(Αναρχικό Δελτίο, νο 15, Απρίλης-Μάης 2002)

“Όσο περισσότερο θα δουλεύουν οι λαοί μου
τόσο λιγότερο θα υπάρχουν ακόλαστα πάθη...” (Ν. Βοναπάρτης)

“Το κράτος στηρίζεται στη μισθωτή εργασία.
Όταν η αναγκαστική εργασία καταργηθεί, το κράτος θα χαθεί” (Μαξ Στίρνερ, 1845)

“Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ”
(Επιγραφή στην πύλη του ναζιστικού στρατόπεδου εξόντωσης στο Άουσβιτς)

“Η δουλειά είναι ένα ισχυρό ναρκωτικό.
Όταν κάνεις κάποιον να αισθάνεται πως η ανώνυμη και από καρδιάς εργασία
που προσφέρει είναι ανυπολόγιστα ωφέλιμη, έχεις στα χέρια σου τον πιο αποτελεσματικό τρόπο
να χαλιναγωγήσεις τη συνείδησή του” (Άρθουρ Καίσλερ)

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
στην ελληνική έκδοση της μπροσούρας του Β.Black
“Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ”

Η εργασία, μ’ όλες τις ιστορικές μεταμορφώσεις της, παραμένει πάντα ένα διαχρονικό ζήτημα τόσο στη βάση της συζήτησης για το τι είδους κοινωνία και πολιτισμό έχουμε, όσο και στα θεμέλια της ουτοπίας για τον κόσμο που πραγματικά θέλουμε.

Στην περίοδο μάλιστα που ζούμε το ζήτημα της εργασίας έχει αποκτήσει μια αναντίρρητη επικαιρότητα χάρη στον πλανητικό “θρίαμβο” και την παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος, την ιλιγγιώδη μεταβιομηχανική, τεχνολογική επανάσταση και τις ραγδαίες αλλαγές που επιφέρονται επάνω σε όλη την ανθρωπότητα, τις επιμέρους κοινωνίες και τη ζωή του καθενός μας ξεχωριστά.

Κανένας μας και τίποτα δεν είναι και δεν θα παραμείνει όπως ήταν και όλα είναι εκτεθειμένα στην πλανητική επέλαση των ελίτ που εξουσιάζουν τον κόσμο και των πρόθυμων λακέδων τους. Και κανένας μας δεν είναι άμοιρος για όσα δεινά συμβαίνουν ή θα συμβούν στην ανθρωπότητα και τη φύση, όσο δεν αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη που αναλογεί στον καθένα μας να αντισταθεί και να δράσει στην προοπτική ενός καλύτερου κόσμου απ΄ αυτόν τον εφιαλτικό που μας επιφυλάσσουν οι ελίτ και οι υπηρέτες τους.

Για μας, τόσο ως άνεργους και υποαπασχολούμενους συνήθως, όσο και ως εξεγερμένους ενάντια στην εξουσία “ανθρώπου” επάνω στον άνθρωπο και τη φύση, το συγκεκριμένο ζήτημα της εργασίας, όπως και κάθε ζήτημα που άπτεται άμεσα της ζωής μας, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να έχει ένα ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Η μισθωτή εργασία, η ανεργία και ο κατ’ ευφημισμόν “ελεύθερος χρόνος” είναι ένα καθημερινό ασφυκτικό βίωμα λεηλασίας και σπατάλης της ζωής μας από εκείνους που μισούμε, αποστερημένης από κείνους που την οφείλουμε, εμάς τους ίδιους κι αυτούς που αγαπούμε. Γι αυτό και ταυτόχρονα είναι πάντα ένα καθημερινό πεδίο ασίγαστης πάλης κι ανταγωνισμού με τα αφεντικά, είτε αυτά είναι οι καπιταλιστές επιχειρηματίες είτε οι γραφειοκράτες του κράτους.

Σε αυτό τον αγώνα άρνησης και καταστροφής -μακριά από το επιβαλλόμενο πνεύμα της υποταγής των εργαζόμενων, της μοιρολατρίας των άνεργων και της μαζικής αποβλάκωσης όλων μας στον “ελεύθερο χρόνο” της κατανάλωσης σκουπιδιών- αναζητούμε την κατάφαση και τις αξίες της ζωής μας. Σε τούτο τον αγώνα λοιπόν και τις καλύτερες στιγμές του -το μόνο πραγματικό χρόνο μιας δυνατής ελευθερίας που μόνοι μας κατακτάμε-, είναι που ζούμε, εργαζόμαστε, δημιουργούμε και διασκεδάζουμε αληθινά, χωρίς καμιά επιβεβλημένη νόρμα, κανόνα, ωράριο ή ανταμοιβή, εξόν από εκείνα που μοιραζόμαστε κάθε φορά με όσους συντρόφους συμμετέχουν εθελοντικά σε αυτόν.

Το τίμημα του αγώνα ενάντια στο κράτος και τα αφεντικά είναι κάποτε σκληρό κι οδυνηρό και οι αντιξοότητες πολλές κι απρόβλεπτες, μιας και το πεδίο του αγώνα αναπτύσσεται κάθε φορά σαν ένα ρήγμα μέσα σε ένα έδαφος κυριαρχούμενο παντοιοτρόπως (πολιτικά και στρατιωτικά, οικονομικά και τεχνολογικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά) από τον εχθρό. Σε αντίθεση όμως με το θλιβερό τίμημα της υποταγής στα αφεντικά, το τίμημα της ανταρσίας και του αγώνα αξίζει τον κόπο.

Γιατί τούτο το ρήγμα στην επιβεβλημένη συναίνεση, την τάξη και την κανονικότητα του κόσμου, είναι το μόνο έδαφος όπου τα ταπεινωμένα κι εξημερωμένα κοπάδια από ανθρώπινα κατοικίδια του καπιταλισμού ανακτούν και δοκιμάζουν την χαμένη ανθρωπιά τους: τη φυσική αγριότητα και την παθιασμένη μαχητικότητά τους, την αυτοδιάθεση της ατομικότητας και την αμοιβαία περηφάνεια τους, την πηγαία αλληλεγγύη και την κοινωνικότητά τους, τη δημιουργική φαντασία και την ανυπόκριτη χαρά της ζωής τους.

Ας σημειώσουμε βέβαια πως ο αγώνας μας και τα ρήγματα που επιχειρούμε δεν είναι παρά ένα μικρό μόνο μέρος (αυτό που μας αναλογεί, αυτό που επιθυμούμε και μπορούμε τελικά), στο ευρύ φάσμα του διάχυτου κι αδιάλειπτου κοινωνικού και ταξικού πολέμου που διεξάγεται, άλλοτε ορατά κι άλλοτε υπόγεια, κάθε στιγμή και παντού στον κόσμο όπου ζούμε. Οπουδήποτε υπάρχει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κι αντίσταση ενάντια στην αφύσικη και ανήθικη εξουσία του “ανθρώπου” πάνω στον άνθρωπο και τη φύση, μια εξουσία που γεννά και αναπαράγει εκμετάλλευση και καταπίεση, διαχωρισμούς και διαίρεση, ανέχεια και αποκλεισμούς, αλλοτρίωση και μόλυνση, καταστολή και εγκλεισμούς, βία και θάνατο.

Σε αυτή την πορεία ζωής και αγώνα, δεν θα αγνοούσαμε βέβαια τα πεδία κοινωνικής και ταξικής αντιπαράθεσης που αναδύθηκαν και εξακολουθούν να αναδύονται σε μια σειρά χώρους (εργασιακοί, εκπαιδευτικοί, τοπικές κοινωνίες κ.ά.) καθώς και σε ζητήματα (όπως η εργασία και η ανεργία), εξαιτίας της επίθεσης που εξαπέλυσαν τα αφεντικά στο όνομα του λεγόμενου “εκσυγχρονισμού” της οικονομίας, του κράτους και της κοινωνίας -δηλαδή της αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος σε κάθε χώρα προκειμένου να γίνει λειτουργικότερο κι αποδοτικότερο για τα αφεντικά, στα πλαίσια της επιχειρούμενης παγκοσμιοποίησής του.

Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, τους εργασιακούς χώρους και το ζήτημα της εργασίας (όπως τιθόταν μέχρι χθες με βάση την κυρίαρχη ιδεολογία και την “πατροπαράδοτη” ηθική της εργασίας, το εργατικό δίκαιο και τους θεσμούς, καθώς και την απαρχαιωμένη τεχνολογία του βιομηχανικού καπιταλισμού), είναι ραγδαίες οι ανατροπές που έγιναν κι ακόμα περισσότερες αυτές που προοιωνίζονται οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιχειρούν τα αφεντικά σε όλο το φάσμα της οικονομίας, συνεργαζόμενοι πέρα και πάνω από επιμέρους “εθνικές” διαφορές και ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές, έχοντας πάντα την πρωτοβουλία των κινήσεων, χειραγωγώντας σε απόλυτο βαθμό τις νέες, υψηλές τεχνολογίες και το νέο κεφάλαιο της γνώσης και των πληροφοριών.

Ας θυμηθούμε όμως, έστω κι αποσπασματικά, μερικές από τις στιγμές, τις επωδούς και τις αιχμές της προπαγάνδας που αναπτύσσεται την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα παράλληλα με τη γιγαντιαία επιχείρηση για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στο χώρο της εργασίας και της οικονομίας ευρύτερα:

“Λιγότερο” και αποτελεσματικότερο κράτος, “εξυγίανση” και ιδιωτικοποιήσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα..., κλείσιμο ή πώληση των “προβληματικών” επιχειρήσεων (παράλληλα με τις πρώτες μαζικές απολύσεις εργατών το 1990-91)... Κυβερνητική εναλλαγή, από τη Ν.Δ. στο ΠΑΣΟΚ, με πρόταγμα την “πολιτική σταθερότητα” (μετά τη θυελλώδη περίοδο 1989-93), καθώς και την “κοινωνική και εργασιακή ειρήνη”... Διαμόρφωση “θετικού κλίματος” και ευνοϊκών προϋποθέσεων για την προσέλκυση επενδυτών (δηλ. πολυεθνικών) καθώς και εκμετάλλευση των μεγάλων “ευκαιριών” για διείσδυση του ελληνικού κεφάλαιου στις (καθημαγμένες) χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης... “Άπελευθέρωση” της οικονομίας από τον έλεγχο και τις παρεμβάσεις του κράτους..., “διεύρυνση”, “αλληλοδιείσδυση” και “ενοποίηση” των ευρωπαϊκών αγορών, “λιτότητα” μισθών και συντάξεων ενόψει του 1992, έτους “ορόσημου” της ευρωπαϊκής ενοποίησης..., και άλλη “λιτότητα”, αυτή τη φορά για τη νομισματική “σύγκλιση” (ΟΝΕ) και την ενσωμάτωση της δραχμής στο EURO το 2001... Συρρίκνωση της γεωργίας, “αποβιομηχάνιση” κι ανάπτυξη του τριτογενή τομέα παροχής υπηρεσιών... “Εξορθολογισμός” και περικοπές των δημοσίων δαπανών του “κράτους κοινωνικής πρόνοιας” καθώς και των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα... Διεύρυνση της “φορολογικής βάσης” και προπαγάνδα για την διαμόρφωση “φορολογικής συνείδησης” των πολιτών... Συνθήκη του Μάαστριχτ, νέα Συμφωνία του Άμστερνταμ (1997) και Διάσκεψη Κορυφής για την εργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση... Μεταρρύθμιση για τον “εκσυγχρονισμό” του καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων, της ασφάλισης και της συνταξιοδότησης... Ευθυγράμμιση με τις επιταγές του ΔΝΤ και τις ντιρεκτίβες του ΟΟΣΑ..., πτώση του πληθωρισμού, πολιτική της “σκληρής δραχμής”, υποτίμηση... Συναίνεση στις βασικές πολιτικές της αναδιάρθρωσης και “κοινωνικός διάλογος” της κυβέρνησης με τους “κοινωνικούς εταίρους” (δηλ. τους εργοδότες και τους συνδικαλιστές)... Σύνδεση της δημόσιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας..., σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας..., εξατομικευμένες συμβάσεις εργασίας, ελαστικό ωράριο και μερική απασχόληση... Άσπρες και πράσινες κάρτες εργασίας για τo ξεδιάλεγμα και την προσωρινή “νομιμοποίηση” -ενός περιορισμένου αριθμού- “εξωκοινοτικών” μεταναστών (και διωγμούς των υπολοίπων)... “Ανταγωνιστικότητα” και χαμηλό κόστος εργασίας (με την επιβολή συνθηκών προσωρινής, φθηνής και “μαύρης εργασίας” σε ντόπιους κι αλλοδαπούς εργάτες)... “Νέο εργασιακό περιβάλλον”, τεχνολογικοποίηση της παραγωγής και “ελαστικοποίηση” της “ζωντανής” εργασίας... Ταχύρυθμα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και επανεκπαίδευσης άνεργων και απολυμένων στις νέες τεχνολογίες και τα νέα “επιτηδεύματα” (ώστε να καταστούν “απασχολήσιμοι”)... Ανησυχητικά στατιστικά στοιχεία και έρευνες για τα αυξανόμενα ποσοστά της ανεργίας αλλά και “καθησυχαστικές” συγκρίσεις με τα σχεδόν διπλάσια ποσοστά άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με τις οποίες όμως επιχειρείται “σύγκλιση”!)... Μελέτες, σχέδια και προγράμματα για την απορρόφηση μέρους των ανέργων (αλλά και την αντιμετώπιση μελλοντικά των υπόλοιπων - όπως με τη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας στα Σώματα Ασφαλείας και το νέο μισθοφορικό στρατό)... Πακτωλός χρημάτων (“πακέτα” Ντελόρ, Σαντέρ και Πρόντι) για την στήριξη, την ανάπτυξη και την ευημερία (των πολιτικών, οικονομικών, πανεπιστημιακών και λοιπών ελίτ της χώρας), “μεγάλα έργα επένδυσης, υποδομής κι ανάπτυξης” του κεφάλαιου (όπως η εκτροπή του Αχελώου, το μετρό της Αθήνας, το αεροδρόμιο Σπάτων, η Αττική οδός, η γέφυρα του Ρίου, η Νέα Εγνατία) που δημιουργούν νέες ευκαιρίες κερδοφορίας για ντόπιους και ξένους μεγαλοεργολάβους, κατασκευαστές και προμηθευτές του δημοσίου... “Πολιτιστικές πρωτεύουσες” και φιέστες δισεκατομμυρίων, (για την οικονομική ενίσχυση των πάσης φύσεως εργολάβων της “τέχνης” και του θεάματος), όπως η Θεσσαλονίκη πρόσφατα και μελλοντικά η Πάτρα, αναπτυσσόμενα επίκεντρα ενός νέου μεταβιομηχανικού πολιτισμού εσώκλειστων και αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων (της κοινωνίας των 2/3)... “Λαϊκός καπιταλισμός” και σπονδές δισεκατομμυρίων στο ναό της Σοφοκλέους (προς όφελος του κράτους και των καπιταλιστών χρυσοκάνθαρων) και επιτέλους, το “πανεθνικό όραμα” των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η νέα “μεγάλη ιδέα” των ελίτ στον 21ο αιώνα...

Από την άλλη, να υπενθυμίσουμε ότι οι πνιγμένοι ναυτεργάτες του φορτηγού “Δύστος”, όπως και οι πνιγμένοι του οχηματαγωγού “Σαμίνα”, οι μετανάστες οικοδόμοι που καταπλακώθηκαν από τη γκρεμισμένη γέφυρα της Αττικής Οδού, οι εργατοϋπάλληλοι που θάφτηκαν ζωντανοί στα ερείπια του εργοστάσιου της “Ρικομέξ” και οι απανθρακωμένοι εργάτες στα φλεγόμενα αμπάρια στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, δεν είναι παρά μόνο μερικά από τις εκατόμβες των θυμάτων της συνεχούς ανθρωποθυσίας στον αχόρταγο Μολώχ του κέρδους.

Στο μεταξύ, και σ’όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η επίθεση των ελίτ προκάλεσε μια σειρά από κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, αρκετοί από τους οποίους είχαν ως κεντρικό -ή αφετηριακό τουλάχιστον- σημείο αναφοράς ζητήματα εργασιακά, όπως η μεγάλη απεργία των καθηγητών το ΄90 κι η αντίσταση στην πολιτική επιστράτευση, οι καταλήψεις των “προβληματικών” -στην Πάτρα και στο Μαντούδι- κι ο αγώνας των βιομηχανικών εργατών και των μεταλλωρύχων ενάντια στην αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος και στις απολύσεις, ο αγώνας επίσης ενάντια στην αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος και στις μαζικές απολύσεις στην ΕΑΣ το ΄92, μια σειρά από αγώνες και κινητοποιήσεις των αγροτών (όπως το ΄91, το ΄96 και το ΄97) με καταλήψεις δημόσιων κτιρίων κι αποκλεισμούς δρόμων, ο αγώνας των άνεργων και υποαπασχολούμενων εκπαιδευτικών ενάντια στο νόμο 2525 κι η μαχητική αντίσταση πανελλαδικά στην διεξαγωγή του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ, καθώς και οι πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.

Σε αυτές τις αντιστάσεις και τις κινητοποιήσεις -όπως και σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες των εργαζόμενων, της νεολαίας και των τοπικών κοινωνιών της τελευταίας δεκαετίας- δεν έλειψε σχεδόν ποτέ η αναρχική παρουσία και παρέμβαση.

Μια σειρά παρεμβάσεων κοινωνικής αλληλεγγύης που ήταν σχεδόν πάντοτε έντονη και διακριτή, επειδή ακριβώς δεν εξαντλούνταν στον αμυντισμό και τις διαμαρτυρίες των καταπιεζόμενων και χειραγωγούμενων εργαζόμενων, αλλά επιχειρούσε να θέσει και όρους αντεπίθεσης θεμελιωμένης σε μια συνολική κριτική και άρνηση της οικονομίας, της ανάπτυξης και της μισθωτής σκλαβιάς.

Πλήθος είναι τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που δημιουργήθηκαν από αυτές τις παρεμβάσεις και τις πρωτοβουλίες των αναρχικών με ξεχωριστό, όσον αφορά τη συμβολική σημασία του, το γεγονός της επίθεσης μερικών δεκάδων συντρόφων στο 29ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ (Καβάλα, Μάρτης ΄98) και της βίαιης αντιπαράθεσης με εκατοντάδες κομματικούς συνδικαλιστές...

Βεβαίως ο αγώνας για την προώθηση μιας συνολικής κοινωνικής κριτικής και άρνησης του κόσμου της καπιταλιστικής οικονομίας και της μισθωτής σκλαβιάς δεν περιορίζεται στις παρεμβάσεις, τις πρωτοβουλίες και τις καθημερινές στιγμές της αντιπαράθεσης με τ΄ αφεντικά, τους φύλακες και τους λακέδες τους, αλλά συνοδεύεται και από τη κυκλοφορία ενός πλούσιου έντυπου υλικού από ένα ευρύ φάσμα συλλογικοτήτων και μεμονωμένων συντρόφων.

Σε αυτή την κατεύθυνση και ως επιπλέον μέσο για τον εμπλουτισμό και τη διάδοση της κριτικής και του προβληματισμού πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα της δουλειάς, επιλέξαμε την επαναδημοσίευση στα ελληνικά αυτού του δοκίμιου του Bob Black.

Αναρίθμητοι είναι οι προοδευτικοί και οι συντηρητικοί απολογητές του κόσμου της οικονομίας, οι οποίοι τους τελευταίους αιώνες, με την επέκταση και την επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος, καθαγίασαν την εργασία και την ανύψωσαν σε ηθική αξία και θεμέλιο λίθο της κοινωνικής ζωής. Και η επιγραφή “Arbeit macht frei” (Η εργασία απελευθερώνει) που συνοψίζει εύγλωττα τις πάσης φύσεως υμνωδίες στην εργασία, θα μπορούσε κάλλιστα να αναρτηθεί σε οποιονδήποτε εργασιακό χώρο, αν δεν προκαλούσε αρνητικούς συνειρμούς -δεδομένου ότι οι Ναζί την ανήρτησαν στην πύλη του Άουσβιτς!

Ευτυχώς όμως, οι παντοειδείς υμνητές της εργασίας δεν ήσαν μόνοι τους χωρίς αντίπαλο κι απέναντί τους υψώθηκαν εξαρχής εκείνες οι θαρραλέες φωνές που έριξαν φως στην διαχρονική ανυποληψία της καταναγκαστικής εργασίας και τα δεινά που επιφέρει σε όσους την υφίστανται.

“Η δουλειά είναι η αιτία κάθε πνευματικού εκφυλισμού”, όπως έγραψε ο γιατρός Πωλ Λαφάργκ (P. Lafargue) καταγγέλλοντας αυτή “την παράξενη τρέλλα που κατέχει τις εργατικές τάξεις εκείνων των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός ... την αγάπη για τη δουλειά ... που φθάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου”.

Παραδόξως ίσως, ο Λαφάργκ ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος και γαμπρός του Καρλ Μαρξ, αλλά στο περίφημο βιβλίο του “Το δικαίωμα στην τεμπελιά” χλεύαζε την δουλειά ως “ατιμωτικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου” και καλούσε τους εργαζόμενους ν΄ απορρίψουν “τις προκαταλήψεις της προτεσταντικής και φιλελεύθερης ηθικής και να επιστρέψουν στα φυσικά τους ένστικτα, κηρύσσοντας το δικαίωμα στην τεμπελιά” την οποία χαρακτήριζε “δώρο των θεών” και “μητέρα των τεχνών και των ευγενών αρετών”. Όσο για την κοινωνική αναγκαιότητα της εργασίας, θεωρούσε πως στην εποχή του -στα τέλη του 19ου αιώνα- δεν χρειάζονταν περισσότερες από τρεις ώρες εργασίας την ημέρα...

Το ίδιο ερώτημα εξακολουθεί να τίθεται και σήμερα: θα μπορούσε να εκλείψει η δουλειά, και μαζί της η απαξία, το ανούσιο και η αλλοτρίωση που επιφέρει στον άνθρωπο; Η απάντηση εξαρτάται από το βάθος της κριτικής στα θεμέλια της εξουσιαστικής κοινωνικής δομής, της καπιταλιστικής οικονομίας και του πολιτισμού της μαζικής κατανάλωσης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αβάσιμη η πεποίθηση ότι, εάν οι φυσικοί πόροι, τα παραγωγικά μέσα και οι γνώσεις -που είναι δεσμευμένα στην κατοχή και τους σκοπούς των ελίτ-, απαλλοτριωθούν και αναπροσανατολιστούν ως συλλογικά κοινωνικά αγαθά, μπορούν να επιτρέψουν σε μεγάλο βαθμό την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την “θεϊκή κατάρα” της εργασίας. Κι αυτή η αντίληψη, αρκετά διαδεδομένη μέσα στα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της εργαζόμενης κι άνεργης νεολαίας, καθιστά ακόμα πιο ανυπόφορες τις μίζερες συνθήκες επιβίωσης που σχετίζονται με τη μισθωτή εργασία και επιτρέπει επίσης την άνθιση μιας πλατιάς αμφισβήτησης για την περίοπτη θέση που κατέχει η εργασία ως επίκεντρο του κοινωνικού γίγνεσθαι και υπομόχλιο της ατομικής ύπαρξης.

Το δοκίμιο του B. Black “Η κατάργηση της δουλειάς”, ένας από τους καρπούς αυτής της αμφισβήτησης στο όλο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, απαντά στο ερώτημα ανεπιφύλακτα και καταφατικά. Η δουλειά, όπως και ολόκληρο το σύστημα εκ θεμελίων, μπορεί και πρέπει να εκλείψει. Και διαμέσου πλούσιων αναφορών, λυσσαλέας κριτικής και παιγνιώδους προβληματισμού που παραπέμπουν στη μεγάλη παράδοση της ουτοπικής σκέψης, εκτίθεται η μοναδική δυνατότητα του παιχνιδιού ως τρόπου πραγμάτωσης -σ΄ έναν επαναστατημένο κόσμο όπου η απαραίτητη εργασία τείνει να ελαχιστοποιείται- του πανάρχαιου ονείρου της ανθρωπότητας... του περάσματος από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της επιθυμίας!

Bεβαίως, όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης, η πρόταση του Black για την “παιγνιώδη επανάσταση” δεν μπορεί να απαντήσει σε όλο το φάσμα των ζητημάτων που θα εμφανίζονταν με την εξαφάνιση της δουλειάς. Προς το παρόν όμως και για όσο θα υφίσταται το υπάρχον καθεστώς, το άμεσο ζήτημα αφορά την άρνηση και την εξέγερση ενάντια στη μισθωτή εργασία και τον καταναλωτισμό του “ελεύθερου” χρόνου, “εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή για να το πούμε διαφορετικά, σκεπτόμενοι πάνω σε αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχονται στα χέρια μας χωρίς να εργασθούμε.

Αν θέλουμε να καταστρέψουμε την εργασία, χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειραματικές διαδρομές που δεν θα λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων”.

Δ. Σ. Αύγουστος 2001

1