ΙΙ. Επαναστατικό υποκείμενο και στρατηγική

Η εξαφάνιση του a priori προσδιορισμένου επαναστατικού υποκειμένου

Το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου, παλιό ζήτημα που τέθηκε στα πλαίσια του εργατικού κινήματος, δίχαζε πάντοτε τους επαναστάτες. Ήδη από την εποχή της Πρώτης Διεθνούς, η διαμάχη ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν(1) αφορούσε στο ποιό θα είναι το υποκείμενο που θα κάνει την επανάσταση, καθώς και στο ποιά θα είναι η μελλοντική κοινωνία. Ακολουθεί στη συνέχεια η πολεμική στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς σε σχέση με την "αστικοποίηση" (ήδη από τότε!) του προλεταριάτου. Πιο κοντά στην εποχή μας, ο Αλτουσέρ θεωρεί ότι επιλύει το πρόβλημα, καταργώντας το επαναστατικό υποκείμενο, αφού σύμφωνα με την άποψή του, το υποκείμενο είναι μια έννοια της αστικής φιλοσοφίας που παραπέμπει στην ουσία, την καταγωγή και την αιτιακή σχέση, και η επανάσταση αποτελεί γι αυτόν "μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο".(2)

Για τον Αντόνιο Νέγκρι, το προλεταριάτο δεν προσδιορίζεται πλέον από τη θέση του στην παραγωγή, αλλά από την ένταξή του στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας,(3) ενώ ο Αλαίν Μπαντιού υποστηρίζει: "Κάναμε λάθος να αντιλαμβανόμαστε το προλεταριάτο ως μια νομικοϊστορική έννοια, ως το υποκείμενο της ιστορικής ευθύνης. Το προλεταριάτο είναι μια μαθηματικοπολιτική έννοια".(4)

Σε ένα κείμενο του 1972, η R.A.F. αναλύει τη δική της αντίληψη για το επαναστατικό υποκείμενο. Θεωρεί ότι σήμερα η εκμετάλλευση και η κυριαρχία σε βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης δεν εντοπίζονται μόνο στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση και σε κάθε πτυχή της ζωής: "...Το σύστημα κατέλαβε το σύνολο του ελεύθερου χρόνου του ανθρώπινου όντος. Στην εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου στο εργοστάσιο έρχεται να προστεθεί η εκμετάλλευση της σκέψης και των συναισθημάτων, των προσδοκιών και των ουτοπιών από τα ΜΜΕ και τη μαζική κατανάλωση... Το σύστημα στις μητροπόλεις κατόρθωσε να βυθίσει τόσο βαθιά τις μάζες μέσα στην κοπριά του ώστε να τις κάνει να χάσουν την αντίληψή τους για τον ίδιο τους τον εαυτό ως εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων: ένα αυτοκίνητο, μια ασφάλεια ζωής, ένα συμβόλαιο κατοικίας είναι αρκετά για να τις κάνουν να αποδεχτούν όλα τα εγκλήματα του συστήματος και πέρα από το αυτοκίνητο, τις διακοπές, την πολυτελή τουαλέττα δεν μπορούν να ελπίζουν σε τίποτε άλλο".(5)

Στο σημείο αυτό, εκφράζεται από τη R.A.F. μια θέση συγγενής με εκείνη του Μαρκούζε στο έργο του "Ο μονοδιάστατος άνθρωπος": η αλλοτρίωση είναι τέλεια, βρίσκεται παντού, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση, και σε όλους τους τομείς της ζωής. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και κυριαρχίας 24 ώρες το 24ωρο. Είναι η "κλειστή" κοινωνία του Μαρκούζε που "κυριαρχεί και ενσωματώνει όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης, ιδιωτικής και δημόσιας".(6) "Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο αυτοκίνητό τους, στο στερεοφωνικό τους, το διώροφο σπίτι τους, τον εξοπλισμό της κουζίνας τους".(7) Και προσθέτει: "Αν ο εργάτης και το αφεντικό του παρακολουθούν το ίδιο τηλεοπτικό πρόγραμμα..., αυτή η εξομοίωση δε σημαίνει την εξαφάνιση των τάξεων. Καταδεικνύει, αντίθετα, το βαθμό στον οποίο οι κυριαρχούμενες τάξεις συμμετέχουν στις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις που εγγυώνται τη διατήρηση των αρχουσών τάξεων...".(8) "Όσο πιο ορθολογική, παραγωγική, τεχνική και καθολική γίνεται η διαχείριση της καταπιεστικής κοινωνίας, τόσο πιο πολύ τα άτομα δυσκολεύονται να φανταστούν τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να σπάσουν τα δεσμά της σκλαβιάς τους και να κατακτήσουν την ελευθερία τους".(9)

Για τη R.A.F., όπως και για τον Μαρκούζε, η μονοδιάστατη κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία χωρίς τάξεις, αλλά μια κοινωνία όπου οι εκμεταλλευόμενες τάξεις δεν έχουν πια τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους ως τέτοιο. Ωστόσο αυτή η ανάλυση δεν συνεπάγεται, για τη R.A.F., την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας πρωτοπορίας λενινιστικού τύπου, η οποία θα όφειλε να προσδιορίσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα επιτρέψει τη μετάβαση από την "τάξη καθεαυτή" στην "τάξη για τον εαυτό της": "Η ιδέα μιας πρωτοπορίας που αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια, αντανακλά μια αντίληψη κύρους που έχει θέση μόνο στα πλαίσια της κυρίαρχης τάξης και προσβλέπει στην κυριαρχία".(10)

Ούτε πρόκειται για μια διαπίστωση παραίτησης. Αντίθετα, είναι αυτή η συντριβή κι αυτή η εξατομίκευση που δίνουν τη δυνατότητα ενός ριζοσπαστικού αγώνα ο οποίος δεν εξαρτάται παρά από την απόφαση των ατόμων. Όπως γράφει ο Σαρτρ: "Οι αλλοτριώσεις παραπέμπουν άμεσα στην ελευθερία, αφού δεν μπορούμε να αλλοτρίωσουμε τίποτε άλλο εκτός από την ελευθερία".(11)

Η R.A.F. θεωρεί την ελευθερία ως το οντολογικό θεμέλιο της αλλοτρίωσης, η οποία με τη σειρά της έχει ιστορικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η δυνατότητα εξέγερσης υπάρχει παρά την καθολική παρουσία της αλλοτρίωσης: "Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι επαναστατικό υποκείμενο είναι ο καθένας που απελευθερώνεται από αυτούς τους καταναγκασμούς και αρνείται να συμμετάσχει στα εγκλήματα του συστήματος. Ότι ο καθένας από αυτούς που βρίσκουν την πολιτική τους ταυτότητα στους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου, καθένας από αυτούς που αρνούνται να είναι λειτουργικοί για το σύστημα, καθένας από αυτούς είναι: επαναστατικό υποκείμενο, σύντροφος".(12) Κάθε άτομο που αγωνίζεται είναι μια νησίδα ελευθερίας.

Για τη R.A.F., το επαναστατικό υποκείμενο δεν προσδιορίζεται ούτε απ' τη θέση του στη διαδικασία παραγωγής, ούτε από τη θέση του στη διαδικασία κατανάλωσης. Δεν ενσωματώνεται πλέον σε καμία κοινωνιολογική ή πολιτική κατηγορία, αλλά συγκροτείται από το σύνολο των εξεγερσιακών υποκειμενικοτήτων και των ατομικών εξεγερσιακών πράξεων. Ενώ ο Μαρκούζε βλέπει σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες μια προδιάθεση για αγώνα: "Ωστόσο, κάτω από τις λαϊκές συντηρητικές τάξεις, υπάρχει το υπόστρωμα των παριών, των αουτσάιντερ, των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων..., οι κυνηγημένοι, οι άνεργοι, αυτοί που δεν είναι απασχολήσιμοι..., αυτοί που δεν θέλουν πλέον να παίζουν το παιχνίδι του συστήματος".(13) Αντίθετα, η R.A.F. αποκλείει κάθε ντετερμινισμό: οι περιθωριακοί και οι αποκλεισμένοι του συστήματος δεν βρίσκονται σε καλύτερη θέση αγώνα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον. Το επαναστατικό υποκείμενο είναι οποιοσδήποτε, από τη στιγμή που αγωνίζεται, που δεν υποτάσσεται στις επιταγές του συστήματος. Το να υποστηρίζει ότι το επαναστατικό υποκείμενο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, αυτό σημαίνει ότι η R.A.F. δεν έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Η ομάδα δεν παρεμβαίνει στο όνομα κάποιου άλλου που δεν είναι η ίδια (του προλεταριάτου ή των μαζών). Η R.A.F. είναι η ίδια επαναστατικό υποκείμενο, εξαιτίας αυτού που κάνει εδώ και τώρα: "Πρόκειται για μας! Είμαστε επαναστατικό υποκείμενο: αυτός που αρχίζει να αγωνίζεται και να αντιστέκεται είναι ένας από μας".(14)

Δεν υπάρχει πλέον μια σωρευτική αντίληψη της ιστορίας με αφετηρία την κατηγορία ενός καθορισμένου επαναστατικού υποκειμένου, όπως στη μαρξιστική θεωρία, και ιδιαίτερα στον Λούκατς,(15) στο έργο του "Ιστορία και ταξική συνείδηση". Επίσης, η R.A.F. δεν μπορεί να είναι η οργάνωση που θα συλλέξει τις εμπειρίες του εργατικού κινήματος. Δεν είναι ο καθρέφτης του επαναστατικού υποκειμένου, μέσα στον οποίο αυτό θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον εαυτό του και να ταυτιστεί. Το επαναστατικό υποκείμενο δεν είναι πλέον αυτό που ελπίζει κανείς, που το διαπαιδαγωγεί, που το περιμένει, που του αναθέτει μια ιστορική αποστολή, που το ξεσηκώνει: η R.A.F. δεν πρόκειται να περιμένει ούτε τις μάζες να κάνουν την επανάσταση ούτε τις αντικειμενικές συνθήκες να γίνουν ευνοϊκότερες.

Σε αυτή την προοπτική, όποιος δεν αγωνίζεται, ενώ αυτοαποκαλείται επαναστάτης, είναι "κακόπιστος" με την έννοια που δίνει σε αυτή τη λέξη ο Σαρτρ, δηλαδή προσπαθεί να βρει λόγους, δικαιολογίες για να μην αγωνίζεται. Για τη R.A.F., κάθε πολιτική, ιστορική, γεωστρατηγική κατάσταση μπορεί και, κυρίως, οφείλει να ξεπεραστεί: στον καθένα εναπόκειται να αρχίσει άμεσα να οργανώνει τη μάχη, εκεί όπου βρίσκεται. Όταν η R.A.F. λέει "Πρόκειται για μας, εμείς είμαστε επαναστατικό υποκείμενο", δεν πρόκειται για μια απόπειρα αποκλειστικής οικειοποίησης του τίτλου του "επαναστατικού υποκειμένου". Αυτό το "εμείς" μπορεί να οικειοποιηθεί από πολλές ομάδες, από τη στιγμή που αγωνίζονται ενάντια στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα με τη R.A.F., και καθώς αυτές οι ομάδες δημιουργούνται σε παγκόσμια κλίμακα, καμιά περιοχή του κόσμου δεν πρέπει να παραμένει έξω από τον αγώνα. Όλα τα κινήματα που σε κάθε γωνιά του κόσμου παλεύουν με το όπλο στο χέρι είναι "επαναστατικά υποκείμενα".

Η R.A.F. διαπιστώνει ότι, σε μια παγκόσμια προοπτική, οι λαοί του Τρίτου Κόσμου αντιπροσωπεύουν το προλεταριάτο και βρίσκονται "στην πρωτοπορία της αντιϊμπεριαλιστικής επανάστασης, γεγονός που σηματοδοτεί τη μεγάλη αντικειμενική ελπίδα ότι οι άνθρωποι θα απελευθερωθούν από μόνοι τους".(16) Ωστόσο, η R.A.F. δεν συμμεριζόταν τις θέσεις εκείνων που θεωρούν ότι η ανταγωνιστική αντίθεση μεταξύ Αστικής Τάξης και Προλεταριάτου μετατίθεται στην αντίθεση μεταξύ βιομηχανοποιημένων χωρών και προλεταριακών εθνών (αντίθεση Βορρά - Νότου). Βρισκόταν ήδη πιο κοντά στη θέση του Αλαίν Μπαντιού που εντοπίζει την ανταγωνιστική αντίθεση στη σχέση μεταξύ προλεταριάτου και ιμπεριαλιστικού συστήματος, με το προλεταριάτο να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του συστήματος.

Είδαμε προηγουμένως ότι, σύμφωνα με τη R.A.F., η εκμετάλλευση και η κυριαρχία σε βάρος των μαζών στις μητροπόλεις έχει αγγίξει έναν άνευ προηγουμένου βαθμό τελειότητας. Το προλεταριάτο στις βιομηχανικές χώρες δεν συνιστά, λοιπόν, μια εργατική αριστοκρατία. Απλώς "το προλεταριάτο μέσα στην ιμπεριαλιστική μητρόπολη, οργανωμένο, καταγραμμένο και ελεγχόμενο σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του από το κεφάλαιο - μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κράτους, τα συνδικάτα και τα κόμματα - δεν μπορεί σε εθνικό πλαίσιο να γίνει τάξη για τον εαυτό της".(17) Αυτό δεν σημαίνει ότι η πρωτοβουλία για δράση σταματά να αναπτύσσεται στο πεδίο των μητροπόλεων, όπου οι επαναστάτες έχουν ένα ιδιαίτερο καθήκον να εκπληρώσουν: "Αυτό που προσδίδει στρατιωτική ορθότητα στο αντάρτικο των μητροπόλεων -στη R.A.F. εδώ, στις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, στον Ενωμένο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (United People Liberation Army) στις Η.Π.Α.- είναι ότι, στα πλαίσια των απελευθερωτικών αγώνων των λαών του Τρίτου Κόσμου και μέσα από έναν αγώνα αλληλεγγύης προς αυτούς, το αντάρτικο μπορεί να επιτεθεί στον ιμπεριαλισμό εδώ, στα μετόπισθεν, από όπου αυτός εξάγει τα στρατεύματά του, τα όπλα του, τις οδηγίες του, την τεχνολογία του, τα συστήματα επικοινωνίας του και τον πολιτισμικό φασισμό του για να καταπιέσει και να εκμεταλλευτεί τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Να τί προσδιορίζει στρατηγικά το αντάρτικο στις μητροπόλεις: η διεξαγωγή στα μετόπισθεν του ιμπεριαλισμού του ένοπλου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, του λαϊκού πολέμου".(18)

Είναι με αυτή την έννοια που πρέπει να αντιληφθούμε και το όνομα της R.A.F., "Φράξια Κόκκινος Στρατός". Η R.A.F. είναι η ένοπλη φράξια του γερμανικού επαναστατικού κινήματος, ένας πολιτικοστρατιωτικός πυρήνας που καλείται να αυξηθεί και να αναπτυχθεί, και ταυτόχρονα μια απ' τις φράξιες του παγκόσμιου κόκκινου στρατού, που αποτελείται από το σύνολο των απελευθερωτικών κινημάτων των λαών του Τρίτου Κόσμου και των οργανώσεων του αντάρτικου μέσα στις μητροπόλεις. Όμως αυτά τα διαφορετικά κινήματα που αγωνίζονται στην περιφέρεια και το κέντρο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνονται αντιληπτά ως τα διαφορετικά σώματα ενός ενιαίου στρατού που μάχεται κάτω από την καθοδήγηση ενός "παγκόσμιου επιτελείου της Επανάστασης", όπως για παράδειγμα τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα που οργανώθηκαν στους κόλπους της Τρίτης Διεθνούς.

Η αλληλεγγύη εκδηλώνεται με τρόπο οριζόντιο και αυθόρμητο. Η R.A.F. δεν αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία κανενός απελευθερωτικού κινήματος έναντι των υπόλοιπων. Στόχος των αγωνιστών της δεν ήταν η ενοποίησή τους με μια αντάρτικη μονάδα στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή ή τη Λατινική Αμερική, αλλά η συγκρότηση ένοπλης φράξιας εκεί όπου βρίσκονταν, εκεί όπου "ο ιμπεριαλισμός πιστεύει ότι είναι ασφαλής, εκεί όπου είναι συγκεντρωμένα τα καθοδηγητικά του κέντρα"(19), διατηρώντας πλήρη αυτονομία σε ό,τι αφορά την οργάνωση του αγώνα. Σε αυτόν τον αγώνα που διεξάγεται σε παγκόσμια κλίμακα, δεν μπορούν να υπάρχουν στάδια, ούτε απελευθερωμένα εδάφη, όσο ο ιμπεριαλισμός δε νικιέται παντού: "Σε αντίθεση με την ανάλυση του Γκεβάρα, εμείς λέμε ότι η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία είναι μια διαδικασία ενιαία. Αναπτύσσεται όχι μέσω σταδίων, αλλά στο βαθμό που εθνικά εδάφη απελευθερώνονται από τον έλεγχο του αμερικάνικου κεφαλαίου και σε όλες τις χώρες του ιμπεριαλιστικού συστήματος - τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο - υπάρχουν ομάδες που παίρνουν τα όπλα και μάχονται".(20)

Η R.A.F. θεωρεί τον εαυτό της ως μια ουσιαστική στιγμή στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Όταν μιλά για πρωτοπορία των λαών του Τρίτου Κόσμου που έχουν πάρει τα όπλα, είναι μόνο από ποσοτική άποψη σε σύγκριση με τα αντάρτικα των μητροπόλεων που το δυναμικό τους είναι περιορισμένο. Αν και η R.A.F. δεν αντιπροσωπεύει κανέναν άλλο παρά τον εαυτό της στη σκηνή της Ιστορίας, κι όχι αυτή ή την άλλη κοινωνική κατηγορία που θα αποτελούσε "επαναστατικό υποκείμενο", τονίζει ωστόσο ότι η υπόθεσή της είναι κοινή με εκείνη των πιο στερημένων και κυριαρχούμενων στις μητροπόλεις, καθώς και των μαζών του Τρίτου Κόσμου: "...Η υπόθεση του λαού, των μαζών, των εργαζόμενων στην αλυσίδα παραγωγής, του "λούμπεν-προλεταριάτου", των φυλακισμένων, των μαθητευόμενων εργατών -των κατώτερων κοινωνικά μαζών εδώ- και των απελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο είναι υπόθεσή μας. Η υπόθεσή μας - ο ένοπλος αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό- είναι υπόθεση των μαζών και αντίστροφα".(21)

Αν η R.A.F. μιλά εδώ για την υπόθεση των πιο εκμεταλλευόμενων και των πιο καταπιεσμένων, αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι γι αυτήν δεν υπάρχει πλέον προκαθορισμένο επαναστατικό υποκείμενο, ούτε κοινωνικές κατηγορίες ή άτομα που δυνητικά είναι πιο επαναστατικά από ότι άλλα. Εννοεί ότι υπάρχουν δύο στρατόπεδα: αυτό των εκμεταλλευτών κι αυτό των κυριαρχούμενων, ακόμα κι αν οι τελευταίοι δείχνουν συνήθως αλληλέγγυοι με τους δημίους τους. Πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την υπόθεση ως μια απαίτηση δικαιοσύνης, ηθικής: ως έναν ορίζοντα που πρέπει να αδραχτεί. Για τη R.A.F., η δικαιοσύνη ή το τέλος της αλλοτρίωσης δε συνάγονται από μια "θεωρία-επιστήμη", όπως πιστεύουν οι μαρξιστές. Υπάρχει ένα πρόταγμα: πρέπει να αγωνιζόμαστε.

Για τη R.A.F., η εξαφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, του επαναστατικού υποκειμένου το οποίο αποτελεί θεματοφύλακα της θεωρίας και εγγυητή της σχέσης θεωρίας και πρακτικής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη στρατηγική της ομάδας που η ουσιαστική καινοτομία της σε σχέση με την επαναστατική παράδοση είναι η τάση να μη θεωρεί τις μάζες ως έναν "τρίτο προς διαπαιδαγώγηση". Αυτό όμως, δεν εμποδίζει τη R.A.F.- επαναστατικό υποκείμενο να στοχεύει ορισμένες φορές στην έμπνευση τρίτων.

Στρατηγική χωρίς απεύθυνση σε τρίτο

Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, υπάρχουν μόνο δύο δυνάμεις που συγκρούονται: η R.A.F. και η "ιμπεριαλιστική μηχανή". Αυτή η τελευταία έχει, σύμφωνα με τη R.A.F., διάφορες μορφές: είναι ο αμερικάνικος στρατός, το γερμανικό κράτος, οι πολιτικοοικονομικοί ηγέτες. Οι διαφορετικές πτυχές της ιμπεριαλιστικής μηχανής αποτελούν το στόχο της R.A.F. και η ενότητά τους τονίζεται μέσα από τις αναλύσεις της ομάδας: το γερμανικό κράτος θεωρείται σαν ένα "κράτος μαριονέτα" υποταγμένο στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Είναι ταυτόχρονα, με βάση τη διάκριση του Αλτουσέρ, ένας κατασταλτικός μηχανισμός που λειτουργεί με βάση τη βία (δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατός...) κι ένας ιδεολογικός μηχανισμός (τύπος, πανεπιστήμια...). Όσο για τους πολιτικοοικονομικούς ηγέτες, αυτοί είναι, για τη R.A.F., η ενσάρκωση αυτού του συστήματος.

Συνεπώς, οι στόχοι της R.A.F. θα είναι τα αστυνομικά τμήματα, οι εγκαταστάσεις του αμερικάνικου στρατού, το εκδοτικό συγκρότημα του Springer, οι δικαστές και οι εισαγγελείς, η ηγεσία των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Για τη R.A.F., "σκοπός του αντάρτικου είναι να πλήξει την κρατική μηχανή σε συγκεκριμένα σημεία και να τη θέσει εκτός λειτουργίας".(22) Σε αυτή την αναμέτρηση, η R.A.F. είναι μόνη απέναντι στην "ιμπεριαλιστική μηχανή" και όταν επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του αμερικάνικου στρατού στη Φρανκφούρτη ή τη Χαϊδελβέργη δεν ισχυρίζεται ότι οι μάζες θα κατανοήσουν τις ενέργειές της και θα μάθουν κάτι από αυτές. Αυτό που έχει σημασία για τη R.A.F. είναι να επιφέρει πλήγματα στο στρατιωτικό και ηθικό δυναμικό του ιμπεριαλισμού.

Στην ανακοίνωση με την οποία αναλαμβάνει την ευθύνη της επίθεσης ενάντια στις αμερικάνικες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Φρανκφούρτη, η R.A.F. δηλώνει: "Η Δυτ. Γερμανία και το Δυτ. Βερολίνο πρέπει να πάψουν να χρησιμεύουν σαν χώρος ασφαλούς αναδίπλωσης για τους στρατηγούς της εξόντωσης. Στο εξής θα γνωρίζουν ότι τα εγκλήματά τους ενάντια στο βιετναμέζικο λαό τούς δημιούργησαν καινούριους εχθρούς που θα τους πολεμήσουν λυσσαλέα, κι ότι δεν υπάρχει πια γι αυτούς μέρος στον κόσμο που να μπορούν να είναι ασφαλείς μπροστά στις επιθέσεις των μονάδων του επαναστατικού αντάρτικου".(23) Στόχος αυτής της ενέργειας είναι η αποδιοργάνωση του εχθρού, κι ακόμα κι αν η επίθεση δε γίνει κατανοητή από κανέναν, η αποτελεσματικότητά της είναι άμεση και ολοφάνερη: οι αμερικάνοι αξιωματικοί και στρατιώτες θα έχουν καταλάβει, κι αυτό είναι το σημαντικό. Με αυτή την ενέργεια χτυπιέται επίσης το γερμανικό κράτος κι είναι ίσως αυτό που πλήττεται πρώτο. Η κατανόηση από πλευράς των μαζών, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν στοιχείο απαραίτητο ως προς την αποτελεσματικότητα της πράξης, απλά θα ήταν ένα επιπλέον στοιχείο. Αντίληψη που συνδέεται με τη θεώρηση της R.A.F. ως "επαναστατικού υποκειμένου". Σε αυτό τον πόλεμο δεν υπάρχουν περιθώρια για διαπραγματεύσεις, και η R.A.F. δεν προσπαθεί να πείσει τον εχθρό της να αλλάξει, να γίνει πιο δίκαιος: η μόνη λύση είναι να τον λυγίσει, να τον καταστρέψει.

Ήδη η πρώτη ενέργεια της οποίας η R.A.F. ανέλαβε την ευθύνη, η απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ στις 14 Μάη 1970, εντασσόταν στην προοπτική μιας στρατηγικής που δεν απευθύνεται σε κάποιον τρίτο. "Δεν απελευθερώσαμε τον Μπάαντερ για λόγους προπαγάνδας, αλλά απλά για να είναι ελεύθερος",(24) δήλωνε η ομάδα το 1971. Εκείνο που έβλεπε η R.A.F. σε αυτήν την πρώτη ενέργεια ήταν η επίτευξη ενός άμεσου στόχου: λίγο ενδιέφερε αν η ενέργεια γινόταν κατανοητή από οποιονδήποτε τρίτο.

Στρατηγική με διαπαιδαγωγήσιμο τρίτο

Ωστόσο, η R.A.F. σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθετεί μια στάση παιδαγωγικού τύπου, απευθυνόμενη σε έναν τρίτο που -ανάλογα με την περίσταση- είναι οι μάζες, η γερμανική άκρα αριστερά ή η διεθνής κοινή γνώμη. Επομένως στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, τρεις είναι οι παράγοντες που αναδεικνύονται: η R.A.F., "το ιμπεριαλιστικό σύστημα" και ο τρίτος του οποίου αναμένεται η περίφημη "συνειδητοποίηση".

Στην ερώτηση του περιοδικού Spiegel -στα πλαίσια μιας συνέντευξης που δόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1975- "Δεν παρατηρείτε ότι κανείς πια δεν κατεβαίνει στους δρόμους για σας;", η R.A.F., παραπέμποντας στα αποτελέσματα σχετικών σφυγμομετρήσεων, απαντά ότι ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να πείσει, ωστόσο συγκέντρωσε τη συμπάθεια μιας μερίδας του πληθυσμού, γεγονός που είναι πρωταρχικό για την ανάπτυξη μιας παιδαγωγικής σχέσης. Έτσι η R.A.F., παραπέμποντας σε σφυγμομετρήσεις, τοποθετεί τον εαυτό της στο ίδιο πεδίο με τις οργανώσεις που συμμετέχουν στο παραδοσιακό παιχνίδι του δυτικού δημοκρατικού συστήματος, με τις οποίες όμως θεωρεί ότι δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο. Για μια ομάδα που υπογραμμίζει το "μονοδιάστατο χαρακτήρα" της σύγχρονης κοινωνίας, η χρήση δημοσκοπήσεων και στατιστικών είναι στοιχείο έντονα αντιφατικό. Στην πραγματικότητα, αυτές δεν αποτελούν παρά τον κατεξοχήν χώρο που επιφυλάσσει το σύστημα στις μάζες και συνιστούν το πρότυπο εργαλείο "ταξινόμησης": είναι η προνομιακή σφαίρα του μη αυθεντικού.

Πολύ συχνά, για τη R.A.F., δεν είναι οι μάζες που ενσαρκώνουν τον "τρίτο", αλλά η διεθνής κοινή γνώμη. Όταν η R.A.F. δηλώνει ότι θέλει "να καταστήσει ορατό το φασισμό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας", προκειμένου να κινητοποιήσει ενάντια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας "κάθε στοιχείο πολιτικά εχθρικό προς αυτήν στο εξωτερικό, έναν παλιό αντιφασισμό και κάθε στοιχείο -στο εσωτερικό όλων των ομάδων του πολιτικού φάσματος, από την άκρα αριστερά μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και τις κυβερνήσεις κάθε χώρας- που αντιτίθεται στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονική βούληση της Γερμανίας",(25) ο τρίτος στον οποίο, από ό,τι λέει, απευθύνεται εδώ η R.A.F. περιλαμβάνει ακόμα και τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, τις οποίες ωστόσο η R.A.F. θεωρούσε πάντοτε στοιχεία του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Επίσης, όταν η R.A.F. απαγάγει το 1977 τον Χανς Μάρτιν Σλέγιερ, δεν αναφέρεται στο ρόλο του ως εκπροσώπου των γερμανών αφεντικών, στη φήμη του ως "τρομερού αφεντικού", αλλά μόνο στο παρελθόν του στα S.S. Κι αυτό, γιατί δεν απευθύνεται στο γερμανικό λαό, αλλά στη διεθνή κοινή γνώμη. Ενώπιόν της θέλει να δικαιωθεί και να καταδείξει τη "συνέχεια μεταξύ του Τρίτου Ράιχ και της Ο.Δ.Γ.", τουλάχιστον σε επίπεδο προσώπων. Και ως ένα βαθμό επιτυγχάνει το στόχο της, αν αναλογιστούμε την αντίδραση του γαλλικού τύπου και τις τοποθετήσεις ορισμένων Γάλλων διανοουμένων.

Η δημιουργία "επιτροπών ενάντια στα βασανιστήρια" και "διεθνούς επιτροπής για την υπεράσπιση των φυλακισμένων" (I.V.K) εντάσσεται επίσης σε αυτή τη στρατηγική, όπου η R.A.F. επιχειρεί να καταστήσει τη διεθνή κοινή γνώμη (ΜΜΕ, ανθρωπιστικές οργανώσεις, συνδικάτα, κόμματα, νομικούς...) σύμμαχό της στον αγώνα που αντιτάσσει στο γερμανικό κράτος.

Στρατηγική με στόχο την έμπνευση τρίτου

Στην ανακοίνωση με την οποία ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση ενάντια στις εγκαταστάσεις του αμερικάνικου επιτελείου στη Χαϊδελβέργη, η R.A.F. "παροτρύνει όλους τους αγωνιστές να κάνουν όλες τις αμερικάνικες εγκαταστάσεις στόχο των επιθέσεών τους στα πλαίσια του πολιτικού αγώνα τους ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό".(26) Αυτές οι παροτρύνσεις απευθύνονται σε έναν αποδέκτη που δεν εντάσσεται εδώ σε μια παιδαγωγική σχέση: πρόκειται για όλους αυτούς που θέλουν να αγωνιστούν, αλλά δεν τολμούν να το κάνουν. Με αυτή την ενέργεια, η R.A.F. θέλει να πλήξει το στρατιωτικό δυναμικό του εχθρού και ταυτόχρονα να δείξει ότι είναι δυνατόν, με μικρές δυνάμεις, να του επιφέρει κανείς πλήγματα. Η ομάδα επιχειρεί να θέσει τα πράγματα σε κίνηση, επιδιώκει μια εξάπλωση αυτής της πρακτικής, μια αλυσιδωτή αντίδραση, χωρίς να ισχυρίζεται ότι ενορχηστρώνει τις επερχόμενες ενέργειες και τους επερχόμενους αγώνες. Πραγματικά, για τη R.A.F., "το πιο συνειδητό τμήμα των διανοουμένων και των εργατών δεν διευθύνει τον αγώνα, αλλά δίνει το παράδειγμα".(27)

Σε ένα γράμμα τους προς τη R.A.F., μέλη των Επαναστατικών Πυρήνων δήλωναν: "Οι ενέργειες της R.A.F. το 1972 ενθάρρυναν και αφύπνισαν ένα σωρό ανθρώπους, και ανάμεσά τους κι εμάς. Γιορτάζαμε μπροστά στην αδυναμία ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού και την ικανότητα του αντάρτικου να δρα, ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία. (...) Είδαμε ότι ήταν δυνατόν να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτό που σκεφτόμασταν ήδη από πολύ καιρό".(28)

Τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία. Μετατροπή της αδυναμίας σε δύναμη.

Σε κείμενο του 1972,(29) η R.A.F. δήλωνε: "Το ερώτημα ποιο τμήμα του συστήματος είναι πιο εύκολο να πολεμήσουμε, ποιό είναι το πιο αδύνατο, δεν μπορεί να απαντηθεί παρά από εμάς τους ίδιους μέσα από τη διαλεκτική σχέση της θεωρίας με την πράξη."Για τη R.A.F. δεν υπάρχει μια γενική θεωρία του συστήματος που να προσδιορίζει τα ισχυρά και τα αδύνατα σημεία του, όπως η λενινιστική θεωρία του "πιο αδύνατου κρίκου".(30)

Δεν είναι δυνατόν να γίνει αξιολόγηση, ακόμα και διαλεκτική, του συσχετισμού δυνάμεων, είτε σε ποιοτικό είτε σε ποσοτικό επίπεδο. Η R.A.F. προχωρά από χτύπημα σε χτύπημα. Πώς να μάθουμε πού είναι ισχυρό το σύστημα και πού αδύναμο; Δοκιμάζοντας. Έτσι, ένα από τα υποτιθέμενα ισχυρά σημεία του ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως για παράδειγμα η Χαϊδελβέργη, στη καρδιά της μητρόπολης, μπορεί να αποδειχτεί πιο ευάλωτο και αδύναμο από άλλα σημεία που βρίσκονται στην περιφέρεια. Για τη R.A.F., η πρακτική δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα της θεωρίας, μηχανιστικό, διαλεκτικό ή δομικό. Ούτε παράγει μια μέλλουσα θεωρία. Η πρακτική προκαλεί καταστάσεις: η R.A.F. χτυπά και στη συνέχεια προχωρά σε αξιολογήσεις. Αυτή είναι η αντίληψή της για τη διαλεκτική, μια αντίληψη που απέχει πολύ από τη μαρξιστική. Δεν ξεκινά να καταστρέψει το σύστημα βάζοντας διαδοχικούς στόχους: δεν υπάρχουν στάδια που πρέπει να σεβαστεί κανείς και οι αγώνες δεν μπορούν να αθροιστούν, ούτε τα επιτεύγματά τους μπορούν να διατηρηθούν μέσα στο χρόνο. Η R.A.F. θέλει να κάνει το κράτος να χρησιμοποιήσει κι αυτό, παρά τη θέλησή του, την πρακτική "από χτύπημα σε χτύπημα", προκειμένου να δείξει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο, ότι δεν μπορεί να προβλέψει τα πάντα, ότι μπορεί να τα χάσει, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των εκπροσώπων του.

Η χρήση του χρόνου και του χώρου είναι ιδιαίτερα σημαντική στη στρατηγική της R.A.F. Στην επίθεσή της το 1972, πραγματοποιεί τις ενέργειές της μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (έξι σημαντικά χτυπήματα μέσα σε δύο εβδομάδες) και σε μια ακτίνα όσο το δυνατό ευρύτερη (από το Αμβούργο στο Μόναχο, από τη Φρανκφούρτη στο ’αχεν). Υπάρχει ταυτόχρονα συμπύκνωση του χρόνου και διεύρυνση του χώρου. Με τον τρόπο αυτό η R.A.F. εφαρμόζει μια βασική σκακιστική αρχή, που θέλει τον παίκτη να καταλαμβάνει τον μέγιστο δυνατό χώρο στη σκακιέρα μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Με την επίθεση του 1977, ξαναβρίσκουμε αυτή την επιλογή συγκέντρωσης των ενεργειών. Στη διάρκεια μιας δίκης τον Ιούνιο του 1984, ο Knut Folkers, αγωνιστής του δεύτερου κύματος της R.A.F., δήλωνε σχετικά με την επίθεση εναντίον του Siegfried Buback(31): "Το χτύπημα δεν έγινε νωρίτερα, γιατί δεν θέλαμε να απομονώσουμε την ενέργεια, αλλά να την εντάξουμε σε μια επιθετική εκστρατεία, όπως και συνέβη. Πολύ απλά, για να αυξήσουμε το αποτέλεσμα".

Η επίθεση δεν είναι περιορισμένη και "δεν υπάρχει προσδιορισμένο μέτωπο, το μέτωπο είναι παντού και πουθενά"(32), όπως έλεγε ο στρατηγός των Βιετκόγκ Giap, αφού το αντάρτικο είναι ένας τρόπος επέμβασης με ανίσχυρες δυνάμεις. Η παρενόχληση του εχθρού ανήκει στην πρακτική του, η οποία βασίζεται -όπως λέει ο Λυοτάρ - "σε ένα είδος αναστροφής ή πονηριάς μέσω της οποίας οι μικροί, οι "αδύναμοι" γίνονται προς στιγμήν πιο δυνατοί από τους δυνατούς". "Να κάνουμε την ασθένεια όπλο", έλεγε η κολεκτίβα των ασθενών της Χαϊδελβέργης (S.P.K.) και η επιτροπή υποστήριξης στους φυλακισμένους της R.A.F. δήλωνε: "να συνειδητοποιήσουμε αυτή την υλική δύναμη που είναι η αδυναμία μετασχηματισμένη σε δύναμη". Σύμφωνα με τον Λυοτάρ: "Αυτές οι αναστροφές ανήκουν σε μια λογική που είναι εκείνη των σοφιστών, των πρώτων ρητόρων, όχι του δασκάλου της λογικής, σε ένα χρόνο ευκαιριών, όχι το χρόνο του ρολογιού της παγκόσμιας ιστορίας, σε ένα χώρο μειονοτήτων χωρίς κέντρο".(33)

Η πολιτική του χείριστου;

Η νόμιμη άκρα αριστερά στη Γερμανία και σε άλλες χώρες κατηγόρησε συχνά τη R.A.F. ότι παίζει με την "πολιτική του χείριστου" και επιδιώκει "να επιταχύνει τη διαδικασία εκφασισμού του Κράτους"(34) προκειμένου να προκαλέσει αντίσταση ενάντια στην καταπίεση. Στις κατηγορίες αυτές η R.A.F. απαντά ότι "δεν είναι υπεύθυνος για το φασισμό αυτός που τον αντιπαλεύει"(35) κι ότι η ίδια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αποκαλύπτει τον "υφέρποντα φασισμό" που ήδη υπάρχει στους κόλπους της γερμανικής κοινωνίας. Δεν κάνει τίποτε άλλο απ' το να αποκαλύπτει την πραγματική φύση του γερμανικού κράτους που κρύβεται πίσω από "ένα δημοκρατικό προσωπείο". Η R.A.F. θεωρεί ότι "οι αστικές ελευθερίες δεν είχαν ριζώσει πραγματικά στους κόλπους του κρατικού μηχανισμού"(36) και ότι "καταργήθηκαν με τους νόμους Έκτακτης Ανάγκης (Notstandgesetzt), όταν εμφανίστηκε το πρώτο μαζικό κίνημα, το φοιτητικό, που θέλησε να τις χρησιμοποιήσει ενάντια στο κράτος". Για τη R.A.F., κάθε ριζοσπαστική αντιπολίτευση, και όχι αποκλειστικά η ένοπλη πάλη, προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του Κράτους που αποκαλύπτει έτσι την "αληθινή του φύση" και πετά το "δημοκρατικό του προσωπείο". Επίσης, αυτή η αντίδραση του Κράτους αντιπροσωπεύει, για την ομάδα, ένα κριτήριο αποτελεσματικότητας, νομιμοποιεί τη δράση της.

Αφαιρώντας το προσωπείο του κράτους, η R.A.F. δεν θέλει απλώς να καταδείξει την πραγματική ουσία της εξουσίας, θέλει επίσης να αναγκάσει τον εχθρό να αποκαλυφθεί για να τον χτυπήσει καλύτερα, να τον οδηγήσει σε γυμνό πεδίο, στο δικό της πεδίο, τη στιγμή που αυτή το επιθυμεί. Η R.A.F. αρνείται ότι θέλει να προκαλέσει ή να επιταχύνει τον εκφασισμό της κρατικής μηχανής. Δηλώνει, ωστόσο, ότι επανάσταση και αντεπανάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και, προς επίρρωση αυτής της θέσης, αναφέρεται συχνά σ' ένα απόσπασμα του Μαρξ από την "Πάλη των τάξεων στη Γαλλία": "Η επαναστατική διαδικασία προχώρησε μπροστά, άνοιξε το δρόμο, προκαλώντας μια ισχυρή και συμπαγή αντεπανάσταση, δημιουργώντας έναν εχθρό και πολεμώντας ενάντιά του".(37) Αναφέρεται επίσης και στη θέση του Κιμ Ιλ-Σουνγκ: "Το ζήτημα δεν είναι να γνωρίζουμε αν θέλουμε τη στρατιωτικοποίηση της αντίδρασης ή όχι. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε αν μπορούμε να πετύχουμε τη μετατροπή της στρατιωτικοποίησης της αντίδρασης σε στρατιωτικοποίηση της επανάστασης".(38)

Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, η R.A.F. αναγνωρίζει ως θετικό αυτό που ονομάζει "κλιμάκωση της αντεπανάστασης", όπως άλλωστε και ο Κάρλος Μαριγκέλα στο "Μικρό εγχειρίδιο του αντάρτη πόλης": "Η βασική αρχή της επαναστατικής στρατηγικής μέσα σε συνθήκες διαρκούς πολιτικής κρίσης είναι η ανάπτυξη ενός τέτοιου αριθμού επαναστατικών ενεργειών που θα υποχρεώσουν τον εχθρό να μετατρέψει την πολιτική κατάσταση της χώρας σε στρατιωτική. Με αυτό τον τρόπο, η δυσαρέσκεια θα εξαπλωθεί σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού".(39) Στη Γερμανία, η αντίδραση του κράτους μετά τις ενέργειες της R.A.F. επέφερε τα ακριβώς αντίστροφα αποτελέσματα. Η καταστολή που γνώρισε η νόμιμη άκρα αριστερά ώθησε τα μέλη της να αποστασιοποιηθούν από την ένοπλη πάλη, τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και πράξης, γεγονός που συντέλεσε στην απομόνωση της ομάδας. Όσο για τις "γερμανικές μάζες", αυτές ταυτίστηκαν ακόμα περισσότερο με το Κράτος και τους μηχανισμούς του, μετά την εμφάνιση της R.A.F. στο πολιτικό πεδίο.

Η δύναμη του συμβολικού - Η πρόκληση

Χαρακτηριστικό των ομάδων ένοπλης πάλης είναι ότι παίζουν με μια δυσαναλογία αιτίου και αποτελέσματος: δημιουργούν μια ζώνη καταστροφής, πλήρους ρήξης της συνέχειας, με τη μαθηματική έννοια του όρου, όπως στη θεωρία του Thom, όπου η παραμικρή διαταραχή μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες στο εσωτερικό ενός συστήματος. Παρατηρούμε μια δυσαναλογία δυνάμεων: από τη μια η κρατική μηχανή με το στρατό της, την αστυνομία της, τα "αντιτρομοκρατικά" κομμάντος της, κι από την άλλη μερικοί ένοπλοι αγωνιστές. Όλη η δύναμη, στο επίπεδο του πραγματικού, βρίσκεται απ'την πλευρά του Κράτους. Κι όμως, αυτό το τελευταίο μοιάζει να τα χάνει, αφού η ένοπλη ομάδα επιχειρεί μια μετατόπιση του στρατηγικού πεδίου, μετατρέποντας την αδυναμία της σε δύναμη: περνά από το πραγματικό πεδίο στο συμβολικό. Συμβολικό, όχι με την έννοια του μη αποτελεσματικού -αντίθετα η αποτελεσματικότητα είναι μεγάλη-, αλλά συμβολικό με την έννοια που δίνει στον όρο ο Marcel Mauss. Βρισκόμαστε στη σφαίρα της πρόκλησης, του υπερθεματισμού, της απουσίας υπολογισμού, την ίδια στιγμή που η σφαίρα του πραγματικού είναι αυτή της παραγωγής, της καθολικότητας της ανταλλακτικής αξίας, του εμπορίου. Κι άλλα κινήματα, εκτός των ένοπλων, κατέδειξαν τη δύναμη του συμβολικού. Έτσι στη Γαλλία, το Μάη του '68, οι διαδηλωτές οδήγησαν την εξουσία σε μια κατάσταση την οποία δεν είχε προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει: να υποχωρήσει μπροστά σε ένα σωρό πέτρες και αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα ή να μετατρέψει τους "Λυσσασμένους" σε μάρτυρες; Και στις δύο περιπτώσεις, έχανε το γόητρό της. Από τη στιγμή της συγκρότησής της, η R.A.F. κινητοποίησε εναντίον της τεράστιες αστυνομικές δυνάμεις, αφού το Κράτος δεν μπορούσε να μην απαντήσει στην πρόκληση που του απηύθυνε αυτή η ομάδα. Η επιδεικτική ανάπτυξη των δυνάμεων της τάξης ήταν επίσης ένα θέαμα που απευθυνόταν στην κοινή γνώμη: έπρεπε να καταδειχθεί ότι η δύναμη παραμένει από την πλευρά του Κράτους. Η δύναμη της πρόκλησης που ο αγωνιστής της R.A.F. αντιτάσσει απέναντι στο Κράτος είναι η προσφορά της ίδιας του της ζωής. Αυτή είναι που διακυβεύεται, τόσο με τις ενέργειες του αντάρτικου και με τη ζωή στην παρανομία, όσο και με τις απεργίες πείνας, αφού, ακόμα και φυλακισμένος, ο αγωνιστής συνεχίζει να περιφρονεί το Κράτος, και αυτό το τελευταίο δεν απαντά σε αυτή την πρόκληση σκοτώνοντάς τον ή αποδεχόμενο το θάνατό του στη φυλακή, επειδή ακριβώς αυτός ο θάνατος είναι το διακύβευμα.(40*) Στην πραγματικότητα, ο αγωνιστής της R.A.F. δεν είναι "λογικός" και όταν δέχεται να διαπραγματευτεί (όπως π.χ. με την απαγωγή του Σλέγιερ ή την κατάληψη της πρεσβείας στη Στοκχόλμη), θέτει τόσο ψηλά τον πήχη των αιτημάτων του που αυτό ισοδυναμεί με μια ριζική άρνηση διαπραγμάτευσης.

Η βασική κριτική που πάντοτε γινόταν στη R.A.F. είναι ότι "απομονώθηκε από τις μάζες", κριτική που αντανακλά μια παντελή έλλειψη κατανόησης της στρατηγικής της, που βασική της διάσταση είναι, όπως δείξαμε, η κατάργηση των μαζών ως τρίτου προς τον οποίο απευθύνεται η ομάδα. Αυτό που μετρά για τη R.A.F. στην πραγματοποίηση μιας ενέργειας είναι το πλήγμα που επιφέρει στον αντίπαλο, καθώς και ο παραδειγματικός χαρακτήρας της ενέργειας. Ο τρόπος με τον οποίο η R.A.F. βλέπει τη στρατηγική της συνοψίζεται στο κείμενο ενός συμπαθούντος, γραμμένο το 1975: "Δεν πρόκειται πλέον για άοπλους επαναστάτες, θύματα μιας καταστολής ισχυρότερης, καλύτερα οργανωμένης από αυτούς και νόμιμης: περνάμε από μια κατάσταση φραστικής καταγγελίας -όπου βρισκόμασταν σε θέση άμυνας- σε μια κατάσταση απάντησης στη βία, επιτιθέμενοι στα διευθυντικά κέντρα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η εξουσία των αποφάσεων αντιστρέφεται. Αυτές οι ενέργειες της R.A.F. έδειξαν ότι είναι δυνατόν να επιφέρουμε καίρια πλήγματα στον εχθρό εκεί όπου αυτός πιστεύει ότι είναι πιο ισχυρός, πιο ασφαλής, στις μητροπόλεις όπου είναι προς το παρόν κυρίαρχος. Δεν είναι πλέον μόνο το επαναστατικό στρατόπεδο που θρηνεί θύματα και καταδικάζει τους δήμιους που προστατεύονται από αυτό που τολμά να αποκαλείται δικαιοσύνη. Με τις ενέργειες της R.A.F., ο εχθρός αναγκάζεται να μετρά κι αυτός επίσης τα δικά του θύματα".(41)

Αυτό που επιδιώκει η R.A.F. είναι η αμφισβήτηση του μονοπωλίου των όπλων στο εσωτερικό αυτού που αποκαλεί "ιμπεριαλιστικό σύστημα". Κι αυτή η αμφισβήτηση περνά, για τη R.A.F., μέσα από την πραγματοποίηση παραδειγματικών ενεργειών.

1. Ενώ ο Μαρξ, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, χαρακτήριζε τους κοινωνικά υποβαθμισμένους, τους φτωχούς, τους περιθωριακούς ως "παθητικό αποτέλεσμα σήψης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της παλιάς κοινωνίας", ο Μπακούνιν έγραφε: "Όταν λέω άνθος του προλεταριάτου, εννοώ κυρίως αυτή τη μεγάλη μάζα, αυτά τα εκατομμύρια απολίτιστων, απόκληρων, εξαθλιωμένων και αγράμματων που οι κύριοι Μαρξ και Ένγκελς διατείνονται ότι θα υποτάξουν στην πατρική κυβέρνηση ενός ισχυρού καθεστώτος... Όταν λέω άνθος του προλεταριάτου, εννοώ ακριβώς αυτό το μεγάλο λαϊκό υπόκοσμο, ο οποίος καθώς είναι σχεδόν παρθένος από την επίδραση κάθε αστικού πολιτισμού, φέρει στους κόλπους του, στα πάθη του... όλα τα σπέρματα του επερχόμενου σοσιαλισμού." (Bakounine, "La Liberte" -choix de textes- Ed. Pauvert, 1965, p.134-135).

2. Louis Althusser, "Reponse a John Lewis", Ed. Maspero, p.79.

3. Antonio Negri, "La Classe ouvriere contre l' Etat", Ed. Galilee, 1978.

4. Alain Badiou, "Custas quid noctis", Critique, novembre 1984, p. 862.

5. Texte der R.A.F. Chap. XXIX, "Den Antiimperialistischen Kampf fuhren! Die rote Armee aufbauen!" ("Να διεξάγουμε τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα! Να δημιουργήσουμε τον Κόκκινο Στρατό!") Revolutionares Subjekt, p. 431.

6. Herbert Marcuse, "L'Homme Unidimensionnel", Ed. De Minuit, p.7.

7. Στο ίδιο, σελ. 7.

8. Στο ίδιο, σελ. 34.

9. Στο ίδιο, σελ. 32.

10. Από τη δήλωση της Μάινχοφ στη δίκη του Berlin -Moabit (13 Σεπτ. 1974). Δες στο "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero.

11. Gavi, Sartre, Victor, "On a raison de se revolter", Ed. Gallimard, p. 342.

12. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 431.

13. "L'Homme unidimensionnel", Ed. De Minuit, p. 280. Για τον Μαρκούζε, το να μη θέλει κανείς να παίξει το παιχνίδι του συστήματος δεν σημαίνει κατ' ανάγκην να κάνει αντάρτικο πόλης. Όμως η επαναστατική βία επιβάλλεται, επειδή επιδιώκει να καταστρέψει το μονοπώλιο της βίας του Κράτους.

14. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 433.

15. Ο Λούκατς πρόκρινε την υποκειμενική στιγμή, εκείνη της επαναστατικής δράσης, έναντι της βαρύτητας του ιστορικού ντετερμινισμού. Όμως, στη θεωρία του, δεν αναφέρεται σε μια ατομική υποκειμενικότητα. Είναι σχεδόν αποκλειστικά το κόμμα που ενσαρκώνει τη βούληση, τη συνείδηση, το "δι εαυτόν" του προλεταριάτου.

16. Texte der R.A.F., "Revolutionares Subjekt", p. 432.

17. Δήλωση των φυλακισμένων της R.A.F. στις 21 Αυγ. 1975. Βλ. στο βιβλίο "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, σελ. 133.

18. "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, p. 35. Και ο Μαρκούζε πίστευε επίσης ότι τα απελευθερωτικά κινήματα του "Τρίτου Κόσμου" δεν είναι αρκετά ισχυρά για να νικήσουν από μόνα τους το ιμπεριαλιστικό σύστημα και ότι οι αγώνες στις μητροπόλεις είναι απαραίτητοι ("La fin de l'Utopie", Ed. Du Seuil).

19. Ακόμα και ο Τσε Γκεβάρα απέδιδε μεγάλη σημασία στον αγώνα στις μητροπόλεις. Κάποτε απάντησε σε κάποιους νεαρούς Βορειοαμερικάνους που ήθελαν να πολεμήσουν στη Λατινική Αμερική: "Είστε πολύ τυχεροί εσείς οι υπόλοιποι αμερικάνοι. Ζείτε στην κοιλιά του κτήνους. Διεξάγετε τον πιο σημαντικό από όλους τους αγώνες, στην ίδια την καρδιά της ζώνης των μαχών". (Αναφέρεται από το Jerry Rubin στο βιβλίο του "Do it!").

20. Δήλωση των φυλακισμένων της R.A.F. στις 21 Αυγούστου 1975. Βλ. στο "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, σελ. 132.

21. "Textes des prisonniers de la fraction armee rouge", Ed. Maspero, (Berlin-Moabit, 13 Septembre 1974), p. 38.

22. Από το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης". Βλ. στο "La bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, Ed. Champ Libre, σ. 115.

23. "Ανακοίνωση της 14ης Μάη 1972", "Textes de la R.A.F.", Maspero, σ. 212.

24. Συνέντευξη στο περιοδικό Spiegel, vo 25, 15 Ιούνη 1970.

25. "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p. 64.

26. Στο ίδιο, σελ. 214.

27. Από το κείμενο της R.A.F "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης".

28. Γράμμα που αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "La Lanterne Noire", Απρίλιος 1977, no 8.

29. "Den Antiimperialistischen Kampf fuhren! Die rote Armee aufbauen!", in Texte der R.A.F., p. 433.

30. Εδώ η αντίληψη της R.A.F. είναι αντίθετη με εκείνη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που θεωρούσαν την Ιταλία ως τον πιο αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη και τη Δυτ. Γερμανία ως τον πιο δυνατό.

31. Δήλωση του Knut Folkers (5 Ιούνη 1984) που δημοσιεύτηκε στο έντυπο "Ligne Rouge" (Κόκκινη Γραμμή), νo 11.

32. Αναφέρεται από τον Αντρέ Γκλυκσμάν στο συλλογικό έργο "Histoire des Ideologies", ed. Hachette, p. 239.

33. Jean-Francois Lyotard, "Rudiments paiens", ed. Bourgois, p. 154-155.

34. Horst Mahler, Jurgen Backer, "Zehn Thesen uber der R.A.F.", in Jarbuch Politik", no 8, 1978, Wagenbach Ed.

35. Συνέντευξη των φυλακισμένων της R.A.F. στο Σταμχάιμ στη Monde Diplomatique. Αναδημοσιεύτηκε στα Cahiers de combattants anti-imperialistes (Τετράδια των αντιϊμπεριαλιστών μαχητών), νο 1, Ιούλης 1976.

36. "Die Dialektik von Revolution und Kontrerevolution" in Texte der R.A.F., Chapitre XXVII, p. 400.

37. Αναφέρεται από την Ούλρικε Μάινχοφ στη δήλωσή της στη δίκη του Berlin-Moabit (13 Σεπτέμβρη 1974). "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p.137.

38. "Die Dialektik von Revolution und Kontrerevolution" in Texte der R.A.F., chapitre XXVII, p. 401.

39. Αυτό το απόσπασμα του Κάρλος Μαριγκέλα αναφέρεται από την Ούλρικε Μάινχοφ ("Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, p.44).

40. Αυτό συνίσταται, όπως λέει ο Μποντριγιάρ, στο να "προκαλείς το σύστημα με μια προσφορά στην οποία εκείνο να μην μπορεί να απαντήσει παρά μόνο με τον ίδιο του το θάνατο και την κατάρρευσή του" ("L'echange symbolique et la mort", Ed. Gallimard, p. 64.) Για τον Μποντριγιάρ, καμία κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη συμβολική υποχρέωση που κάνει την επανεμφάνισή της με τη μορφή της τρομοκρατικής πράξης.

* Σ.τ.Ε.: Ο ανθρωπολόγος Marcel Mauss περιέγραψε τη συμβολική λειτουργία του δώρου στις πρωτόγονες κοινωνίες ως εξής: ο δωρητής επιδιώκει να επικρατήσει χαρίζοντας εκείνο που δεν μπορεί να ανταποδoθεί παρά μόνο με την αυτοκαταστροφή του αποδέκτη. Ας σημειωθεί ότι οι αιχμάλωτοι αγωνιστές της R.A.F., όπως η Μάινχοφ, ο Μπάαντερ, ο Ράσπε και η Ένσλιν, δολοφονήθηκαν μέσα στις φυλακές κάτω από τέτοιες συνθήκες έτσι ώστε η εξόντωσή τους να παρουσιαστεί ως αυτοκτονία, και όσοι μίλησαν δημόσια για τη δολοφονία τους διώχτηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση του γερμανικού κράτους.

41. Victor Kleinkrieg, "Les combattants anti-imperialistes face a la torture" (Οι αντιϊμπεριαλιστές μαχητές μπροστά στα βασανιστήρια) in "A propos du proces Baader-Meinhof", Bourgois Ed, p. 27.

*

1