Γαλλία: Μα πού πήγε το πραγματικό Κίνημα;
(...)
Νομίζω ότι την παρούσα στιγμή υπάρχουν, πρακτικά, δύο δυνατές υποθέσεις εργασίας. Η μία είναι αυτή που αναδεικνύεται στο ‘εθνικό συντονιστικό’ και στις γενικές συνελεύσεις. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την υπόθεση ‘αριστερίστικη-επαναστατική’. Αυτή η υπόθεση αρθρώνεται γύρω από ένα σχήμα με δύο αιχμές: τη γενική απεργία που καλείται από τα συνδικάτα, και την κοινή γνώμη. Η λογική που την διέπει είναι απλή. Προκειμένου τα συνδικάτα να καλέσουν σε απεργία, πρέπει να δείξουμε τη δύναμη της φοιτητικής κινητοποίησης: να οργανώνουμε μεγάλες συγκεντρώσεις, να αυξάνουμε τις φοιτητικές απεργίες. Τα συνδικάτα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να μοιραστούν τα αιτήματά μας: επομένως, χρειαζόμαστε μια πλατφόρμα με την οποία να μπορούν άμεσα να ταυτιστούν. Τέλος, τα απλά μέλη των συνδικάτων πρέπει να έχουν την αίσθηση ότι αυτή η μάχη μπορεί να κερδηθεί: επομένως, πρέπει να προσφέρουμε στην κοινή γνώμη μια ξεκάθαρη εικόνα του κινήματος, να το καταστήσουμε κατανοητό μέχρι και στους μεγαλύτερους ηλίθιους, να διαδηλώνουμε με υπευθυνότητα αναφορικά με τη βία και τα αιτήματα που διατυπώνονται. Άρα, πρέπει να φροντίσουμε για την εκτεταμένη πληροφόρηση των εργατών, στους σταθμούς, στις πύλες των επιχειρήσεων, με ένα ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ μήνυμα, ώστε να μπορέσουν να ενωθούν μαζί μας. Άρα, επίσης, σε συμφωνία με αυτή τη στρατηγική, που εκφράστηκε με σαφήνεια αρκετές φορές στο τελευταίο συντονιστικό: χρειάζεται να δοθεί στο κίνημα μια ισχυρή ηγεσία, μια ‘πραγματική κατεύθυνση’ ώστε τα συνδικάτα και τα μέλη τους να γνωρίζουν προς τα πού πηγαίνει, ώστε οι δημοσιογράφοι να έχουν κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους με τους οποίους να μιλάνε.
(...)
Η δεύτερη υπόθεση, από την πλευρά της, δεν αναδεικνύεται στα συντονιστικά, αν και αφήνει τα ίχνη της και εκεί. Είναι η εξής: στην παρούσα κατάσταση, η δύναμη του κινήματός μας εξαρτάται από αυτά που συμβαίνουν στο δρόμο και στις καταλήψεις, είναι ακριβώς αυτή η αναταραχή που προκαλεί το φόβο και η οποία θα μπορούσε, μέσω της διάδοσής της, να ανοίξει νέες δυνατότητες. Αυτή η αναταραχή έχει καταρχήν το χαρακτήρα ενός λόγου που ξετυλίγεται. Αρχίζουμε να μιλάμε ξανά για την πολιτική, να συζητάμε τι σημαίνει να ζει κανείς σε αυτόν τον κόσμο σήμερα. Μοιραζόμαστε τις ανταρσίες μας, το θυμό μας, τις αρνήσεις μας. Κάποιες φορές καταρτίζονται προγράμματα, λιγότερο ή περισσότερο εξωφρενικά. Αυτή η τάση έκανε την εμφάνισή της ακόμη και στο συντονιστικό, με τα 70 αιτήματα που ψηφίστηκαν στις συνελεύσεις, που οι (φοιτητές) συνδικαλιστές δεν ήξεραν τι να τα κάνουν. Για να χρησιμοποιήσω το λεξιλόγιό τους, η βάση είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτικοποιημένη: μετά από αρκετές εβδομάδες διαμαρτυριών, δεν περιοριζόμαστε πια σε μια απλή άρνηση του CPE αλλά, συχνά με τρόπο ρητό, αρνούμαστε τον κόσμο όπως εξελίσσεται σήμερα. Οι συζητήσεις στο περιθώριο των συνελεύσεων, στις καταλήψεις, στα κενά διαστήματα μεταξύ των απεργιών, φέρνουν στο προσκήνιο ελπίδες για μια ριζική αλλαγή. Βλέπουμε την επιστροφή, μετά από μακρά απουσία, της ιδέας ότι είναι στο χέρι μας να φτιάξουμε αυτόν τον κόσμο. Και, παράλληλα με αυτό, εφευρίσκονται τα μέσα. Γίνονται συμβολικές πράξεις με μεγαλύτερες ή μικρότερες αδυναμίες, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να συγκεντρώσουν μαζί μερικά χρήματα, ανακτούν τρόφιμα από αγορές και σούπερ-μάρκετ για να εφοδιαστεί η κατάληψη, εξοπλίζονται για τις συγκρούσεις, μαθαίνουν πώς να προσέχουν τους εαυτούς τους, να φροντίζουν για τους άλλους, μαθαίνουν να εκφράζονται δημόσια, να κάνουν πράγματα. Δημιουργείται έμπρακτη αλληλεγγύη, και καταλήγουμε να αποδίδουμε αξία στην πάλη λιγότερο για την αφορμή από την οποία ξεκίνησε και περισσότερο για τις στιγμές που μας επέτρεψε να ζήσουμε, το χρόνο που αναδύθηκε, τις ελπίδες που μοιραζόμαστε. Οι άνθρωποι νιώθουν μέσα τους ότι κοχλάζουν, και αρχίζουν να οργανώνονται. Καταλήγουμε να λέμε στους εαυτούς μας ότι μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς να περιμένουμε κατ’ ανάγκη την πλήρη υποστήριξη όλων των υπολοίπων, ότι μπορούμε να μιλήσουμε με τρόπο αυθεντικό έξω από τις επίσημες συζητήσεις και τις γενικές συνελεύσεις.
Αυτή τη στιγμή σχηματίζεται η δύναμη αυτού του ξεχειλίσματος. Η ζωτικότητα των δράσεων που βασίζονται στα συνδικάτα εξαντλείται, δεν έχουμε πια διάθεση για ευγενικές συγκεντρώσεις ούτε για έξυπνα τραγούδια που πλέον δεν αρκούν. Δε θέλουμε πια συνθήματα που έχουν επαναληφθεί χίλιες φορές ούτε φυλλάδια που έχουν διανεμηθεί άλλες τόσες. Δε μας ενδιαφέρουν πια οι λεπτομέρειες που οδήγησαν στην επιλογή μιας συγκεκριμένης διαδρομής. Άρα, προφανώς, τα πράγματα εκφυλίζονται, όπως συνηθίζουν να λένε. Τα λόγια γίνονται πιο ουτοπικά, οι πράξεις γίνονται πιο αποφασιστικές. Οι όμορφες, πειθαρχημένες διαδηλώσεις κατακερματίζονται, τα ανεπίσημα τυπωμένα φυλλάδια πολλαπλασιάζονται. Τα πράγματα αρχίζουν να κατευθύνονται προς το ανεξέλεγκτο.
Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα. Ανάμεσα σε δύο υποθέσεις που μπόρεσαν να συνυπάρξουν για μια στιγμή, αλλά που τώρα θα πρέπει να συγκρουστούν. Το εθνικό συντονιστικό στην Aix αξίωσε τον περιφανή τίτλο του συντονισμού του φοιτητικού κινήματος. Ωστόσο, δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο εκείνη την πλευρά του κινήματος που βασίζεται στα συνδικάτα, την ομαλή, την καθαρή και πειθαρχημένη, την ΑΞΙΟΠΙΣΤΗ πλευρά του. Τίποτα παραπάνω από αυτό. Αποτελεί απλώς την κορύφωση της κυριαρχίας της αρχής της ενοποίησης φράσεων και πράξεων-κλισέ μέσα στις γενικές συνελεύσεις, του προέδρου που γράφει τη λίστα των εγγεγραμμένων συμμετεχόντων, της θέλησης να επιτευχθεί η γενική απεργία μέσω των συνδικάτων, αποδεικνύοντας ότι ανταποκρινόμαστε στα στάνταρ που θέτουν τα συνδικάτα. Το πραγματικό κίνημα, από τη μεριά του, δεν είναι ρεαλιστικό, είναι ανεύθυνο, ποικιλόμορφο, πηγαίνει πέρα από όλα αυτά. Η οργή του είναι πολύ μεγάλη για να ικανοποιείται με μετριοπαθή, μουντά συνθήματα και πειθαρχημένες διαδηλώσεις. Δεν εμφανίζει καλή εικόνα στα μίντια, του αρέσει να σκαρώνει, να οργανώνει δράσεις, να λέει στον εαυτό του ότι αυτό δεν είναι παρά μόνο το ξεκίνημα, και ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του.
Το πραγματικό κίνημα οργανώνεται
Δεν μπορεί ακόμα να γίνει καμία πρόβλεψη. Υπάρχουν ήδη συγκρούσεις στους δρόμους, και τα πράγματα παίρνουν μια ριζοσπαστική πολιτική στροφή σε ορισμένες γενικές συνελεύσεις. Δεν ξέρουμε πόσο επιτυχημένες θα είναι οι προσπάθειες των συνδικαλιστών και των αριστεριστών που επιχειρούν τη ‘συντροφική περιχαράκωση’ (στΜ: encamaradrement - λογοπαίγνιο με τις λέξεις encadrement = περιχαράκωση και camarade=σύντροφος), προσπαθώντας να λογοκρίνουν τον πολιτικό χαρακτήρα του κινήματος που βοήθησαν να εκδηλωθεί. Προτείνουμε εδώ μια υπόθεση: αν υπάρξει γενική απεργία ή γενικευμένος αποκλεισμός (blocage), αυτό θα γίνει πάνω από όλα επειδή, στους δρόμους και στις καταλήψεις, οι νεολαίοι – είτε αυτοί που προέρχονται από τα προάστια είτε από το κέντρο των μεγαλουπόλεων – αρχίζουν να αυτοοργανώνονται, να σκέφτονται και να μιλούν δυνατά, μακριά από τα μεγάφωνα και τα φορτηγάκια που μεταφέρουν τα ηχοσυστήματα στις διαδηλώσεις.
Η καταστροφή είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό παρούσα σε αυτόν τον κόσμο, ώστε δεν μπορεί (αυτός ο κόσμος) να μην αρχίσει να δείχνει ότι ραγίζει. Η ανάγκη για εξέγερση είναι τόσο μεγάλη, και την μοιραζόμαστε σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε δεν είναι δυνατό να μην αναδυθεί το πραγματικό κίνημα.
Το παραπάντω κείμενο είναι μέρος ενός κριτικού απολογισμού από έναν εκπρόσωπο της Σορβόννης στο “Εθνικό Συντονιστικό των Φοιτητών” που συγκαλέστηκε στις 25-26 Μάρτη 2006 στην Aix-en-Province.
Μετάφραση από Χ. και Τζ., δημοσιεύτηκε στις 6 Απρ. 2006 στο Athens Inymedia
*