλυψη του θείου του και άρχισε να παραχωρεί στους κολίγους εκτάσεις για βοσκότοπους, για να χτίσουν σπίτια, τους αποδίδει το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε, εφαρμόζει τις αργίες, όπως της Κυριακής πριν καν καθιερωθεί από το κράτος (το 1910), χτίζει σχολεία για τα παιδιά τους, οργανώνει αγροτικούς συνδέσμους.
Οι αγρότες τον αγάπησαν αλλά οι τσιφλικάδες του κάμπου που απειλούνταν τα τεράστια συμφέροντά τους άρχισαν να ανησυχούν και στράφηκαν εναντίον του καταστρώνοντας σχέδια για την εξόντωσή του.
Οι τσιφλικάδες, σύμφωνα με την δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση, πλήρωσαν τον Γιάννη Κυριακού, επιστάτη στο τσιφλίκι Μ. Μεταξά, με 12.000 δρχ. για να σκοτώσει τον Μαρίνο.
Ο Αντύπας προαισθάνθηκε το τέλος του κι έλεγε στους αγρότες: “Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ΄ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας”.
Το βράδυ της 8ης Μαρτίου 1907 κι ενώ βρισκόταν στον Πυργετό, ο Αντύπας δέχθηκε πισώπλατα τη σφαίρα του δολοφόνου Κυριακού και πέθανε στην αγκαλιά του εξαδέλφου του Π. Σκιαδαρέση.
Ο θάνατός του προκάλεσε συγκίνηση σε όλη τη χώρα. Τάφηκε στο χώρο εκείνο που αγωνίστηκε. Οι αρχές κάλυψαν τον δολοφόνο του και τους ηθικούς αυτουργούς. Ο θείος του Γ. Σκιαδαρέσης, μετά το χαμό του πούλησε το τσιφλίκι κι έφυγε.
Όταν δολοφονήθηκε ο Αντύπας ήταν μόλις 35 χρόνων, πρόλαβε όμως να σπείρει στα χωράφια της Θεσσαλίας το σπόρο της ελευθερίας. Οι ιδέες και τ' όνομά του θα γίνουν οι σημαίες της αγροτιάς και τρία, μόλις, χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει η μεγάλη εξέγερση του Κιλελέρ.
Στις 20 Ιανουαρίου 1910 συγκροτήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην Πλατεία της Καρδίτσας, στο οποίο έλαβαν μέρος χιλιάδες αγρότες. Στις 7 Φεβρουαρίου έγιναν συλλαλητήρια στα Τρίκαλα, τη Λάρισα, το Βόλο, το Βελεστίνο, τα Φάρσαλα, την Καρδίτσα. Στις 27 Φεβρουαρίου συγκροτούνται νέα συλλαλητήρια στις θεσσαλικές πόλεις και στην Καρδίτσα ξεσπούν επεισόδια, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του αγρότη Χρήστου Σάλτα από το Ανώγι και τον τραυματισμό ορισμένων άλλων στο Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Στις 6 Μαρτίου, την ημέρα που τρία χρόνια πριν είχε δολοφονηθεί ο Αντύπας, οργανώνεται μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα. Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών θα έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο. Στη στάση στο Κιλελέρ οι κολίγοι που επιβιβάζονται μετά από διαταγή του διευθυντή των σιδηροδρόμων Θεσσαλίας αντιμετωπίζονται με τη δύναμη των όπλων
του στρατού, με αποτέλεσμα δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες.Το ίδιο συμβαίνει και στην επόμενη στάση του τρένου στο Τσουλάρ (σημερινή Μελία) όπου δύο ακόμη διαδηλωτές σκοτώνονται και πολλοί τραυματίζονται από πυροβολισμούς που ρίχνουν οι στρατιώτες μέσα από τα παράθυρα του τρένου. Η είδηση της αιματοχυσίας φτάνει στους συγκεντρωμένους διαδηλωτές στη Λάρισα όπου ξεσπούν συγκρούσεις και οι δυνάμεις καταστολής χτυπούν στο ψαχνό.
Μετά την εξέγερση και τη σφαγή των αγροτών στις 6 Μάρτη του 1910 η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη προχώρησε σε συλλήψεις και οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών.
Οι κυβερνήσεις όμως που ακολούθησαν στα επόμενα χρόνια, μπροστά στην απειλή νέων εξεγέρσεων προχώρησαν σταδιακά στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και μέχρι το 1955 το μεγαλύτερο μέρος της γης αποδόθηκε στους αγρότες.
Στις επόμενες δεκαετίες, στη θέση των παλιών τσιφλικάδων θα μπούν νέοι γαιοκτήμονες, οι έμποροι, οι αγροβιομηχανίες, οι τράπεζες, οι πολυεθνικές, κι γη θα αρχίσει να συγκεντρώνεται και να περνά στον έλεγχό τους ενώ ο αγροτικός πληθυσμός συρρικνώνεται ραγδαία.
Ο Μαρίνος Αντύπας δεν ήταν απλά ένας ρομαντικός ουτοπιστής όπως θέλουν να τον παρουσιάζουν, αλλά ένας εξεγερμένος άνθρωπος κι ένας οραματιστής της κοινωνικής απελευθέρωσης που μιλούσε απευθείας στις ψυχές των καταπιεσμένων κι εκμεταλλευόμενων ανθρώπων.
Και είχε το θάρρος να διακηρύσσει, φλογισμένος από το ασίγαστο πάθος της εξέγερσης, το όραμά του που ξεπερνούσε το αίτημα της απαλλοτρίωσης της γης στη Θεσσαλία κι αγκάλιαζε όλους τους καταπιεσμένους στα πέρατα του κόσμου:
“Είμεθα επαναστάται! Ούτος είναι ο τίτλος μας και δια τούτο καυχώμεθα! Ζητούμεν την παγκόσμιαν Ελευθερίαν - Ισότητα - Αδελφότητα. Ζητούμεν μιαν πατρίδα περιλαμβώνουσαν σύμπασαν την ανθρωπότητα. Μιαν τάξιν ανθρώπων την των εργαζομένων. Αναφωνούμεν: Ζήτω ο εις και μόνος άρχων λαός".
Ο Μαρίνος Αντύπας ήταν μια μεγάλη ιστορική πρόκληση για την εποχή του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως όταν επισκέφθηκε την Κεφαλονιά, λίγο πριν τη δολοφονία του, βάφτισε δύο κορίτσια που τους έδωσε στο ένα το όνομα Αναρχία και στο άλλο το όνομα Επανάσταση!
Γι’ αυτό δολοφονήθηκε, σε μια προσπάθεια να σταματήσει η θύελλα που ξεσήκωνε και γι’ αυτό είναι πάντοτε παρών, γιατί πάνω απ΄όλα έκφραζε το πανάρχαιο όραμα της ανθρωπότητας για ελευθερία, που όσο και να τσακίζεται και να πνίγεται στο αίμα αναδύεται ξανά μέσα από τις εξεγέρσεις των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων ανθρώπων απαιτώντας την πραγμάτωσή του.
Δημ. Ανδρουτσόπουλος
*