(Αναρχικό Δελτίο, νο 12, Οκτ-Νοεμ 2001)

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Όσον αφορά γενικότερα τις αραβικές επαρχίες της Μέσης Ανατολής που βρίσκονταν υπό την Οθωμανική αυτοκρατορία θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι Βρετανοί καταρχήν απέσπασαν την ενεργό υποστήριξη των Αράβων εναντίον των Τούρκων με την υπόσχεση της “απελευθέρωσής” τους, και κατόπιν, αθετώντας τις υποσχέσεις τους, μοιράστηκαν τις αραβικές επαρχίες από κοινού με τους Γάλλους. Οι Βρετανοί κράτησαν υπό την κηδεμονία τους το Ιράκ, την Ιορδανία και την Παλαιστίνη ενώ οι Γάλλοι κράτησαν τη Συρία και το Λίβανο (τις οποίες αργότερα εγκατέλειψαν μετά από σειρά εξεγέρσεων).

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Παλαιστίνη, η Βρετανική κηδεμονία ξεκίνησε το 1917 με τη δεσμευτική “Δήλωση Μπάλφουρ” για τη δημιουργία “Εθνικής Εβραϊκής Εστίας” στην περιοχή, με τον όρο ότι “δεν θα θίγονταν οι μη εβραϊκοί πληθυσμοί”. (Οι Βρετανοί άλλωστε προκειμένου να εδραιώσουν την αποικιακή κυριαρχία τους συνήθιζαν να δημιουργούν ή να υποδαυλίζουν ανάλογες διαιρέσεις κι ανταγωνισμούς στις περιοχές που κατείχαν, όπως στην Κύπρο, τις Ινδίες κ.α.) Τότε ο ιουδαϊκός πληθυσμός δεν ξεπερνούσε το 1/10 του συνολικού πληθυσμού της Παλαιστίνης αλλά μετά τη “Δήλωση Μπάλφουρ” και με ενέργειες των σιωνιστών η μετανάστευση από την Ευρώπη, τη Βορ. Αφρική και τη Μ. Ανατολή αυξήθηκε ραγδαία και το 1939 ο εβραϊκός πληθυσμός στην Παλαιστίνη έφθασε τους 500.000 ανθρώπους, δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι εντάσεις ανάμεσα στους γηγενείς άραβες και τους νεοαφιχθέντες εβραίους, με τους Βρετανούς ως “διαιτητές”, ενώ από το 1935 έως το 1939, ξέσπασε μεγάλη αραβική εξέγερση καθώς και απεργίες ενάντια τόσο στον εποικισμό και στην εξαγορά της γης όσο και την αποικιακή οικονομική πολιτική των Βρετανών.

Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ο εποικισμός εντάθηκε ενώ εντάθηκαν και οι διεθνείς πιέσεις για “εθνική αποκατάσταση” των εβραίων στην Παλαιστίνη, καθώς εκεί οδηγούνταν και οι χιλιάδες των διασωθέντων από το Ολοκάυτωμα στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Οι Βρετανοί, εξουθενωμένοι μετά από τον πόλεμο κι ανήμποροι απέναντι στις ένοπλες επιθέσεις των σιωνιστών, αποφάσισαν να αποχωρήσουν και ανέθεσαν το μέλλον της περιοχής στον νεοσύστατο ΟΗΕ που πρότεινε τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα παλαιστινιακό, με διεθνή έλεγχο της Ιερουσαλήμ. Οι άραβες αρνήθηκαν να δεχτούν τη διαίρεση, όπως και οι προοδευτικοί εβραίοι που θεωρούσαν αυτονόητη και δυνατή την συνύπαρξη όλων των διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών στοιχείων σε μια ενιαία Παλαιστίνη. Με την αποχώρηση όμως των Βρετανών το 1948 οι σιωνιστικές οργανώσεις ανακήρυξαν επίσημα την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Στρατιωτικές δυνάμεις από τις γειτονικές αραβικές χώρες επιτέθηκαν στο νεοσύστατο κράτος αλλά αποκρούστηκαν, και με τη συνθήκη εκεχειρίας το 1949 το Ισραήλ κράτησε το μεγαλύτερο μέρος της Παλαιστίνης καθώς και τη Δυτ. Ιερουσαλήμ, ενώ περισσότεροι απο 700.000 Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να φύγουν ως πρόσφυγες.

Στον πόλεμο των “έξι ημερών” το 1967, το Ισραήλ, το οποίο στο μεταξύ είχε αναδειχθεί σε στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή, αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους του κατέλαβε την Γάζα και την χερσόνησο του Σινά, την Αν. Ιερουσαλήμ και τη Δυτ. Όχθη καθώς και τα υψώματα του Γκολάν στη Συρία. 500.000 ακόμη Παλαιστίνιοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.

Το 1973 ακολούθησε ένας ακόμη πόλεμος του Ισραήλ με τη Συρία και την Αίγυπτο (“πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ”), ενώ το 1978 ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στο νότιο Λίβανο και κατέλαβε την παραμεθόριο εδαφική ζώνη...

Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία (διαίρεσης κι αρπαγής της Παλαιστίνης για τη δημιουργία του σιωνιστικού κράτους) το παλαιστινιακό προλεταριάτο, βρισκόμενο είτε σε συνθήκες κατοχής είτε σε συνθήκες προσφυγιάς, έμελλε να συγκροτηθεί με βάση τη διπλή καταπίεσή του (ως αραβικό και ως προλεταριάτο), και να αναδειχτεί ως ο σημαντικότερος κι ανθεκτικότερος παράγοντας αντίστασης στη Μ. Ανατολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η αντίσταση δεν περιορίστηκε μόνο στην Παλαιστίνη όπου ο ένοπλος αγώνας ξεκίνησε το 1959, αλλά ξέσπασε και στις γειτονικές χώρες όπου κατέφυγαν οι πρόσφυγες (όπως στην Ιορδανία με το “Μαύρο Σεπτέμβρη” το 1970, και τον Λίβανο από το 1975 έως το 1982).

Με τα χρόνια έγινε φανερό ότι, παρά τις ισραηλινές στρατιωτικές νίκες, η διαδικασία εδραίωσης του Ισραήλ και οι ευρύτεροι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί στη Μ. Ανατολή δεν θα μπορούσαν ποτέ να σταθεροποιηθούν αν δεν καταβαλόταν αυτός ο σθεναρός και ταραχοποιός αντίπαλος και από καιρό έχει εντοπισθεί ότι η διαρκής αποτυχία άρσης του παλαιστινιακού μετώπου -που αντανακλάται στις ευρύτερες σχέσεις της Δύσης με τον αραβικό κόσμο- παρεμποδίζει και απειλεί ποικιλότροπα την πλήρη ενσωμάτωση της ευρύτερης περιοχής στα δυτικά σχέδια “για ένα νέο πολιτικό και οικονομικό σύστημα”.

Να προσθέσουμε, ότι ο παλαιστινιακός αγώνας εστιάζοντας στον πολιτικό, τον κοινωνικό και σε ορισμένες περιπτώσεις τον ταξικό χαρακτήρα της κατοχής, δεν είχε μέχρι πρόσφατα καθόλου θρησκευτικό περιεχόμενο. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980, ιδιαίτερα όμως μετά τον πόλεμο του Κόλπου το ‘91, τον τερματισμό της Ιντιφάντα και τη συνδιαλλαγή της παλαιστινιακής ηγεσίας (η οποία χειραγωγεί τον αγώνα προσβλέποντας σε ένα δικό της παλαιστινιακό κράτος στα κατεχόμενα της Δυτ. Όχθης και της Γάζας), η πολιτικοκοινωνική επιρροή του ισλαμισμού αυξήθηκε σημαντικά και συνοδεύεται από ανάλογη στρατιωτική δραστηριότητα...

1