(Αναρχικό Δελτίο, νο 25, Οκτώβρης 2003)

FUCK ATHENS 2004

 Μιλώντας για την Ολυμπιάδα του 2004, το επίκεντρο δεν βρίσκεται στους ίδιους τους αγώνες που θα διεξαχθούν σε έναν χρόνο στην Αθήνα. Η Ολυμπιάδα είναι ένα μεγαλόπνοο σχέδιο που εξελίσσεται ήδη εδώ και καιρό, μια εκστρατεία του ελληνικού κράτους να αναδιαμορφώσει την κοινωνία, να επιβάλει εκείνους τους όρους που θα εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση για να εξαπλώσει και να επιτείνει την κυριαρχία του. Η Ολυμπιάδα είναι η τελική πράξη για το κλείσιμο και ταυτόχρονα το ξεπέρασμα μιας ολόκληρης εποχής -της μεταπολίτευσης, που σημαδεύτηκε από έντονους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες- και για την εδραίωση μιας νέας εποχής “εκσυγχρονισμένου” κοινωνικού ελέγχου και καταστολής, όξυνσης της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.

Από την ανάθεση των ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, είδαμε τη συστράτευση όλου του πλέγματος της ντόπιας εξουσίας (πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, κόμματα, εταιρείες, ΜΜΕ) στην προπαγάνδιση και την εμπέδωση της “νέας εθνικής ιδέας” που θα πρέπει να γίνει πραγματικότητα πάση θυσία, σε βάρος της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς καθόλου αντιδράσεις.

Θα πρέπει βέβαια να τονίσουμε πως αυτή η “μεγάλη εθνική ιδέα” είναι ένα ιδεολόγημα προς εσωτερική κατανάλωση, αφού τα ντόπια αφεντικά είναι σε πλήρη συνεργασία και σύμπραξη με πολυεθνικές εταιρίες όπως και με διεθνή πολιτικά επιτελεία και κατασταλτικές υπηρεσίες, καθώς οι ολυμπιακοί αγώνες είναι μια καπιταλιστική φιέστα διεθνών συμφερόντων -κι όχι μόνο οικονομικών. Μια βιτρίνα του καπιταλισμού και πολύ περισσότερο της ίδιας της κυριαρχίας.

Όσο αφορά το εσωτερικό, ένας απίστευτα μεγάλος όγκος προπαγάνδας κατακλύζει την κοινωνία για να πείσει πως η οικολογική καταστροφή, οι δολοφονίες εργατών στα “μεγάλα έργα”, η εντατικοποίηση των αστυνομικών ελέγχων, οι φορολογικές αυξήσεις δεν είναι τίποτα μπροστά στην “εθνική υπερηφάνεια” που θα αποφέρει η τέλεση των αγώνων. Μέσα από τη συστηματική προβολή του εθελοντισμού προωθείται η εθελοδουλεία στην υπηρεσία των αφεντικών, ενώ ιδεολογήματα όπως το “αθλητικό ιδεώδες” και το “ολυμπιακό πνεύμα” προωθούν μέσα σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα την ιδέα του ανταγωνισμού και της κυριαρχίας και διαμορφώνουν επιπλέον το ρόλο του θεατή σε μια επίδειξη καταναλωτικών σκουπιδιών και ανθρώπων-προϊόντων κατασκευασμένων στα εργαστήρια της φαρμακοβιομηχανίας, καθώς και σε μια επίδειξη συστημάτων ασφαλείας και σύγχρονου κατασταλτικού εξοπλισμού. Στο μεταξύ με την ευκαιρία για καπιταλιστικό πλιάτσικο που προσφέρουν τα κονδύλια για το 2004, τα “μεγάλα έργα” όπως και οι “αναπλάσεις” των δημόσιων χώρων έχουν μετατρέψει το χώρο της Αττικής σε ένα τεράστιο εργοτάξιο. Στο βωμό της κερδοφόρας ταχύτητας για την ολοκλήρωση των έργων, δεκάδες εργάτες σκοτώνονται και εκατοντάδες ακρωτηριάζονται. Ελεύθεροι χώροι όπως λόφοι και δάση, και δημόσιοι όπως πάρκα και πλατείες, δέχονται καταστροφικές επεμβάσεις, συρρικνώνονται, περιφράσσονται και διαμορφώνονται έτσι ώστε να ελέγχονται και να αξιοποιούνται κερδοσκοπικά.

Ένα από τα βασικότερα στοιχήματα για το ελληνικό κράτος είναι η “ασφάλεια των ολυμπιακών αγώνων”, ώστε να αποδείξει για άλλη μια φορά έμπρακτα την αποτελεσματική συμμετοχή του στο μπλοκ των ισχυρών του πλανήτη, σε μια περίοδο που έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τη διεθνή “αντι”τρομοκρατική εκστρατεία, αυξάνοντας έτσι τη δική του ισχύ μέσα σ’αυτό το μπλοκ.

Παράλληλα, “ασφαλείς” αγώνες σημαίνουν την επιβολή μιας νέας κοινωνικής συνθήκης, αυτής που αν για την Ολυμπιάδα δε θα πρέπει να αντιστέκεται ή να αμφισβητεί κανείς, τότε και μετά τους αγώνες η αντίσταση και η αμφισβήτηση θα υπόκεινται σε καθεστώς παρανομίας. Η τοποθέτηση καμερών παρακολούθησης, η αστυνομική κατοχή στους δρόμους, ο αποκλεισμός ολόκληρων πολεοδομικών περιοχών (κόκκινες ζώνες), ο τρομονόμος, είναι στοιχεία ενός ολοκληρωτισμού που εισάγεται νομιμοποιούμενος από το “εθνικό συμφέρον” της επιτυχούς διεξαγωγής των αγώνων.

Στις περισσότερες χώρες που “φιλοξένησαν” ολυμπιακούς αγώνες, ταξικές και κοινωνικές διεκδικήσεις ποινικοποιήθηκαν ενώ χώροι της πολιτικής και κοινωνικής ριζοσπαστικής κριτικής (αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, καταλήψεις και συλλογικότητες) υπέστησαν κατασταλτικά πλήγματα τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας των αγώνων. Έτσι, και αυτή τη φορά, το 2004 είναι μια ευκαιρία για το κράτος να χρησιμοποιήσει μηχανισμούς συναίνεσης για να “ξεκαθαρίσει” τους λογαριασμούς του με όσους αντιπαλεύουν την εξουσιαστική και καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Απέναντι σ’αυτή την πραγματικότητα, η αντίσταση στην Ολυμπιάδα είναι αντίσταση στα σχέδια του κράτους να ανανεώσει την ισχύ του πάνω στην κοινωνία, αποσπώντας ταυτόχρονα τη συναίνεση και τη συνενοχή στα σκοπούμενά του. Η αντίσταση στην Ολυμπιάδα είναι αντίσταση σε κάθε πτυχή αυτού του πολυεπίπεδου αντικοινωνικού σχεδίου: Στην καταστροφή και την εμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων, στην όξυνση της ταξικής εκμετάλλευσης, στην εγκληματοποίηση των κοινωνικών αγώνων, στη μετατροπή της κοινωνίας σε φυλακή.


Κ.&Κ.

 

 

*

1