(Αναρχικό Δελτίο, νο 1
1, Ιούλης 2001)Μ
ερικές σημειώσεις με αφορμή- Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες, μέσα από το μετασχηματισμό του κράτους και του καπιταλισμού, μέσα από την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό τους, αναδύεται ένας “νέος” κόσμος, γνήσιος απόγονος του “παλιού” ως προς την ουσία του, αλλά με αναβαθμισμένες δυνατότητες ανάπτυξης της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της αλλοτρίωσης και του ελέγχου.
Από την αρχή, στους βασικούς στόχους της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχει τεθεί η αύξηση των κερδών του κεφάλαιου μέσα από τη μείωση του κόστους εργασίας. Με την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων στρατηγικών οικοδομείται ένα νέο πλαίσιο που καθιστά την εργασία περισσότερο ευέλικτη, φθηνή και πειθαρχημένη, περισσότερο διάχυτη μέσα στη ζωή, ορίζοντας νέους ρόλους στους ανθρώπους, μετατρέποντας τους εργαζόμενους σε απασχολήσιμους, τους μαθητές σε καταρτιζόμενους, τους ασθενείς σε πελάτες κ.ο.κ. Σε αυτή την κατεύθυνση, προωθούνται η εντατικοποίηση και η σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα, η αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων με ατομικές, η ελαστικοποίηση του ωραρίου, η υποαπασχόληση και η φθηνή “μαύρη” εργασία, η προσαρμοστικότητα του εργαζόμενου στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας (συνεχής κατάρτιση, συχνή αλλαγή αντικειμένου απασχόλησης), νέες μορφές εργασίας όπως η τηλε-εργασία, και ακόμα, ο περιορισμός του κόστους των
- Κατά προέκταση, το ιστορικό τέλος του λεγόμενου “κράτους πρόνοιας” έχει σταδιακά αλλά σταθερά προδιαγραφεί. Το μοντέλο που ανέθετε την εκπλήρωση βασικών κοινωνικών αναγκών (εκπαίδευση, υγεία, επιδόματα, ασφάλιση) σε μια κεντρική κρατική διαχείριση, αφενός αντιστοιχούσε στις προηγούμενες συνθήκες της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής και της μαζικής κοινωνικής κατηγοριοποίησης με βάση σταθερούς ρόλους / θέσεις στον καταμερισμό εργασίας (εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, σπουδαστές) και από την άλλη απορροφούσε τους κραδασμούς των εργατικών αγώνων με την έμμεση επιστροφή σε συλλογικό επίπεδο ενός ελάχιστου μέρους του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου. Όταν οι συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού άρχισαν να μεταβάλλονται, το συγκεκριμένο μοντέλο άρχισε να φαντάζει δαπανηρό και περιττό για τα αφεντικά.
- Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εξελίσσεται σε βάθος χρόνου στην Ελλάδα μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ξεκινώντας με ρυθμίσεις προ δεκαετίας και χωρίς βέβαια να προορίζεται να εξαντληθεί με τις τελευταίες κυβερνητικές προτάσεις. Μια μεταρρύθμιση εναρμονισμένη και με τις αποφάσεις των αφεντικών σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο, με στόχο την όλο και μεγαλύτερη αποδέσμευση των αφεντικών από το κόστος της ασφάλισης και τη μεταφορά του στους ασφαλιζόμενους, προωθώντας την αύξηση των απαιτούμενων χρόνων εργασίας και των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, την πριμοδότηση των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών.
- Όμως, η επιβολή των εκσυγχρονιστικών τους προγραμμάτων δεν είναι καθόλου απρόσκοπτη. Συχνά αποδεικνύεται δύσκολη, ανασφαλής ακόμα και αβέβαιη, έχοντας να αντιμετωπίζει διαρκώς την επικινδυνότητα της συσσωρευόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας να εξελιχθεί σε γενικευμένο ξέσπασμα. Έτσι, αν και από τους αρχικούς σχεδιασμούς προβλεπόταν μέσα από συνοπτικές διαδικασίες η γρήγορη ψήφιση και το άμεσο προχώρημα των ρυθμίσεων, αυτό που ακολούθησε ήταν η, πολύ σπάνια για κυβερνητική πρακτική, απόσυρση των προτάσεων. Μια υπαναχώρηση με στόχο την εκτόνωση των διαφαινόμενων εκτεταμένων αντιδράσεων, που ανακοινώθηκε ακριβώς πριν την απεργία και τη χαρακτηριστική συγκέντρωση διαμαρτυρίας της 26ης Απρίλη με την πολύ μαζική παρουσία των ανθρώπων. Αλλά αν οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις ήταν τόσο φανερά επιθετικές και τόσο πλατιές στην απεύθυνσή τους ώστε πηγαία να κατέβει τόσος κόσμος στους δρόμους, η απουσία ανάμεσά του μορφών αυτοοργάνωσης και ενός ανταγωνιστικού λόγου προς τον κυρίαρχο τον καθιστούσαν εύκολα ευάλωτο και χειραγωγήσιμο από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, από τα λόγια και τις υποσχέσεις της.
Τελικά, οι κοινωνικές αντιδράσεις επενδύθηκαν στις εσωτερικές αντιφάσεις των θεσμών και των μηχανισμών της εξουσίας, όπου προκλήθηκαν μεν αρκετές δυσκολίες στην παρούσα κυβερνητική διαχείριση, όσον αφορά την εξισορρόπηση των εσωτερικών της συσχετισμών και την αποκατάσταση των κοινωνικών της ερεισμάτων, αλλά ταυτόχρονα παρέμεινε ο δρόμος ανοιχτός στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ίσως για μερικούς μήνες αργότερα, μέσα από τις περισσότερο προσεκτικές και συναινετικές διαδικασίες του “κοινωνικού διαλόγου”.
- Επειδή κανένα κοινό πλαίσιο διαλόγου δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε αυτούς που υπομένουν την εκμετάλλευση, τη βία και την ανελευθερία και σε εκείνους που τις παράγουν, η βάση του “διαλόγου” είναι αυτή που έχουν θέσει τα αφεντικά με επιχειρήματα για τη “γήρανση του πληθυσμού”, για τα “ελλείμματα” και τη “μη βιωσιμότητα” των ασφαλιστικών ταμείων, για την “ανάγκη εκσυγχρονισμού” τους. Όμως αυτός που ορίζει το “πρόβλημα” προσανατολίζει και τη “λύση”. Έτσι, τι άλλο σημαίνει η αποδοχή του “κοινωνικού διαλόγου” από τη συμμετοχή στα αδιέξοδα του καπιταλισμού, και τι άλλο παράγει για τους εκμεταλλευόμενους εκτός από αυταπάτες ότι δήθεν αυτός ο κόσμος ανήκει σε όλους, εκτός από τη συναίνεση στην επιβολή των κυρίαρχων επιλογών.
Και συμμέτοχοι στον “κοινωνικό διάλογο” δεν γίνονται μόνο όσοι θα κάτσουν τελικά στα συγκεκριμένα τραπέζια με τους συγκεκριμένους υπουργούς. Είναι και εκείνοι που, ακόμα και αν τον αρνούνται
- Πολλοί αναρχικοί στην Αθήνα βρεθήκαμε μαζί με τους χιλιάδες άλλους ανθρώπους που κατέβηκαν στους δρόμους ενάντια στο ασφαλιστικό, όχι μόνο στις 26 Απρίλη αλλά και την Πρωτομαγιά και στις 17 Μάη. Ήμασταν εκεί, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε και πάντα υπολογίζοντας πως στην πλευρά του εχθρού δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο τα αφεντικά αλλά και όλους εκείνους που αναλαμβάνουν τη διαμεσολάβηση και τη χειραγώγηση των αγώνων από τα μέσα. Ήμασταν εκεί αναγνωρίζοντας την κοινότητα των συμφερόντων μας μαζί με όλους εκείνους που εκδήλωναν την αγανάκτηση και τη δυσαρέσκειά τους, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας και προωθώντας την πρότασή μας για τον κοινωνικό αγώνα: Χωρίς να πισωγυρίζουμε σε ένα αλλότριο παρελθόν, να προχωρήσουμε χωρίς να αρκεστούμε σε τίποτα λιγότερο από τα πάντα, σε τίποτα λιγότερο από την καταστροφή της μισθωτής σκλαβιάς και της ιδιοκτησίας, για μια κοινωνία πραγματικής ελευθερίας και αλληλεγγύης, όπου “ο καθένας να μπορεί να λαμβάνει σύμφωνα με τις ανάγκες του και να προσφέρει σύμφωνα με τις δυνατότητές του”.
Ιανός, Ιούνης 2001