III. Η ομάδα της R.A.F.: Μαρξιστική ή αναρχική;
Επιδράσεις κι αναφορές

R.A.F.: ορθόδοξοι μαρξιστές;

Τα Μ.Μ.Ε., οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές, οι κυβερνήσεις και τα μεγάλα κόμματα χαρακτήρισαν γενικά ως αναρχικούς τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, ακόμα κι αν τα σχετικά σχόλια αφορούσαν τις μαρξιστικές ιδεολογικές αναφορές που η ίδια η ομάδα αναγνώριζε στον εαυτό της. Υπογραμμιζόταν η "αναρχική" διάσταση της πολιτικής της και τα όσα η ίδια η R.A.F. υποστήριζε για τον εαυτό της θεωρούνταν αμελητέα.

Στο εσωτερικό της νόμιμης άκρας αριστεράς, τόσο οι μαρξιστικές όσο και οι αναρχικές οργανώσεις αρνούνταν να θεωρήσουν τη R.A.F. ως δική τους, χαρακτηρίζοντάς την αντίστοιχα ως "αναρχική" ή "μαρξιστική", ένας χαρακτηρισμός που δεν στόχευε παρά στην απόρριψή της.

Όσο για τους συμπαθούντες της R.A.F., αυτοί απέδιδαν στην ομάδα τις προσωπικές τους πολιτικές αναφορές. Όσοι ήταν οργανωμένοι στις "επιτροπές υποστήριξης" και θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως "εγγυητές της ορθοδοξίας" υπογράμμισαν το μαρξιστικό χαρακτήρα της R.A.F. Ο Klaus Croissant υπήρξε o κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της τάσης. Σε μια συνέντευξη τον Απρίλιο του 1982, προσδιορίζει τους αγωνιστές της R.A.F. ως "μαρξιστές επαναστάτες" και στην ερώτηση "Ποιά είναι τα θεωρητικά κείμενα που επηρέασαν περισσότερο τη R.A.F.;" απαντά ότι τα μέλη της οργάνωσης "άντλησαν τα συμπεράσματά τους από τον Μαρξ και τον Λένιν".(1)

Πέρα από αυτούς τους οργανωμένους συμπαθούντες, δημιουργήθηκε μεταξύ των ετών 1972 και 1977 ένα "ρεύμα" συμπάθειας προς τη R.A.F. στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ελλάδα...) που κατά κύριο λόγο αποτελούνταν από μη οργανωμένους αναρχικούς και, από το 1976 κι έπειτα, από αυτούς που αποκαλούνταν αυτόνομοι. Οι τελευταίοι λίγο ενδιαφέρονταν για τις ιδεολογικές αναφορές της R.A.F. Μόνο η πρακτική της ομάδας τούς γοήτευε, και η συμπάθειά τους προς τη R.A.F. ενισχυόταν από το μίσος ή την περιφρόνηση που αυτή προκαλούσε στις αριστερίστικες οργανώσεις. Ελάχιστα τους ενδιέφερε αν η R.A.F. προσδιοριζόταν ή όχι ως μαρξιστική και τη θεωρούσαν a priori ως αναρχική ομάδα.

Πώς, όμως, τα ίδια τα μέλη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός προσδιόριζαν τον εαυτό τους; Σε ερώτηση του Spiegel: "Πώς αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας; Θεωρείτε ότι είστε μαρξιστές ή αναρχικοί;", οι φυλακισμένοι της R.A.F. απαντούν "μαρξιστές", αλλά προσθέτουν: "Η εκδοχή του αναρχισμού, όπως προβάλλεται από τις κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντικομμουνιστικός δαυλός που δεν έχει καμία άλλη χρήση παρά εμπρηστική... Στοχεύει στην αντιδραστική και φασίζουσα κινητοποίηση του λαού προκειμένου αυτός να χειραγωγηθεί και να ταυτιστεί με την κρατική βία. Πρόκειται επίσης για μια απόπειρα του ιμπεριαλιστικού κράτους να σφετεριστεί προς όφελός του την παλιά διαμάχη μεταξύ επαναστατών μαρξιστών και επαναστατών αναρχικών, να χρησιμοποιήσει εναντίον μας την οππουρτινιστική κατάντια του σύγχρονου μαρξισμού ο οποίος υποστηρίζει ότι οι μαρξιστές δεν πρέπει να επιτίθενται στο Κράτος, αλλά στο κεφάλαιο, και ότι μόνο τα εργοστάσια κι όχι οι δρόμοι μπορούν σήμερα να αποτελέσουν πεδία της ταξικής πάλης. Σύμφωνα με αυτή τη λανθασμένη εκδοχή του μαρξισμού, ο Λένιν ήταν αναρχικός και το βιλίο του "Κράτος κι Επανάσταση" ένα αναρχικό εγχειρίδιο. Κι όμως, είναι το κατεξοχήν στρατηγικό βιβλίο του επαναστατικού μαρξισμού...".(2)

Στο πρώτο τους κείμενο "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", οι αγωνιστές της R.A.F. δηλώνουν: "Δεν είμαστε ούτε μπλανκιστές ούτε αναρχικοί, αν και θεωρούμε τον Μπλανκί μεγάλο επαναστάτη και δεν περιφρονούμε διόλου τον ηρωϊσμό πολλών αναρχικών (...). Από παλιά, οι αναρχικοί υπήρξαν οι πιο άγριοι επικριτές του οππορτουνισμού κι έτσι όποιος κάνει κριτική στον οππορτουνισμό κατηγορείται για αναρχισμό".(3) Έτσι, οι αγωνιστές της R.A.F., ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως μαρξιστές, εκφράζουν κάποια συμπάθεια και σεβασμό για το αναρχικό κίνημα, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πρόσφατων εκδηλώσεών του, όπως είναι οι Ρέμπελοι του Hasch: "Το πρόταγμα των αναρχικών "Τσακίστε αυτό που σας τσακίζει!" στοχεύει στην άμεση κινητοποίηση της βάσης, της νεολαίας στις φυλακές, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια. Απευθύνεται στους πιο καταπιεσμένους και μπορεί να γίνει αυθόρμητα αντιληπτό. Καλεί σε άμεση αντίσταση".(4)

Ο μαρξισμός σαν θεωρία και πρακτική έγινε αντιληπτός κι εφαρμόστηκε με διαφορετικούς τρόπους, τόσο από τα κράτη (Κίνα, ΕΣΣΔ, Αλβανία, Γιουγκοσλαβία...) όπου μετατράπηκε σε επίσημη ιδεολογία, όσο κι από διάφορες ομάδες, κόμματα, οργανώσεις (ρεβιζιονιστές, τροτσκιστές, μαρξιστές/λενινιστές, μαοϊκούς, ακόμα κι από ορισμένες εξτρεμιστικές ομάδες της άκρας αριστεράς) καθώς και ένοπλες οργανώσεις (Ερυθρές Ταξιαρχίες, Φωτεινό Μονοπάτι, R.A.F...). Καθένας είχε τη δική του ερμηνεία του μαρξισμού, που τη θεωρούσε ως την πιο πιστή στο Μαρξ, την πιο επιστημονική, την πιο αυθεντική. Ο Χόρστ Μάλερ σχολιάζει αυτήν την πραγματικότητα με τρόπο διασκεδαστικό: "Στην πραγματικότητα δεν είχαμε καμία δυσκολία να συνδέσουμε αυτή την καθολική αντίληψη της επανάστασης με τα μαρξιστικά αξιώματα. Συνεπώς, θεωρούσαμε ότι ήμασταν καλοί μαρξιστές και πιθανώς να θεωρούσαμε επίσης κι ότι ήμασταν οι καλύτεροι".(5)

Μέσα από τα κείμενα και την πρακτική της R.A.F., θα διερευνήσουμε αν ο μαρξισμός υπήρξε πραγματικά συστατικό στοιχείο της θεωρίας και της πρακτικής της ομάδας, ή αν άλλες επιδράσεις, συνειδητές ή μη, ήταν αυτές που έπαιξαν έναν πιο καθοριστικό ρόλο.

Στα κείμενά τους οι αγωνιστές της R.A.F. αναφέρονται σε διάφορες εκδοχές του μαρξισμού: από τις πιο στερεότυπες ως τις λιγότερο ορθόδοξες. Έτσι, ο Μπάαντερ, όταν υποστηρίζει ότι "Η φασιστική παραμόρφωση του κράτους υπήρξε αναγκαστική, καθώς υπαγορευόταν απ' τις αντιφάσεις του ίδιου του κεφαλαίου",(6) δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να υιοθετεί την οικονομιστική και μηχανιστική αντίληψη της "αντανάκλασης" που βλέπει στο Κράτος (υπερδομή) την εικόνα του τρόπου παραγωγής (υποδομή). Ο ίδιος άλλωστε καταφεύγει και σε μια άλλη μαρξιστική "κοινοτοπία", όταν γράφει: "Η λειτουργία του αστικού Κράτους συνίσταται στη διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ενάντια στην παγκόσμια τάση των παραγωγικών δυνάμεων προς το σοσιαλισμό".(7)

Ξαναβρίσκουμε εδώ την ιδέα ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε από μόνη της στο σοσιαλισμό, αν δεν εμποδιζόταν από τον καπιταλισμό. Ένα ανάλογο επιχείρημα χρησιμοποιεί και η Ούλρικε Μάινχοφ προκειμένου να καταδείξει την αναγκαιότητα του αντάρτικου στις μητροπόλεις, ενός αντάρτικου που θα είναι η έκφραση της "αντικειμενικής τάσης": "Η R.A.F. είναι μια υπόθεση που γεννιέται με λογικό και διαλεκτικό τρόπο μέσα από τις υπάρχουσες σχέσεις. Μια πρακτική που εκφράζει τις πραγματικές σχέσεις. Γιατί ολόκληρη η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων".(8) Σε άλλο κείμενο της R.A.F. διαβάζουμε: "Η δημιουργία της R.A.F., καθώς και κάθε ένοπλης ομάδας καθορίζεται και νομιμοποιείται από την κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος -κι αυτό το αντιλαμβάνεται αργά ή γρήγορα και η ίδια. Είναι αυτή η κρίση που γεννά το αντάρτικο, αυτή που το καθιστά δυνατό ως έκφραση μιας αντικειμενικής τάσης".(9)

Συνεπώς, η R.A.F. υιοθετεί τις δύο υλιστικές θέσεις της θεωρίας της Γνώσης: την "αντανάκλαση" και την επ' άπειρον "προσέγγιση" που τείνει προς την αλήθεια, θέσεις που ήταν αγαπητές στο Λένιν. Από τον τελευταίο, η R.A.F. υιοθετεί επίσης τη θεωρία του ιμπεριαλισμού ως ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και θεωρεί τη διεθνιστική πολιτική της γραμμή ως συνέχεια της γραμμής που χάραξε ο Λένιν.

Τέλος, η Ούλρικε Μάινχοφ στο κείμενό της για την ταξική θέση και την ταξική πάλη, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, υιοθετεί την παραδοσιακή αρχή του διαλεκτικού υλισμού που επιβεβαιώνει την υπεροχή της κίνησης έναντι της ακινησίας, καθώς η τελευταία δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρη και σχετική. Επίσης, στο ίδιο κείμενο συναντάμε την αντίληψη περί προτεραιότητας της διάσπασης έναντι της ταυτότητας, η οποία παραπέμπει στη μαοϊκή διατύπωση: "το ένα διαιρείται σε δύο".

Όμως, οι αγωνιστές της R.A.F. συμπεριλαμβάνουν στις αναφορές τους, άμεσα ή έμμεσα, και σύγχρονους μαρξιστές, όπως για παράδειγμα τον Αλτουσέρ -με τον οποίο συμφωνούν ως προς την αντίληψη ότι το κράτος συγκροτείται τόσο από κατασταλτικούς όσο και από ιδεολογικούς μηχανισμούς-, καθώς επίσης και τον Πουλαντζά, για τον οποίο η Mάινχοφ λέει ότι "συνέλαβε τον τρόπο με τον οποίο οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους συνδέονται με τις κατασταλτικές και ιδεολογικές του λειτουργίες".(10) Η ίδια προχωρά πέρα από τον Πουλαντζά, υπογραμμίζοντας όχι μόνο "τη σχετική αυτονομία της οικονομικής βαθμίδας έναντι του Κράτους", αλλά υποστηρίζοντας επιπλέον την ιδέα ότι το οικονομικό στοιχείο δεν ανήκει πλέον στην τάξη του αντικειμενικού, αλλά σε εκείνη της ιδεολογίας. Η ιδέα αυτή συγκλίνει με την αντίληψη που έχει διατυπωθεί σε άλλα κείμενα της R.A.F., όπου τα μέλη της υποστηρίζουν ότι το σύστημα πλέον χρησιμοποιεί την αναφορά στη σφαίρα της οικονομίας (παραγωγή και κατανάλωση), προκειμένου να απενεργοποιήσει τους ριζοσπαστικούς αγώνες, ενώ προηγουμένως ο καπιταλισμός χρησιμοποιούσε την ιδεολογία (υπερδομή) προκειμένου να εξομαλύνει τις αντιφάσεις στο πεδίο της παραγωγής.

Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν έναν εξέχοντα και καθοριστικό ρόλο στην υποκειμενικότητα, επιζητούν όμως να παραμείνουν συνδεδεμένοι με τη μαρξιστική παράδοση. Έτσι, συνδέουν την υποκειμενικότητα με μια αντικειμενική διαδικασία στην οποία η πρώτη δίνει μια κατεύθυνση, μια στρατηγική, μια συνοχή, μια διάρκεια, καθώς μετατρέπεται σε πολιτική δύναμη. Παραπέμπουν μάλιστα και στην άποψη του Γκράμσι "για τον οποίο η βούληση αποτελεί μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ: η ισχυρή βούληση συνιστά τον κινητήριο μοχλό της επαναστατικής διαδικασίας, στη διάρκεια της οποίας η υποκειμενικότητα γίνεται πράξη".(11)

Μπορούμε, επομένως, να πούμε πως η R.A.F. είναι μαρξιστική στο βαθμό που υιοθετεί τα βασικά αξιώματα του ιστορικού υλισμού: η ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, η πάλη των τάξεων είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας, αυτή η πάλη γεννιέται μέσα στις συνθήκες εκμετάλλευσης μιας ταξικής κοινωνίας, ο τρόπος παραγωγής είναι η αντιφατική ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, αυτή η ενότητα είναι πρόσκαιρη. Ωστόσο, πολλές φορές οι αγωνιστές της R.A.F. επικαλούνται τις μαρξιστικές αναφορές με βασικό στόχο να πείσουν για την ορθότητα της πολιτικής τους γραμμής, καθώς αυτές οι αναφορές αποτελούν για εκείνους εγγύηση "σοβαρότητας".

Η ανάγνωση των κειμένων της R.A.F. αποδεικνύει την επίδραση ορισμένων στοχαστών που μπορεί να ήταν αρκετά απομακρυσμένοι από το μαρξισμό, όμως έθεταν το ζήτημα της επανάστασης ή της εξέγερσης. Και ίσως αυτές οι επιδράσεις να ήταν και οι πιο αποφασιστικές για τη συγκρότηση και την πορεία της ομάδας. Είδαμε πριν τη σημασία των θέσεων του Μαρκούζε αναφορικά με τον προσδιορισμό του "επαναστατικού υποκειμένου". Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι άλλοι φιλόσοφοι της σχολής της Φρανκφούρτης. Για παράδειγμα, η R.A.F. αναφέρεται στις αντιλήψεις του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ, όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο Autoritare Person- lichkeit,(12) (Aυταρχική Προσωπικότητα) προκειμένου να θέσει το ερώτημα "γιατί οι μάζες αφήνονται να κυριαρχούνται;"

Παράλληλα, οι αγωνιστές της R.A.F. δεν απέρριψαν διόλου τη συνεισφορά της ψυχανάλυσης: "Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες από το Φρόυντ μέχρι το Mαρκούζε, περνώντας και απο τον Βίλχελμ Ράιχ έπαιξαν κάποιο ρόλο. Επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι η αντίσταση υπάρχει ως δυναμική. Υπάρχει υπό μία μορφή που δεν εμφανίζεται ως αντίσταση αλλά, αντίθετα, ως στιγμές φασίζουσας καταπίεσης. Είναι η μετατροπή της διαμαρτυρίας σε αυτοκαταπίεση έως σημείου νεύρωσης. (...) Η καταπίεση γεννά την αντίσταση, όμως αυτή η τελευταία πρέπει να πάρει άλλη μορφή από το να στρέφεται ενάντια στα ίδια τα θύματα της καταπίεσης. (...) Θα πρέπει να στρέφουμε την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, ενάντια στον εχθρό, όχι ενάντια στον εαυτό μας", αναφέρει ο Χόρστ Μάλερ σε μια συνέντευξη.(13)

Σε ένα από τα πρώτα κείμενά τους με τίτλο "Να υπηρετήσουμε το λαό", οι αγωνιστές της R.A.F. έγραφαν: "Στο υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών μεταξύ των προλετάριων, πολλοί δεν βλέπουν παρά μια έκφραση απελπισίας, κι όχι τη διαμαρτυρία",(14) εκφράζοντας έτσι την ιδέα ότι η εξέγερση είναι παρούσα, αλλά οι κυριαρχούμενοι σφάλλουν ως προς το στόχο. Στα παιδιά και τις γυναίκες που είναι θύματα κακομεταχείρισης, η R.A.F. βλέπει το αποτέλεσμα αυτού του σφάλματος, καθώς η διαμαρτυρία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή ατομικών ή συλλογικών φασιστικών αντιδράσεων.

Ωστόσο, η απουσία αγώνων, κυρίως στο πεδίο της παραγωγής, δεν είναι κατ' ανάγκην κάτι το αρνητικό: "Στην πολιτική αδιαφορία του προλεταριάτου δεν πρέπει να βλέπουμε μονάχα την απάθεια, αλλά και την αμφισβήτηση ενός συστήματος για το οποίο δεν αξίζει τον κόπο να στρατευτεί κανείς. (...) Στην έλλειψη διάθεσης του προλεταριάτου για οικονομικούς αγώνες, δεν πρέπει να βλέπουμε την αποστροφή για τον αγώνα, αλλά την άρνηση των προλετάριων να παλέψουν για γελοίες αυξήσεις και για μια ανόητη κατανάλωση".(15) Η φαινομενική έλλειψη αγωνιστικότητας γίνεται αντιληπτή ως έκφραση μιας άρνησης του συστήματος.

Αυτές οι αναφορές στη σχολή της Φρανκφούρτης και την ψυχανάλυση είναι όμοιες με εκείνες της Ένωσης Σοσιαλιστών Φοιτητών (S.D.S.) και της Νέας Γερμανικής Αριστεράς η οποία, στα πλαίσια του προβληματισμού της σχετικά με το ναζιστικό φαινόμενο, αναρωτήθηκε ποιό είναι το στοιχείο εκείνο στις νοητικές δομές του ατόμου το οποίο επέτρεψε την εξάπλωση και την επικράτηση του φασισμού. Οι αγωνιστές της Νέας Αριστεράς ενδιαφέρθηκαν για τις αντιλήψεις του Βίλχελμ Ράιχ ο οποίος διέκρινε στο φασιστικό φαινόμενο δυο επίπεδα: το κρατικό επίπεδο και το ατομικό επίπεδο (μικροφασισμός). Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και εκείνοι της Νέας Αριστεράς, απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην υποκειμενικότητα και την ατομική βούληση. Για το λόγο αυτό ενσωμάτωσαν στις αναφορές τους τον Σαρτρ, για τον οποίο το άτομο είναι "μια μοναδική ολότητα". Κατά την άποψή τους, όπως και κατά την άποψη του Σαρτρ, κάθε κατάσταση μπορεί και πρέπει να υπερβληθεί, η στράτευση είναι αναπόφευκτη, η ευθύνη του καθένα συνολική και "ο σκοπός είναι η συνθετική ενότητα των μέσων". Έτσι, η R.A.F. δεν έχει τακτική, παρά μια στρατηγική, και αρνείται κάθε συμβιβασμό.

Τέλος, οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και ο Σαρτρ, αποδίδουν στην ελευθερία μια θεμελιώδη αξία, που δεν έχει τη μαρξιστική έννοια της "αναγκαιότητας". Γι αυτό το λόγο αναφέρονται επίσης στον Μπλοκ, για τον οποίο κινητήριος μοχλός της ιστορίας δεν είναι η πάλη των τάξεων, αλλά η επιθυμία του ανθρώπου για ελευθερία και πληρότητα.

Όχι στην κατάληψη της εξουσίας. Πρωτοκαθεδρία της κυριαρχίας
έναντι της εκμετάλλευσης. - Η R.A.F. κι ο αναρχισμός

Η αντίληψή τους για την ελευθερία τούς συνδέει με τους αναρχικούς. Πραγματικά, τα μέλη της R.A.F. δεν αγωνίζονται για ένα ονειρικό αύριο. Το "βασίλειο της ελευθερίας" πρέπει να είναι άμεσο και παρόν και η παρανομία αποτελεί αυτό το "απελευθερωμένο έδαφος". Η ελευθερία είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης, εμπεριέχεται μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Όπως οι αναρχικοί, έτσι και οι αγωνιστές της R.A.F. αρνούνται τα στάδια, τις επαναλαμβανόμενες διαμεσολαβήσεις, τις "θυσιασμένες γενιές". Δεν υπάρχει "ιστορική υπομονή" που να επικυρώνει την κάθε είδους καρτερία.

Η επανάσταση δεν είναι μια σωρευτική διαδικασία, όπως είναι για τους μαρξιστές που τη συνδέουν με τη διαδικασία παραγωγής. Το ζήτημα για τη R.A.F δεν είναι να καταλάβει κανείς την εξουσία του Κράτους, ακόμα κι αν έχει την πρόθεση να την καταστρέψει στη συνέχεια: πρέπει εξαρχής να την καταστρέψει, επιφέροντάς της πλήγματα, αφού αυτή δεν είναι και δεν μπορεί παρά να είναι εργαλείο κυριαρχίας.

Οι αγωνιστές της R.A.F. θεωρούν, όπως και οι αναρχικοί, ότι είναι η κυριαρχία που προηγείται και επιφέρει την εκμετάλλευση και ότι η παραγωγή δεν είναι παρά ένα τμήμα του συστήματος όπου ασκείται η εξουσία. Έτσι, η Μάινχοφ, σε μια δήλωσή της στη διάρκεια μιας δίκης, στη μομφή ότι οι αγωνιστές της R.A.F. αποκαλούνται επαναστάτες χωρίς να έχουν δουλέψει ποτέ σε εργοστάσιο, απαντούσε ότι για τους αγωνιστές το προλεταριάτο δεν έχει μια έννοια κοινωνιολογική, αλλά μια έννοια αγώνα. "Θέλετε να πείτε ότι "η εργασία απελευθερώνει;" (Arbeit macht frei?)- κι επομένως και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ή μήπως μιλάτε για την προτεσταντική ηθική της εργασίας;"(16)

Σε ένα κείμενο του 1972, με τίτλο "Anarchismus Vorwurf",(17) η R.A.F. υποστήριζε ότι οι "παλιοί αναρχικοί με τις αντιλήψεις τους για την κυριαρχία και την εργασία είχαν προβλέψει αυτό που έγινε πραγματικότητα στο σημερινό στάδιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος".

Η μελέτη των κειμένων της R.A.F. δείχνει ότι η ομάδα δεν αφήνεται να καλυφθεί από οποιαδήποτε ταμπέλα, όπως το αποδεικνύει και η πολυμορφία των αναφορών της. Το πρώτο της κείμενο, "Σχετικά με την αντίληψη του αντάρτικου πόλης", τελειώνει με ένα απόσπασμα του Έλντριτζ Κλήβερ: "Εγώ, είμαι πεπεισμένος ότι τα περισσότερα πράγματα που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα δεν χρειάζεται να αναλυθούν περισσότερο". Πρόκειται για μια αντίληψη που βρίσκεται πολύ κοντά σε εκείνη που εξέφρασε ο Μπακούνιν το 1873: "... Στους κόλπους της Διεθνούς αναπτύχθηκαν περισσότερες ιδέες από ό,τι έπρεπε για να σωθεί ο κόσμος, εάν βέβαια πιστεύει κανείς ότι οι ιδέες από μόνες τους θα μπορούσαν ποτέ να τον σώσουν. Και προκαλώ τον οποιονδήποτε να εφεύρει μια καινούρια ιδέα. Δεν είναι πλέον καιρός για ιδέες, αλλά για γεγονότα και πράξεις".

Αν η R.A.F. χαρακτηρίστηκε από τα Μ.Μ.Ε. ως αναρχική, αυτό δεν έγινε χωρίς λόγο. Στην πραγματικότητα, αναβίωσε με την πρακτική της την παράδοση των αναρχικών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Είναι οι αναρχικοί που πρώτοι διεκδίκησαν πολιτικά τις επιθέσεις σε τράπεζες, τις οποίες αποκαλούσαν "ατομική επανάκτηση" ή "συλλογική επανάκτηση". Σχετικά με αυτό το ζήτημα, η R.A.F. δηλώνει: "Πολλοί λένε ότι το να ληστεύεις μια τράπεζα δεν είναι επαναστατικό. Όμως από πότε το ζήτημα της χρηματοδότησης μιας οργάνωσης δεν είναι επαναστατικό;"(18) Ο αναρχικός Ντυβάλ της "Ομάδας Μπατινιόλ" ο οποίος είχε συλληφθεί κατηγορούμενος για κλοπή, δήλωνε ενώπιον του δικαστηρίου: "Αν ξαναγινόμουν ελεύθερος, θα σας τίναζα όλους στον αέρα! Γι αυτό άλλωστε προορίζονταν αυτά τα χρήματα".(19) Με τις βομβιστικές επιθέσεις, η R.A.F. υιοθετούσε τη μέθοδο της "προπαγάνδας με την πράξη" που είχε υποστηριχθεί από την Αναρχική Ομοσπονδία του Ιούρα στο συνέδριο της Βέρνης, στο βαθμό που στόχος της δεν ήταν μόνο να καταφέρει πλήγματα στον εχθρό, αλλά και να ενθαρρύνει τους εκμεταλλευόμενους, να τους ωθήσει στην εξέγερση, δείχνοντάς τους ότι οι ηγέτες αυτού του συστήματος δεν είναι ανίκητοι. Ακριβώς αυτό ήταν και το σχέδιο του Εμίλ Ανρί ο οποίος είχε τοποθετήσει μια βόμβα στο αστυνομικό τμήμα της οδού Bons Enfants και στη δίκη του δήλωνε: "Θεωρώ ότι οι εξεγερτικές ενέργειες είναι εύστοχες, επειδή αφυπνίζουν τη μάζα, την τινάζουν με ένα βίαιο χτύπημα και της δείχνουν την ευάλωτη πλευρά της μπουρζουαζίας που τρέμει από το φόβο της ακόμα και τη στιγμή που ο εξεγερμένος ανεβαίνει στο ικρίωμα".(20) Τέλος, η εκτέλεση κρατούντων ανήκε επίσης στην αναρχική πρακτική: αρκετοί αρχηγοί κρατών και βασιλιάδες είχαν χτυπηθεί από τους αναρχικούς στα τέλη του 19ου αιώνα.

Οι αγωνιστές της R.A.F., όπως και οι αναρχικοί του 19ου αιώνα, μετέτρεψαν τη δίκη τους σε βήμα επίθεσης εναντίον του συστήματος και δεν επιζήτησαν ποτέ την επιείκεια των δικαστών τους. Αντίθετα, διεκδικούσαν όλες τις ενέργειες της ομάδας και προκαλούσαν τη δικαιοσύνη, όπως ο Ντυβάλ, ο οποίος για μια απλή κλοπή χωρίς χρήση βίας, είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αφού πρώτα αποκλείστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου. Η Λουίζ Μισέλ και αρκετοί κομμουνάροι είχαν επίσης την ίδια στάση απέναντι στη δικαιοσύνη και πήγαν ακόμα πιο μακριά από τους αγωνιστές της R.A.F. ως προς την προκλητική τους στάση απέναντι στο δικαστήριο.

Εκτός από τους αναρχικούς, κι άλλοι χρησιμοποίησαν αυτές τις μεθόδους αργότερα. Πώς να μην αναφέρουμε εδώ ως πρόδρομο της R.A.F. τον "κόκκινο στρατό" του Max Holz που στην αρχή της δεκαετίας του '20 έκανε "απαλλοτριώσεις" τραπεζών ή πλούσιων ιδιωτών και χρησιμοποιούσε τη φωτιά και το δυναμίτη. Κι αυτός επίσης, ο οποίος ως αγωνιστής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (K.P.D.).(21) αυτοχαρακτηριζόταν μαρξιστής, με τις πράξεις και τα λόγια του βρισκόταν πολύ κοντά στους αναρχικούς, όπως για παράδειγμα φαίνεται σε αυτή τη διακήρυξή του: "Αφοπλίστε τους πλούσιους, την αστυνομία, τη χωροφυλακή, τη Sipo, το στρατό! Επιτάξτε όσα χρήματα υπάρχουν! Ανατινάξτε σιδηροδρομικές γραμμές, δικαστήρια και φυλακές. Απελευθερώστε όλους τους κρατούμενους! Στην κεντρική Γερμανία, ο Horsing στέλνει στο εκτελεστικό απόσπασμα εργάτες, γυναίκες και παιδιά, μόνο και μόνο επειδή είναι εργάτες και αγωνίζονται για ψωμί και ελευθερία!".(22) (Max Holz, commandante της περιοχής του Mansfield, - επιγραφή στους τοίχους του Halle, τέλη Μάρτη 1921). Περιέργως, οι αγωνιστές της R.A.F. ποτέ δεν αναφέρθηκαν στον Max Holz. Παρόλα αυτά, η αυτοβιογραφία του ήταν διαθέσιμη και ορισμένοι γερμανοί αγωνιστές της δεκαετίας του '70 αναφέρονταν σε αυτήν.(23)

Επίδραση των λατινοαμερικάνικων ομάδων του αντάρτικου πόλης

Αυτές τις αναρχικές πρακτικές, οι αγωνιστές της R.A.F. τις επανανακάλυψαν μέσα από το παράδειγμα των λατινοαμερικάνικων ομάδων αντάρτικου πόλης. Στην πραγματικότητα, οι Τουπαμάρος αντιπροσώπευαν "το σημαντικότερο πρότυπο" για τη R.A.F. Αυτοί, όπως άλλωστε και ο Κάρλος Μαριγκέλα στη Βραζιλία, όχι μόνο πραγματοποίησαν, αλλά και εγκωμίασαν τις επιθέσεις τραπεζών τις οποίες αποκαλούσαν "απαλλοτριώσεις", τις βομβιστικές επιθέσεις (όπως για παράδειγμα ενάντια στη Μπάγιερ, επιχείρηση που συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια κατά του Βιετνάμ), τις επιθέσεις ενάντια στο στρατό, τις απαγωγές και εκτελέσεις όπως εκείνη του ειδικού της C.I.A. και συμβούλου της ουρουγουανής αστυνομίας Dan Mitrione, στις 10 Αυγούστου 1970.*

Αυτές οι ομάδες ένοπλης πάλης στη Λατινική Αμερική συγγένευαν στη δράση τους και το λόγο τους με τον αναρχισμό, παρότι δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως αναρχικές. Για παράδειγμα, ο Κάρλος Μαριγκέλα δήλωνε: "Τα πάντα είναι καλά, αρκεί να αποτελούν δράση".(24) Ο δε Κροπότκιν στην εφημερίδα του που ονομαζόταν "Ο εξεγερμένος" έγραφε: "Η διαρκής εξέγερση με την πένα, το στιλέτο, το δυναμίτη, το όπλο... Για μας είναι καλά όλα τα μέσα που δεν ανήκουν στη νομιμότητα".(25) Τέλος, η πιο περιβόητη ενέργεια των Τουπαμάρος, η κατάληψη της πόλης του Πάντο, στις 8 Οκτώβρη 1969, είναι ανάλογη με την κατάληψη του Λετίνο, μικρού χωριού του Ματέζε στην Ιταλία, από τον Κάρλο Καφιέρο, τον Απρίλιο του 1877.

Οι Τουπαμάρος, όπως και η R.A.F., ασκούσαν κριτική στην αριστερά και τους αριστεριστές που "χρησιμοποιούν τα μαρξιστικά σχήματα για να κατασκευάσουν θεωρίες οι οποίες εκθειάζουν την αδράνεια, και αυτό με στόχο να καλύψουν την έλλειψη θάρρους και την απουσία πίστης στις λαϊκές μάζες, ελπίζοντας πως είναι η μάζα που θα χύσει το αίμα της για την επανάσταση προκειμένου οι ίδιοι να σώσουν το τομάρι τους". Γι αυτούς, "είναι οι επαναστατικές πράξεις που κάνουν την επανάσταση". Έχοντας απορρίψει όλα τα σχήματα των προηγούμενων επαναστάσεων (λενινιστικό, μαοϊκό, καστρικό), υποστήριζαν ότι η πολιτική γραμμή προσδιορίζεται μέσα στη δράση. Τους άρεσε να επαναλαμβάνουν: "Οι λέξεις μάς χωρίζουν, η δράση μάς ενώνει."

Στα τέλη της δεκαετίας του '60, όλα τα ριζοσπαστικά κινήματα αγώνα -είτε αναφέρονταν είτε δεν αναφέρονταν στο μαρξισμό- διαπερνώνταν από ένα αναρχικό ρεύμα. Οι διαφορές φυλής, φύλου, γλώσσας, κουλτούρας, διαφορές οι οποίες δεν υπάγονται στην οικονομική σφαίρα, προβλήθηκαν και έγιναν επίκεντρο των πιο ριζοσπαστικών αγώνων της δεκαετίας του '70. Ο μαρξισμός φάνηκε ανίκανος να τις ερμηνεύσει. Στην καλύτερη περίπτωση, τις αντιμετώπιζε ως αντιφάσεις ή αρχαϊσμούς. Έτσι, ο Έλντριτζ Κλήβερ διαπίστωνε ότι ο μαρξισμός/λενινισμός δεν είχε βοηθήσει τους Μαύρους Πάνθηρες να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του ρατσισμού και ότι οι αναλύσεις ορισμένων μαρξιστών/λενινιστών απέκλειαν από την επαναστατική διαδικασία γνήσιους επαναστάτες των αστικών κέντρων. Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής είχαν επίσης επηρεαστεί από αυτού του είδους την πρακτική, όπως το απέδειξαν στο Wounded Knee το 1973, όταν πήραν τα όπλα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία.

Τέλος, είναι ανάγκη να τονιστεί ότι, αν όλες αυτές οι ομάδες είχαν τον Τσε ως σημείο αναφοράς τους, δεν ήταν επειδή συμφωνούσαν με τη θεωρία του, αλλά εξ' αιτίας της αποφασιστικότητάς του και της άρνησής του να συμμετάσχει στους θεσμούς. Ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ. Δεν πρέπει να σκέφτεται κανείς με όρους μέλλοντος της επανάστασης, αλλά με όρους επαναστατικού γίγνεσθαι.

Όλοι αυτοί οι αγώνες βρίσκουν μια αντιστοιχία σε επίπεδο φιλοσοφίας και σκέψης με αυτό που αποκαλούμε μεταμοντέρνο και που αμφισβητεί αξίες οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της δυτικής φιλοσοφίας: το υποκείμενο, τον ορθολογισμό, την αντικειμενική αλήθεια, την ιστορία. Μέσα σε αυτήν την προοπτική μπορεί να ερμηνευτεί η θεωρία της RAF. περί επαναστατικού υποκειμένου και η στρατηγική της που δεν εξαρτάται από μια επιστημονική θεωρία, αλλά από έναν πραγματισμό, στα πλαίσια του οποίου οι ελιγμοί, η ευκαιρία, τα αντίποινα, η πρόκληση κατέχουν μια ουσιαστική θέση.

Η R.A.F. αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του επαναστατικού κινήματος το οποίο ξέσπασε στα τέλη της δεκαετίας του '60 ως έκφραση μιας κρίσης του δυτικού πολιτισμού που έθεσε σε αμφισβήτηση τη μαρξιστική θεωρία.


1. Δες τη συνέντευξη του Klaus Croissant που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.

2. "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 241.

3. La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 102.

4. Στο ίδιο, σελ. 118.

5. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ που περιλαμβάνεται στη διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.

6. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 84.

7. Στο ίδιο, σελ. 93.

8. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 41.

9. Στο ίδιο, σελ. 88.

10. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 57.

11. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 62.

12. Δες το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" (La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Champ Libre Ed., p. 99.)

13. Συνέντευξη του Χορστ Μάλερ. Διδακτορική διατριβή της Anne Steiner, "Guerilla Urbaine en Europe occidentale: La R.A.F.", Paris X, 1985.

14. Texte der R.A.F., Chap. XXVIII, "Dem Volk dienen", p. 400.

15. Στο ίδιο, p. 401

16. Textes de la R.A.F., Maspero Ed., p. 189.

17. "Anarchismus Vorwurf " (Texte der R.A.F., Chap. XXIX, p. 436-437).

18. "Dem Volk dienen", Texte der R.A.F, p. 407.

19. Αναφέρεται από τον Jean Maitron στο "Le mouvement anarchiste des origines a 1914" (Το αναρχικό κίνημα από τις απαρχές μέχρι το 1914), Μaspero Ed., p. 186.

20. Αναφέρεται από τον Henri Dubieff στο "Les Anarchistes (1870-1940)", Armand Collin, 1972.

21. Διαγραφείς το 1920 από το Κ.Κ. Γερμανίας για απείθεια, ο Max Holz είχε αρνηθεί να παραδώσει τα όπλα σε αντίθεση με τις εντολές του κόμματος.

22. "Max Holz, une legende proletaire" in Les revoltes logiques no 8/9, 1979, p. 51.

23. Σε μια συνέντευξή του, ο Hans-Joaquim Klein (μέλος των Επαναστατικών Πυρήνων), δήλωνε ότι η αυτοβιογραφία του Max Holz ήταν το πρώτο του πολιτικό βιβλίο (Liberation no 1450, 2 Octobre 1978). Σ.τ.Ε.: Ο H.J. Klein αποκήρυξε αργότερα το αντάρτικο πόλης και μετά τη σύλληψή του το 1999 συνεργάστηκε με τις αρχές.

* Σ.τ.Ε.: Η υπόθεση αυτή, της απαγωγής του Dan Mitrione από τους Τουπαμάρος αποτελεί το θέμα της ταινίας "Κατάσταση Πολιορκίας" του Κ. Γαβρά.

24. Κάρλος Μαριγκέλα, "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης", σελ. 171.

25. Αναφέρεται από τον Ντανιέλ Γκερέν στο έργο του "Ο αναρχισμός".

*

1