(Αναρχικό Δελτίο, νο 25, Οκτώβρης 2003)

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ, Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Μια βιωματική καταγραφή από τους χώρους εργασίας του πρακτορείου διανομής τύπου "Άργος"

 

Για πάρα πολλές δεκαετίες, σχεδόν από τις αρχές του περασμένου αιώνα, η διακίνηση του Τύπου γινόταν από το "Αθηναϊκό Πρακτορείο Τύπου" (Π.Ε.Α.Τ.), καθώς κι από το μικρότερο "Νέον", αργότερα "Κεντρικό", επιχειρήσεις κερδοφόρες και κατά γενική ομολογία προσοδοφόρες για τους εργαζόμενους. Το 1999 συνέβη η μεγάλη, αν και αθόρυβη, ανατροπή των μέχρι τότε δεδομένων στη διακίνηση του Τύπου. Οι μεγάλοι εκδότες εφημερίδων-περιοδικών συνεταιρίστηκαν με σκοπό τη δημιουργία δυο νέων πρακτορείων αντί των παλιών, ελέγχοντας έτσι όλη τη διαδικασία κυκλοφορίας του Τύπου (Έκδοση - Εκτύπωση σε δικά τους πιεστήρια - Διανομή), αυξάνοντας τα κέρδη τους και παίρνοντας και τη γενναία επιχορήγηση της Ε.Ε. για το στήσιμο τέτοιων μονοπωλίων. Έτσι φτιάχτηκε η "Άργος" από τους Λαμπράκη, Τεγόπουλο, Imaco, Ανδρουλιδάκη κ.α., αρπάζοντας στελέχη και δουλειά από το "Αθηναϊκό" (το οποίο έκλεισε μετά από λίγους μήνες), καθώς κι η "Ευρώπη", στη θέση του παλιού "Κεντρικού", από τους Μπόμπολα, Αλαφούζο κ.α. Από τη μια μέρα στην άλλη ξεθεμελιώθηκε ένα καθεστώς δεκαετιών και ξαναστήθηκε στο "άρπα-κόλλα" σε νέες βάσεις από πλευράς ιδιοκτησιακού, τρόπου διανομής, εργασιακών συνθηκών κλπ. Ειδικά η "Άργος", το μεγαλύτερο από τα δύο πρακτορεία, χωρίς δικά της κτίρια, με δανεικά φορτηγά, δίχως καν άδεια πρακτόρευσης εντύπων, φέρνει περισσότερο σε τυπική περίπτωση "αρπαχτής", παρά σε μια επένδυση για τη βελτίωση της διακίνησης του Τύπου. Από την άποψη αυτή γίνεται κατανοητό γιατί μια τέτοια θεμελιακή αλλαγή σε ένα καθεστώς παραδοσιακό και αποκλειστικό στο χώρο του Τύπου πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων.

Εντύπωση βέβαια προκαλεί το ότι δεν υπήρξε καμιά αντίδραση κι από μεριάς του σωματείου υπαλλήλων στα πρακτορεία Τύπου. Θα υπέθετε κανείς ότι αυτή η αλλαγή ωφέλησε τους εργαζόμενους, συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο. Καταρχήν η θέση τους σε ένα επάγγελμα που ως τότε απέπνεε μια αίσθηση εξασφάλισης, κατέστη εντελώς αβέβαιη. Οι μεταθέσεις κι οι απολύσεις έγιναν περίπου ρουτίνα ενώ οι προσλήψεις γίνονται με δίμηνες συμβάσεις. Οι συνολικές αποδοχές τους μειώθηκαν δραστικά παρόλο που η δουλειά όλο και αυξάνεται. Οι υπερωρίες πληρώνονται στα μισά από όσο λέει ο νόμος. Η υπογραφή της σύμβασης εργασίας (αντί της γενικής του "υπαλλήλου γραφείου" που ισχύει) παραμένει ένα χρόνιο αίτημα του σωματείου, αποτελώντας το καρότο που κουνάνε οι διευθύνσεις στο σωματείο για να περνούν χωρίς αντίρρηση τις αποφάσεις τους, καθώς επίσης και την πρόφαση που επιστρατεύει το σωματείο προς τους εργαζόμενους για να αντλεί την όποια νομιμοποίηση της συγκαταβατικής στάσης που τηρεί, ευθύς εξαρχής, απέναντι στα νέα αφεντικά.

Έτσι οι εργαζόμενοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις πιο άθλιες συνθήκες εργασίας: 6 ημέρες (μάλλον νύχτες) εργασίας καθώς και την Κυριακή ("εθελοντικά"), 10-12 ώρες, τόνους κουβαλήματα, με συνεχή ατυχήματα, είτε μέσα σε χώρους επισφαλείς κι ακατάλληλους, είτε έξω στη βροχή ή το λιοπύρι...

Όλα αυτά βέβαια ισχύουν νόμιμα, με την άδεια του υπουργείου, αφού άλλωστε κι όσες καταγγελίες έγιναν στις επιθεωρήσεις εργασίας δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, είτε έγιναν οι αντίστοιχοι έλεγχοι είτε δεν έγιναν καθόλου, νομιμοποιώντας τελικά την υπάρχουσα κατάσταση. Από την άλλη μεριά και το σωματείο 4 χρόνια τώρα δεν έχει καλέσει ούτε σε μια ωριαία στάση εργασίας. Για την ακρίβεια, δεν στηρίζει καλά-καλά ούτε τις απεργίες της ΓΣΕΕ (χαρακτηριστικά, συνάδελφος που συμμετείχε σε τέτοια απεργία, πρώτα μετατέθηκε και μετά απολύθηκε χωρίς το σωματείο να αντιδράσει καθόλου). Ακόμα περισσότερο, το χειμώνα 2001-2002 που γίνονταν μεγάλες κινητοποιήσεις στον χώρο του Τύπου (σύσταση διασυντονιστικού από σωματεία συναφών κλάδων και απεργίες ενάντια στις απολύσεις στο συγκρότημα Λαμπράκη και με άλλα αιτήματα), το σωματείο αντί να συμμετέχει ενεργά, αλληλέγγυο σε εργαζόμενους με παρόμοια προβλήματα και ίδια αφεντικά, διεκδικώντας αγωνιστικά τα ιδιαίτερα αιτήματα του κλάδου, κράτησε μια στάση θεατή, στηρίζοντας ανόρεχτα κι υποκριτικά τις αποφάσεις του διασυντονιστικού και καταλήγοντας περίγελος για τους άλλους εργαζόμενους που βρίσκονταν σε φάση αγώνα. Έφτασε μάλιστα, η διοίκηση του σωματείου, στο σημείο να ακυρώσει αυθαίρετα απόφαση της γενικής συνέλευσης των εργαζομένων για απεργία, την ίδια περίοδο, χάνοντας κάθε ίχνος εμπιστοσύνης τους (ενδεικτικά, στις πρόσφατες εκλογές του σωματείου ψήφισε μετά βίας το 1/3 των εργαζόμενων). Με τέτοιες μεθόδους, ο επί 25ετίας (πρόσφατα απελθών) πρόεδρος του σωματείου κι οι διοικήσεις του (προσκείμενοι σχεδόν απόλυτα στο ΚΚΕ κι ακολουθώντας πιστά τις αποφάσεις του Π.Α.ΜΕ), στήριξαν, με τρόπο σκανδαλώδη, τις ενέργειες των μεγαλοεκδοτών, ανταμειβόμενοι από αυτούς προκαταβολικά! Συνέβη δηλαδή το εξής πρωτοφανές. Με την έναρξη της λειτουργίας των νέων πρακτορείων, ο γραμματέας και άλλα μέλη του τότε δ.σ. του σωματείου διορίστηκαν από τις εταιρείες σε θέσεις προϊσταμένων, κρατώντας τις για όλο το υπόλοιπο της θητείας τους. Συνεπώς, ενώ η θέση των εργαζόμενων χειροτέρευσε, η δική τους βελτιώθηκε, εκπροσωπώντας πλέον εκτός από τα συμφέροντα των εργαζόμενων έναντι των αφεντικών, συγχρόνως και τα συμφέροντα των αφεντικών έναντι των εργαζόμενων, κολλώντας σε όλο το σωματείο τη ρετσινιά του τσάτσου των εταιρειών. Και με τις συνδικαλιστικές πλάτες, λοιπόν, στήθηκε το εκδοτικό μονοπώλιο.

Σχετικά τέλος με το ρόλο των δημοσιογράφων σε ένα ζήτημα που αφορά στο χώρο του Τύπου, αυτός, εκτός από τη σιωπή και τη συγκάλυψη, αποκαλύπτεται γλαφυρά κι από ένα πρόσφατο περιστατικό. Λίγο μετά το εργατικό "ατύχημα" στη Σωληνουργία Κορίνθου και το θάνατο των 6 εργατών, τον Απρίλιο του 2003, στάλθηκε μια επιστολή στο "Έθνος" και την "Ελευθεροτυπία", περιγράφοντας με το απλό βλέμμα ενός εργαζόμενου στην "Άργος", τις άθλιες συνθήκες στα πρακτορεία, τα συχνά ατυχήματα και τη νομιμοποίησή τους από τις επιθεωρήσεις εργασίας. Η επιστολή δεν δημοσιεύτηκε. Επιμένοντας ο αποστολέας της βρήκε προσωπικά τον υπεύθυνο της στήλης αναγνωστών της "Ελευθεροτυπίας" (το δημοσιογράφο Γ. Στ. γνωστό κι από την αρθρογραφία του γύρω από τον ...αναρχισμό!) ο οποίος δικαιολογώντας πρόχειρα τον εαυτό του, υποσχέθηκε να τη δημοσιεύσει άμεσα. Αντί γι αυτό όμως, η επιστολή βρέθηκε, χωρίς να έχει δημοσιευτεί, στα χέρια της διεύθυνσης του πρακτορείου, με αποτέλεσμα ο εν λόγω εργαζόμενος να καλείται στα γραφεία και να του ανακοινώνεται η απόλυσή του. Γι αυτό το πρωτόγνωρο ρουφιάνεμα, ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος δηλώνει παντελή άγνοια και, συνταραγμένος μεν, ανίκανος δε να αντιδράσει από τη θέση που βρίσκεται, τον παραπέμπει στον αρχισυντάκτη Σ. Πολυμήλη. Εκείνος αποδέχεται την ευθύνη και για τη λογοκρισία και για τη ρουφιανιά, ψελλίζοντας με αμηχανία κάτι για τα επιχειρηματικά συμφέροντα του Τεγόπουλου και το μετοχικό κεφάλαιο της "Ελευθεροτυπίας" μέσα στην "Άργος"! (παραπέμποντας για πιο κυνικές επεξηγήσεις στον Δ. Αυγουστινιάτο, ανώτατο στέλεχος της εφημερίδας). Όχι μόνο λοιπόν η σιωπή και η συγκάλυψη, αλλά και η λογοκρισία κι η ρουφιανοτυπία αποτελούν πρακτικές της σύγχρονης δημοσιογραφικής δεοντολογίας που εφαρμόζουν τα τσιράκια των εκδοτών, ιδίως όταν θίγονται τα συμφέροντα των αφεντικών τους.

Αντιλαμβάνεται κανείς πώς ένα πολύπτυχο τοίχος προστασίας έχει υψωθεί γύρω από το μονοπώλιο των καρτέλ του Τύπου και τη λειτουργία των πρακτορείων τους. Κράτος κι επιθεωρήσεις εργασίας σε επίπεδο νομικής κάλυψης των επιχειρήσεων, το σωματείο σε επίπεδο διασφάλισης της εργασιακής ειρήνης και ο δημοσιογραφικός κόσμος σε επίπεδο κοινωνικής απόκρυψης του ζητήματος. Ασφαλώς ο Τύπος αποτελεί βασικό πυλώνα στήριξης του συστήματος, του οποίου η σαπίλα αναμφίβολα τον διατρέχει εγκάρσια, ούτως ώστε, με δεδομένη την ανυπαρξία αυτόνομης δράσης των εργαζομένων, όσο κι αν εντείνεται η εκμετάλλευση στα πρακτορεία Τύπου, η κατάσταση να συνεχίζεται αδιατάρακτη και το ζήτημα να ανακινείται πιθανώς μόνο στα πλαίσια μιας προεκλογικής αντιπαράθεσης για την αναδιανομή της κρατικής εξουσίας. Πίσω όμως από τις συγκυριακές αντιπαραθέσεις στα πλαίσια του συστήματος, πίσω από τα ωραία λόγια και τις προοδευτικές διακηρύξεις, ξεπροβάλλει η ουσία του θέματος, η συγκέντρωση του ελέγχου του Τύπου και των κερδών από την διακίνησή του στα χέρια των μεγαλοεκδοτών κι η ολόπλευρη θεσμική υποστήριξή τους για την εδραίωση μιας ζοφερής πραγματικότητας σε βάρος των εργαζόμενων κι ολόκληρης της κοινωνίας.

 

απελεύθερος, Ιούλιος 2003

 

*

1