Αναρχικό Δελτίο, νο 40, Ιούλης 2006

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ

Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς, Φυλακές Κορυδαλλού, 5 Ιούνη

(...) Η σημερινή κοινωνία θεωρώ ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άμαξα σε προδιαγεγραμμένη διαδρομή, που οδεύει στην πλήρη αποκτήνωσή της. Τον ρόλο των επιβατών, των τροχών αλλά και των αλόγων, της κινητήριας δύναμης δηλαδή, τον παίζουμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι. Οδηγό της έχει το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού και συνοδηγό της ένα απρόσωπο και νεφελώδες κράτος. Ο δρόμος φυσικά δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα και άνθη αλλά με αίμα και ανθρώπινα κορμιά. Με άτομα ή ομάδες που θέλησαν είτε να αντισταθούν και να αλλάξουν αυτήν την ξέφρενη πορεία της, είτε να σταθούν εμπόδιο μπροστά της και είναι μεγάλος ο κατάλογος αυτών. Αντιφρονούντες, ανυπάκουοι, ανυπότακτοι, αριστεροί, αντιεξουσιαστές και αναρχικοί γεμίζουν αρκετές αιματηρές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας αυτής της διαδρομής. Κάπου ανάμεσα στις δύο τελευταίες ομάδες θεωρώ ότι ανήκω και εγώ.

(...) Το κράτος και το κεφάλαιο για να διατηρήσουν την ύπαρξή τους κατασκευάζουν σύγχρονους είλωτες που η σύγκρισή τους με τους αντίστοιχους Σπαρτιάτες δεν είναι καθόλου ατυχής. Ένα σύστημα που στο βωμό του κέρδους θυσιάζει αλόγιστα και με θρασύτητα ανθρώπινες ζωές. Φυσικά όπως προανέφερα ένας από τους βασικούς συνένοχους σε όλα αυτά είναι και η τράπεζα που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας νόμιμος τοκογλύφος και έχει μερίδιο ευθύνης για το μεγάλο πλιάτσικο που γίνεται σε βάρος της εργασίας των ανθρώπων.

Λαμβάνοντας υπόψιν λοιπόν τα παραπάνω καταλαβαίνουμε τον Μακί στην “Οπερέτα της Πεντάρας” του Μπρέχτ όταν ρωτά: “Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας;”. Αλλά ίσως και εμένα που, θέλοντας να αντισταθώ σε ατομικό επίπεδο (γιατί σε μαζικό όσοι με ξέρουν προσωπικά γνωρίζουν πως έχω συμμετάσχει όσο περισσότερο μπορούσα) στο μελλοντικό μου ζυγό, να ορίσω εγώ τις συνθήκες και την ποιότητα διαβίωσης μου, να ασκήσω έμπρακτα την άρνησή μου να “εργαστώ” αλλά και να παίξω τον ρόλο μιας ακόμα παραγωγικής μονάδας, ένας ακόμη τροχός της άμαξας, θέλοντας να επιτεθώ σε αυτό το τερατούργημα που ονομάζεται τράπεζα (μην έχοντας καμιά ψευδαίσθηση πως θα επιφέρω σημαντικά πλήγματα σε αυτό το οικονομικό οικοδόμημα), επιλέγοντας να χαράξω μια αξιοπρεπή διαδρομή μέσα στην ζωή, αποφάσισα να ληστέψω μια τράπεζα. Πράξη που τη θεωρώ ανάμεσα σε πολλές άλλες άκρως επαναστατική και διεκδικεί επάξια τον δικό της χώρο μέσα σε αυτές.

(...) Ξεκινώντας να αφηγηθώ γεγονότα, παίρνω ως αφετηρία την σκηνή όπου είμαι τραυματισμένος κάτω στην άσφαλτο από τα πυρά των μπάτσων και πλέον αναγκαστικά αφήνομαι στην “ζεστή” αγκαλιά του κράτους. Το καλωσόρισμα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό σαν εικόνα όπως θα είδαν οι περισσότεροι, αλλά και παραδειγματικό για αυτούς που σκέφτονται να δράσουν με παρόμοιο τρόπο.

Μια αγέλη κυνηγών με μπλε στολές, εγώ περιτριγυρισμένος στον ρόλο του πληγωμένου θηράματος, να δέχομαι φιλικές κλωτσιές που εκ των υστέρων έμαθα ότι ήταν στα πλαίσια του αφοπλισμού μου αλλά και κουβέντες του στυλ “σας γαμήσαμε ρε!” ή “είσαι μάγκας τώρα ρε πούστη;!” και άλλα τέτοια γενναιόψυχα σχόλια. Οι χειροπέδες πισθάγκωνα παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ ή να ανασάνω έχοντας σφαίρες στα πνευμόνια, στο συκώτι και τον αγκώνα, απλά συμπληρώνουν το όλο σκηνικό. Αυτά τα αναφέρω χωρίς κανένα ίχνος πίκρας, παραπόνου ή απογοήτευσης γιατί έτσι και αλλιώς δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από τους εχθρούς μου στην περίπτωση που θα έπεφτα στα χέρια τους. Ούτως ή άλλως παρόμοιες συμπεριφορές έχουν επιδείξει σε λιγότερο “επικίνδυνους” κακοποιούς, και ενδεικτικά θα επαναφέρω εικόνες, όπως οι συλλήψεις διαδηλωτών, μεταναστών, ή σε πογκρόμ σε καταυλισμούς τσιγγάνων και πολλά άλλα. Τα αναφέρω όμως γιατί κατά ένα τραγικό και παράλογο τρόπο αυτοί είναι που στη δίκη μου θα έρθουν ως υπερασπιστές και τιμητές της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας ενώ εγώ θα έχω το ρόλο του ανήθικου, του σκληρού, βίαιου και στυγνού εγκληματία.

(...) Μοναδικό σκοπό πιστεύω όλα αυτά είχαν να με ταπεινώσουν, να χάσω κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και γενικώς να εμπεδώσω το γεγονός ότι πλέον ήμουν στα χέρια τους αιχμάλωτος και δεν είχα πια κανένα δικαίωμα. Καταστάσεις που με οδηγούσαν να σκέφτομαι το νοσοκομείο και τις φυλακές Κορυδαλλού ως παραδείσους ψυχικής και νοητικής ηρεμίας.

Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να μεταβώ στις φυλακές Κορυδαλλού, είδαμε όλοι μας πιστεύω μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια των διωκτικών αρχών να κατασκευάσουν ενόχους με μοναδικές ενδείξεις ότι ανήκουν στο φιλικό μου περιβάλλον αλλά και στον αναρχικό χώρο. Είμαι σίγουρος πια ότι το χορό των προσαγωγών-απαγωγών, της δημοσιοποίησης ονομάτων και εκδόσεων ενταλμάτων, τον ξεκίνησε η εύρεση κάποιων προσωπικών φωτογραφιών μου, κλήσεις από ή στο κινητό μου ή οποιοδήποτε έγγραφο που αποδείκνυε την φιλική σχέση που είχα με αυτά τα άτομα. Θέλω να εκφράσω την αλληλεγγύη μου σε όλους αυτούς.

(...) Το ότι το κράτος και τα σκυλιά του χρόνια τώρα έχουν πάγια τακτική να σπιλώνουν πρόσωπα, να διογκώνουν δικογραφίες, να κατασκευάζουν ενόχους, να οργανώνουν δίκες παρωδίες και γενικώς με κάθε είδους μεθοδεύσεις να επιδεικνύουν μίσος και εκδικητικότητα σε όσους αντιστέκονται είναι γνωστό. Ένα ερώτημα προκύπτει όμως λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν μας όλα τα παραπάνω. Τι αντιμετώπιση και ποιες μεθόδους θα εφαρμόσει πάνω τους το κράτος σε περίπτωση που συλληφθούν ή παρουσιαστούν αυτοβούλως οι τρεις σύντροφοι, ώστε να αποσπάσει μια ομολογία τους για να τους παραπέμψει σε δίκη αλλά και πώς τελικά θα διασφαλιστεί μια “δίκαιη δίκη” για όποιον φτάσει σε αυτή τη διαδικασία;

Τελειώνοντας ένα έχω να πω σε όλους αυτούς που σχεδιάζουν την φυσική, ηθική και πολιτική εξόντωσή μας και να το βάλουν καλά στο μυαλό τους: Όσα βρώμικα και ανήθικα μέσα και να χρησιμοποιήσουν, όσο και να μας κυνηγήσουν και να μας φυλακίσουν, ποτέ δεν πρόκειται να μας εξουθενώσουν και να μας δαμάσουν. Γιατί το ΔΙΚΙΟ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΙ. (...)

 

*