Γράμμα του Ζαν-Μαρκ Ρουγιάν στον Ζιλ Μπονό
Ζαν-Μαρκ Ρουγιάν*
Ecrou 10 137 a 3G 19
Φυλακές Godets
BP 24
03401 Yzeure
*Ζιλ Μπονό
με την ευγενική φροντίδα του ταχυδρομείου
Τελευταία γνωστή διεύθυνση :
Συνεργείο αυτοκινήτων επί της οδού Jules Valles
94600 Choisy- le- Roi
Τετάρτη 14 Γενάρη 2004
Αγαπητέ Ζιλ,
Έπρεπε να σου γράψω εδώ και πολύ καιρό! Οι μέρες περνούν, το ίδιο και τα χρόνια... Η ζωή του εξεγερμένου είναι γεμάτη περιπέτειες, αλλά και αυτοσχεδιασμούς. Ξέρεις τι εννοώ... Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, η υπόσχεση ενός εφήβου, η ευχή ενός αγοριού που δεν έχει ακόμα διαγράψει την πορεία της καταφέρνει στο τέλος να βρει το δρόμο της. Και τώρα που είμαι δια βίου φυλακισμένος, με λίγα λόγια ένας ισοβίτης καριέρας, μουτζουρώνω μερικές σελίδες που τις αποκαλούν λογοτεχνικές για να περάσω τον καιρό μου -αφού ο λόγος ύπαρξης των "τιμωρημένων" είναι να μετρούν το χρόνο με το θλιβερό ροζάριο των έγκλειστων. Και να σκεφθείς ότι την περασμένη βδομάδα
Παρόλα αυτά, δεν είμαι ένθερμος οπαδός των εμπρηστών που κυκλοφορούν με ακριβά καπέλα και ρεντιγκότες.
Στα σαλόνια της διαμαρτυρίας, τα οποία είναι γεμάτα ιδεολογικές ταμπέλες τόσο μεγάλες που σέρνονται καταγής σαν κουρέλια και απορροφούν σα σφουγγαρόπανα τα απόνερα των υπονόμων, πάντοτε προτιμούσαν τους επαναστάτες άλλων εποχών. Ή ακόμα κι εκείνους άλλων ηπείρων, ιδίως αυτούς που βρίσκονται στις τροπικές νοτιοαμερικάνικες σιέρρες. Οι ταρτούφοι μεταμφιέζονται για να μη χρειαστεί να υποστηρίξουν τους επαναστάτες που μάχονται εδώ, για να μη χρειαστεί να διακινδυνεύσουν ποτέ τίποτα, για να παρακάμψουν τα ερωτήματα σχετικά με τη δική τους παραίτηση, την αιώνια χλιαρότητά τους, την ύπουλη προδοσία τους που στάζει καθημερινά δηλητήριο.
Ζιλ, τι τιμές σου αποδίδουν ακόμα και σήμερα!
Είσαι ο μόνος που δε διεκδικούν οι πολιτικάντικες ακαδημίες οι οποίες στήνουν γύψινα αγάλματα στους ένδοξους προγόνους. (...)
- Να γράψεις για το Μπονό; Γιατί όχι και για το Ραβασόλ! Θέλεις ακόμα να παίζεις το ρόλο του προβοκάτορα; Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα βγεις ποτέ από τη φυλακή... Σκέφτεσαι τι θα γίνει με την υπό όρους αποφυλάκισή σου;
Στο μυαλό μου ηχεί η κραυγή του γερο-Φερέ
1: "Προκαλώ τον έρωτα και την επανάσταση! Ναι, είμαι ένας μεγάλος προβοκάτορας!" Ο σκύλος. "Είμαι ένας σκύλος!" Είναι ένα τραγούδι του ’69, νομίζω. Κάθε φορά που το ακούω, ξαναβλέπω το σπιτάκι στην Τουλούζ, εκεί που ζούσαμε ο Ενρίκ, ο Μάριο και οι υπόλοιποι σύντροφοι της αυτόνομης ελευθεριακής ομάδας "Vive la Commune de 1871" ("Ζήτω η Κομμούνα του 1871")... Όπως κι εσείς, λίγες δεκαετίες νωρίτερα, στους κήπους της Ρομενβίλ."Ο Ρεημόν έγραφε την εφημερίδα, ο Καρούι την τύπωνε... Ο Γκαρνιέ
2 ασχολούνταν με τον κήπο."Κι εμείς επίσης επαναστατούσαμε από τα βάθη της καρδιάς μας πλάι στην οδό Negreneys - τη "Μαύρη νύχτα" στη γλώσσα του Οκ
3. Αυτή η ονομασία μας ταίριαζε γάντι, ταίριαζε απόλυτα με τα πρώτα μας ελεύθερα βήματα. Έξω από την κοινωνία. Αφού όλοι μας θέλαμε να είμαστε έξω από αυτή την κοινωνία που αμφισβητούσαμε με μια ριζοσπαστική αρνητικότητα. Κι όπως έλεγε ένας φιλόσοφος της εποχής, η κίνηση της άρνησης είναι διττή και ταυτόχρονα ενιαία : είναι αδύνατο να κατανοήσεις την καθημερινότητα χωρίς να την αρνηθείς. Είναι αδύνατο να τη γνωρίσεις μέχρι τέλους χωρίς ν'αγωνιστείς για να την αλλάξεις4.Πόσο γελούσαμε τότε! Πόσο απλά μας φαίνονταν όλα!
Ζούσαμε την περιπέτεια ενός μικρού πειρατικού που πλέει δίπλα στην ακτή.
Εγκαταλείπαμε τις ορδές των παραιτημένων και το σκλαβωμένο χρόνο τους.
Κάθε μέρα είχε τη δική της χαρά: έναν εμπρησμό, μια διαδήλωση, μια σύγκρουση με τους μπάτσους. Και τη νύχτα, αφισοκολλήσεις, συζητήσεις, μικροδιαρρήξεις της επιβίωσης...
Και τώρα μου ζητάτε να γράψω σε μια ποιητική γλώσσα με προστιθέμενη αξία, θέλετε να υιοθετήσω μια γραφή χρηστών ηθών που πουλιέται με το μέτρο σαν ύφασμα ή σαν τις λαμπάδες της Λούρδης
5.Ένα δράμι δουλικής ποίησης για τις δείνα εκδόσεις.
- Άκου παιδί μου, δε μπορείς ν'αποφεύγεις για πολύ καιρό τις εξηγήσεις σχετικά με το τρομοκρατικό παρελθόν σου.Αυτό το είδος ηλιθιότητας επέχει θέση απειλής, αναθέματος. - Η συγγραφή είναι μια σοβαρή τέχνη, ένα έντιμο επάγγελμα!
"Πώς; Να διαβάσω το βιβλίο ενός δολοφόνου! Για ποια με περάσατε;" ούρλιαξε η κυράτσα, η ντυμένη σε στυλ Σανέλ, που στα νιάτα της έγραψε μια απίθανη οικονομική μελέτη, προκαλώντας αίσθηση στους γκετοποιημένους κύκλους των αστών. Τι μου λες! Είχε καταφέρει να εξηγήσει τα πάντα χωρίς ν'αναφερθεί έστω και με μια γραμμή στην ύπαρξη του προλεταριάτου, στην ανθρωπότητα των εκμεταλλευόμενων που ματώνουν μέχρι την τελευταία ικμάδα της εργατικής τους δύναμης, στον οικονομικό τρόμο των ζωντανών-νεκρών που ξεθεώνονται στη δουλειά στους δρόμους της Μανίλας, του Σάο Πάολο, του Λάγος.
.. και στην αδελφική τους μιζέρια που κρύβεται πίσω από τους εφήμερους ήλιους των μητροπόλεων.Και να σκεφτείς ότι σήμερα οι αφεντικίνες επιδίδονται στη μελέτη της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης.
Ναι! Λέξεις δολοφόνου, λέξεις δολοφονικές! Λέξεις και όπλα σκοτώνουν το ίδιο. Και οι δίδυμες καρδιές τους πάλλονται μέχρι το νόμιμο έγκλημα, τη βασιλοκτονία, την τυραννοκτονία, το φόνο του αφέντη, του ισχυρού... Λέξεις που ρίχνουν τις μάσκες και μιλούν γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από την κωμωδία της καθημερινότητας.
(...)Και η φωνή του Λεό επανέρχεται σαν την παλίρροια
Όπλα, όπλα, όπλα
Και ποιητές στην υπηρεσία της σκανδάλης
Ανάβουν τα τελευταία τσιγάρα
Στο τέλος ενός γαλλικού στίχου που λάμπει σα δάκρυ
Ακριβώς, η ποίηση είναι η τέχνη του ατόφιου.
Είναι αυτή που παραμένει ανυπότακτη, όταν η τάξη του διαφανούς έχει υποτάξει όλα τα άλλα είδη λόγου. Όταν οι λέξεις έχουν προσεκτικά απολυμανθεί και στολιστεί σα μαρκησίες της αυλής, αφού θα καταλήξουν στο κρεβάτι του πρίγκηπα, όσο κι αν αυτό τις τρομάζει, και θα παραστήσουν τις σεμνές, θα υποκριθούν ότι έχουν αρετές που έχουν χάσει από καιρό στο βούρκο του συμβιβασμού και της εκπόρνευσης. Η ποίηση ή είναι ασυμβίβαστη ή δεν είναι τίποτα. Ή τουλάχιστον τίποτα το σπουδαίο... Λίγα φράγκα και μερικές κολακείες συναδέλφων δανεισμένες από δημοσιογραφικά σημειωματάρια.
Οι λέξεις μου, αν αναπνέουν, δεν είναι για να συρθούν, αλλά για να μιλήσουν. Κι αυτά που λέω, δεν αρέσουν σε όσους θάθελαν να σωπάσω. Αφού, στην περίπτωσή μου, θάπρεπε να αποδεχτώ το ρόλο του θύματος που έχει κάθε λόγο να μην κάνει τίποτα πια, να μην εξεγείρεται ή τουλάχιστον να χρησιμοποιεί λέξεις κουφές και τυφλές που περιέργως έχουν χάσει τη μουσικότητά τους.
Θάθελαν να γίνω ένα υπόδειγμα καλού μετανοημένου στην κοινωνία.
Τους έχω γραμμένους και φωνάζω το όνομά σου, τα ονόματά σας, σύντροφοι "εποχούμενοι ληστές", όπως σας αποκαλούσαν. (...) Αν γράφω σ'εσένα, Ζιλ, τον πιο γνωστό απ'όλους σας - αν και δεν υπάρχει αρχηγός στην ελεύθερη ένωσή σας, στο αναρχικό σας αντάρτικο - απευθύνομαι στην πραγματικότητα σε όλους σας
.Έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι από αυτούς που τσιγκουνεύονται την αλληλεγγύη τους. Ούτε κρύβω τις διαφορές μας. Διαβάσατε Μπακούνιν και Μαλατέστα. Κι εγώ το ίδιο. Μετά γνώρισα το Μαρξ. Διάβασα τα πλήρη έργα του, όπως λένε οι αναλυτές της επανάστασης στα λόγια. Σας θεωρώ πάντοτε συντρόφους μου, συντρόφους μου στη φωτιά και το μπαρούτι, αδελφούς, τους μεγάλους μου αδελφούς, λίγο μεγαλύτερους στην ηλικία από μένα. Ανήκουμε στο ίδιο στρατόπεδο, το στρατόπεδο της εξέγερσης ενάντια στη δικτατορία των αστών, αποικιοκρατών χθες, ιμπεριαλιστών σήμερα. Οι βρικόλακες γλύφουν πάντοτε το αιματηρό μερίδιό τους στη μιζέρια του κόσμου, γεμάτοι καλά αισθήματα, αισθήματα εκπολιτισμού, υποκρισίας ή απροκάλυπτου ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Οι λέξεις τους, όταν μιλούν για μας, είναι πάντοτε διαποτισμένες από την ιδέα υπεράσπισης της τάξης, είναι οι πιο ένθερμοι κόλακες αυτής της τάξης. Εξαπατούν μέσω του εμπορεύματος. Κι η δυσφήμηση εκ μέρους των διαλαλητών της τάξης είναι ένα όπλο αυτού του συστήματος. Είπαν ψέματα για σας, όπως ακριβώς είπαν ψέματα και για μένα, για μας. Σας αποκάλεσαν μέχρι και "τραγικούς". Σίγουρα, η ιστορία σας είχε τη συγκίνηση αρχαίας τραγωδίας. Μοιάζατε πραγματικά με την Αντιγόνη της αρχαίας τραγωδίας, μόνο που κυκλοφορούσατε με De-Dion-Bouton
6. Όμως αυτά τα τσιράκια κρίνουν με βάση την ποταπότητά τους. Επειδή ληστέψατε τράπεζες και σκοτώσατε μερικούς μπάτσους, σας θεωρούν πιο τραγικούς από τον Πουενκαρέ 7 και τους υπόλοιπους κυβερνώντες που βύθισαν την Ευρώπη στη σφαγή του 1914-18. Πιο τραγικούς από τους σοσιαλιστές που χρησίμευσαν για την "κοινωνική καταδίκη" σας και οι οποίοι πρόδωσαν τα διεθνιστικά ιδεώδη προκειμένου να δικαιολογήσουν τον πόλεμο και να πάρουν θέσεις στα υπουργεία. Σας θεωρούν πιο τραγικούς από τους δικαστές που δίκασαν εντελώς συμβολικά τον δολοφόνο του Ζωρές. Πιο τραγικούς από τους δολοφόνους της Ρόζα Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λήμπκνεχτ, του Λεβινέ και των άλλων γερμανών επαναστατών 8...Μήπως η κατάσταση των Αφρικανών και των Κανάκ που ήταν φυλακισμένοι σα ζώα στο ζωολογικό κήπο της Βενσέν δεν ήταν τραγική; Μήπως σήμερα, με την ίδια επιείκεια, οι υμνητές του συστήματος δε βρίσκουν απόλυτα φυσικό τον εγκλεισμό στις φυλακές της Φρεσν δυστυχισμένων φτωχών - που η χώρα τους καταστράφηκε από τα σαγόνια του πιο ισχυρού - μόνο και μόνο επειδή δε διαθέτουν τα απαραίτητα χαρτιά για να είναι εκμεταλλεύσιμοι ως αναλώσιμα υλικά στη φονική μηχανή σας;
Ολέθρια λόγια της τάξης! Κάθε όρος είναι και μια μάχη. Και η πάλη των τάξεων διαποτίζει τις λέξεις, τις διαπερνά μέσω της απαρνημένης πραγματικότητάς της, μιας πραγματικότητας προγραμμένης, όπως είμαστε προγραμμένοι εσύ κι εγώ.
Όμως, ξέρουμε κι οι δυο ότι οι λέξεις δεν εξαντλούν αυτό που συνιστά τη δική μας άρνηση. Αμφισβητούμε το σύστημα κι επομένως υπερβαίνουμε την απλή διαμαρτυρία των λόγων. Χωρίς πράξη, η λέξη είναι ένα τίποτα. Χρειάζεται την αρμονία της γροθιάς στο τραπέζι, του ήχου της έκρηξης, του πυροβολισμού, γι αυτή τη μαγική κουζίνα που, την κρίσιμη στιγμή, συγκεντρώνει όλο το δυναμικό της ανυποταξίας μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jann-Marc Rouillan, Lettre a Jules, Agone 2004. Μετάφραση στα ελληνικά: Βερόη
* Ο J. M. Rouillan είναι αγωνιστής της Action Directe. Συνελήφθη το 1987 μαζί με τη Nathalie Menigon, τη Joelle Aubron και τον Georges Cipriani. Καταδικάστηκαν σε ισόβια. Τον Ιούνη του 2004, η Joelle Aubron αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας.
* Ο αναρχικός Ζιλ Μπονό (1876-1912), μηχανικός αυτοκινήτων, ήταν αρχικά συνδικαλιστής. Το 1911 ήρθε σ'επαφή με τους ιλλεγκαλιστές που συγκεντρώνονταν γύρω από την εφημερίδα "Αναρχία" της Ριρέτ Μαιτρζάν και του Κιμπάλτσις (Βίκτωρ Σερζ). Πρωτοστάτησε στην ομάδα των αναρχικών ληστών που έγινε γνωστή με το όνομά του, “συμμορία Μπονό”. Σκοτώθηκε μετά από συμπλοκή με την αστυνομία σ'ένα συνεργείο αυτοκινήτων στο Σουαζί Λε Ρουά.
*
>