Ι. Ιμπεριαλιστικό σύστημα και επαναστατική ταυτότητα

Παρουσίαση των κειμένων της R.A.F.

Οι αγωνιστές της R.A.F. ποτέ δεν επιδίωξαν να κατασκευάσουν μια θεωρία, αφού, σύμφωνα με την άποψή τους, δεν υπάρχουν νόμοι ικανοί να καθοδηγήσουν τη δράση. Ήταν αντίθετοι με τις πολιτικές οργανώσεις που είχαν ένα τέτοιο σχέδιο: "Στη θεωρητική παραγωγή των οργανώσεων, αναγνωρίζουμε μια πρακτική που συνίσταται ουσιαστικά σε διαμάχες διανοουμένων, οι οποίοι μπροστά σε μια φανταστική κριτική επιτροπή -που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι η εργατική τάξη, με την οποία οι διανοούμενοι δεν έχουν καμία κοινή γλώσσα-, αναδεικνύονται νικητές ως προς την καλύτερη ερμηνεία του Μαρξ (...). Φοβούνται περισσότερο τη μομφή για επαναστατική ανυπομονησία από τον εκφυλισμό τους σε αστικά επαγγέλματα. Προτιμούν να συντάξουν μια μακροσκελή διατριβή πάνω στον Λούκατς από το να αφεθούν να επηρεαστούν άμεσα από τον Μπλανκί".(1)

Ωστόσο, στο διάστημα 1970-1977, οι αγωνιστές της R.A.F. παρήγαγαν ένα μεγάλο αριθμό κειμένων: συνεντεύξεις, ανακοινώσεις ανάληψης ευθύνης για τις ενέργειές τους, κείμενα εξήγησης της δράσης τους, γράμματα από τη φυλακή, δηλώσεις ενόψει των δικών τους. Ορισμένα από αυτά τα κείμενα είναι ατομικά, ενώ άλλα φέρουν την υπογραφή της ομάδας στο σύνολό της.

Το πρώτο κείμενο της R.A.F. "Για την αντίληψη του αντάρτικου πόλης" γράφτηκε ύστερα από ένα χρόνο δράσης στην παρανομία κι απευθυνόταν στη νόμιμη άκρα αριστερά. Για πρώτη φορά, η ομάδα επιχειρούσε να εξηγήσει την πρακτική της και να απαντήσει στο λόγο της άκρας αριστεράς γι αυτήν. Αυτό το κείμενο κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με το κείμενο του Χορστ Μάλερ "Για την ένοπλη πάλη στη Δυτική Ευρώπη".

Το 1972 κυκλοφορούν άλλες δύο μπροσούρες 30 σελίδων: "Να υπηρετήσουμε το λαό" και "Να κατευθύνουμε τον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα". Περιέχουν σύντομα κείμενα σχετικά με ζητήματα της εγχώριας και διεθνούς επικαιρότητας, καθώς και ορισμένα θεωρητικά κείμενα. Είναι στη δεύτερη μπροσούρα που η R.A.F. αναπτύσσει την αντίληψή της για το "επαναστατικό υποκείμενο", αντίληψη, που όπως θα δούμε, καθορίζει ολόκληρη την πρακτική της.

Αργότερα, οι αγωνιστές της R.A.F. απορροφήθηκαν, σχεδόν εξολοκλήρου, μέσα στη φυλακή, από την επεξεργασία των δηλώσεών τους ενόψει της δίκης τους. Αν οι φυλακισμένοι έρριξαν ιδιαίτερο βάρος στη σύνταξη αυτών των κειμένων, είναι επειδή ήθελαν να απευθυνθούν όχι μόνο στη γερμανική άκρα αριστερά, αλλά και στη διεθνή κοινή γνώμη. Αντιλαμβάνονταν τη δίκη ως ένα μεγάλο δημόσιο βήμα, κάτι που τελικά δεν έγινε. Από όλες τις διακηρύξεις, σχεδόν οι μόνες που δημοσιεύτηκαν και στις οποίες έχουμε πρόσβαση είναι εκείνες του Αντρέας Μπάαντερ, της Γκούντρουν Ένσλιν, της Ούλρικε Μάινχοφ και του Γιαν-Καρλ Ράσπε.(2) Αυτά τα κείμενα θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τους αγωνιστές του δεύτερου κύματος της R.A.F., όπως φαίνεται από τις δηλώσεις τους ενώπιον των δικαστηρίων, από το 1978 κι έπειτα.

Επί έξι χρόνια, από το 1976 ώς το 1982, τα μέλη της R.A.F. που δεν ήταν στη φυλακή τήρησαν απόλυτη σιωπή. Το ενδιαφέρον που έδειξαν το 1971-72 οι αγωνιστές του πρώτου κύματος της R.A.F. να εξηγηθούν σε σχέση με το νόμιμο κίνημα, γράφοντας κείμενα, δε φαίνεται να υπάρχει στους νέους αγωνιστές της R.A.F. Οι τελευταίοι ήταν ακόμα πιο απομονωμένοι από τη νόμιμη αριστερά απ' ότι οι προκάτοχοί τους. Αντίθετα, αυτοί οι νέοι αγωνιστές συνέταξαν από το 1978 μέχρι το 1984 έναν ορισμένο αριθμό δηλώσεων στα πλαίσια των δικών τους.(3)

Στη συνέχεια θα αναλύσουμε αυτά τα κείμενα και θα ανασύρουμε τις ουσιώδεις πλευρές τους, προκειμένου να τα αντιπαραβάλουμε με την πρακτική της ομάδας. Το υλικό της έρευνάς μας αποτελείται από το σύνολο των κειμένων που έγραψε η ομάδα από το 1971 ως το 1982,(4) συμπεριλαμβανομένων και των γραμμάτων της φυλακής και των ανακοινώσεων ανάληψης ευθύνης.(5)

Ιμπεριαλιστικό σύστημα, σοσιαλδημοκρατία και νέος φασισμός

Η R.A.F. δεν αναγνωρίζει την έννοια του εθνικού Κράτους: αυτή θα αναιρούνταν από "την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, τις αμοιβαίες οικονομικές εξαρτήσεις, την πολιτισμική ομοιομορφία που δημιουργούν τα ΜΜΕ, την παρουσία χιλιάδων μεταναστών στις πλούσιες χώρες της Δύσης".

Έτσι η R.A.F. δεν αντιλαμβάνεται τον αγώνα στα πλαίσια ενός κράτους κι ενός εθνικού προλεταριάτου, αλλά στα πλαίσια του "ιμπεριαλιστικού συστήματος". Αυτό το σύστημα κυριαρχείται από τις Η.Π.Α. που "περισφίγγουν τον κόσμο", χάρη στο δίκτυο των στρατιωτικών συμμαχιών και των πολυεθνικών που διαθέτουν: όλες οι άρχουσες ελίτ στο εσωτερικό αυτού του συστήματος είναι οργανωμένες "στη σφαίρα εξουσίας του αμερικανικού Ιμπεριαλισμού".(6)

Αυτό το σύστημα παριστάνεται σε ορισμένα κείμενα της R.A.F. σαν ένα τέρας που το κεφάλι του είναι οι μητροπόλεις: εκεί συσσωρεύονται στην πραγματικότητα τα στρατεύματα, τα όπλα, η τεχνολογία, τα συστήματα επικοινωνίας του Ιμπεριαλισμού. Το να μάχεσαι στις μητροπόλεις, στο "κεφάλι του τέρατος", σου δίνει τη δυνατότητα να "πλήξεις τα νευρικά του κέντρα".(7) Αυτό είναι, λέει η R.A.F., που προσδίδει στρατιωτική ορθότητα στις αντάρτικες οργανώσεις στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, την Αμερική.

Η εξαφάνιση του εθνικού Κράτους επιβεβαιώνεται, κατά τη R.A.F., ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, η Ο.Δ.Γ. όχι μόνο έμελλε να τεθεί υπό την οικονομική και πολιτική κυριαρχία του αμερικάνικου κεφαλαίου, αλλά και υπό τη "στρατιωτική κατοχή του αμερικάνικου στρατού".(8) Όπως η Νότιος Κορέα και το Νότιο Βιετνάμ, η Ο.Δ.Γ. επρόκειτο να δημιουργηθεί από τους Αμερικάνους μετά το 1945, για να χρησιμεύσει ως επιχειρησιακή βάση της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής: επιχειρησιακή βάση του αμερικάνικου στρατού στη στρατηγική περικύκλωσης της Σοβιετικής Ένωσης και επιχειρησιακή βάση του αμερικάνικου κεφαλαίου στην προσπάθειά του να υποτάξει τη Δυτική Ευρώπη στα συμφέροντά του.

Έτσι, σχολιάζει η R.A.F., όταν το 1949 οι Γερμανοί μπόρεσαν για πρώτη φορά να ψηφίσουν, όλα ήταν ήδη προαποφασισμένα: ο επανεξοπλισμός, η εγκατάσταση βάσεων και ατομικών όπλων στο έδαφός της, το σύνταγμα που επεξεργάστηκε το κοινοβουλευτικό συμβούλιο με βάση το σχέδιο των Συμμάχων. Τέλος, το γερμανικό νόμισμα είχε ήδη ενταχθεί στο σύστημα ισοτιμιών του δολαρίου, που πήρε την οριστική του μορφή στο "Μπρέτον Γούντς". Η οργάνωση του Κράτους με βάση το μοντέλο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και με ταυτόχρονη εξαφάνιση της κομμουνιστικής αντιπολίτευσης επέτρεψε τη διατήρηση της εξουσίας από το ίδιο μπλοκ που, κάτω απ' την ετικέτα της χριστιανοδημοκρατίας ή της σοσιαλδημοκρατίας, δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά μπλοκ του "αμερικανικού κεφαλαίου", το οποίο ήδη από το 1945 είχε θέσει υπό τον έλεγχό του τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις εργοδοτικές ενώσεις και τα ΜΜΕ.

Για να τονίσουν αυτή τη διάσταση της Γερμανίας και το χαρακτήρα "μαριονέττας" του Κράτους της, οι αγωνιστές της R.A.F. χρησιμοποιούν αποκλειστικά τον όρο "Bundesrepublik" (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία) και ακόμα πιο συχνά τα αρχικά B.R.D. για να την υποδηλώσουν. Η λέξη "Deutschland", που είναι φορτισμένη με συναισθηματικές συνδηλώσεις και παραπέμπει στην έννοια της πατρίδας και του έθνους, δεν εμφανίζεται ποτέ στα κείμενά τους. Ωστόσο, δεν θεωρούν την Ο.Δ.Γ. αποικία, αλλά τμήμα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, στο οποίο υποτάσσονται άλλα τμήματα. Τονίζουν το τεράστιο οικονομικό δυναμικό της που έρχεται σε αντίφαση με την αδυναμία της να καθορίσει τη "δική της πολιτική", επαναλαμβάνοντας την ιδέα που διατύπωσε ο Barzel(9) στην περιβόητη φράση του: "Η Γερμανία: ένας οικονομικός γίγαντας κι ένας πολιτικός νάνος".

Έτσι η R.A.F. μάς δίνει ταυτόχρονα δυο εικόνες της Ο.Δ.Γ.: αφενός την παρουσιάζει ως "πιόνι των Αμερικάνων" στην ευρωπαϊκή σκακιέρα απέναντι στην Ανατολή και αφετέρου υπογραμμίζει την ισχύ της Γερμανίας και τον "ηγετικό ρόλο" της στην Ευρώπη. Όμως, όλη η ισχύς της Γερμανίας βρίσκεται στην υπηρεσία του αμερικανικού κεφαλαίου και, αν ασκεί επιρροή στους ευρωπαίους γείτονές της, αυτό δεν γίνεται "για δικό της λογαριασμό". Η λειτουργία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι να "μετατρέψει τη Δυτική Ευρώπη σε ένα μπλοκ στρατιωτικών δυνάμεων στην υπηρεσία της στρατηγικής του αμερικανικού κεφαλαίου".(10) Για να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή, διαθέτει έναν πράκτορα: τη σοσιαλδημοκρατία, και μια στρατηγική: την εγκαθίδρυση του "νέου φασισμού" σε διεθνή κλίμακα.

Η έννοια "Νέος φασισμός"

Όταν η R.A.F. μιλάει για "Νέο φασισμό", εννοεί αυτό τον όρο όπως ο Αντρέ Γκλυκσμάν στο άρθρο του "Νέος φασισμός, νέα δημοκρατία" που δημοσιεύτηκε το 1972 στην επιθεώρηση Temps Modernes.

Η κεντρική ιδέα του Γκλυκσμάν είναι ότι ο νέος φασισμός δεν προέρχεται όπως ο παλιός από τη βάση, αλλά αντίθετα επιβάλλεται από την κορυφή: "(...) o νέος φασισμός βασίζεται, όσο ποτέ άλλοτε, στην πολεμική κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού και στρατολογεί περισσότερο τα εξουσιαστικά και παρασιτικά στρώματα που παράγονται από το ιμπεριαλιστικό σύστημα, παρά τους αποκλεισμένους αυτού του συστήματος. (...) Η ιδιαιτερότητα του νέου φασισμού έγκειται στο ότι δεν μπορεί πλέον να οργανώσει άμεσα ένα τμήμα των μαζών. (...) Στο εξής, ο ίδιος ο εκφασισμός είναι έργο του κρατικού μηχανισμού. Αστυνομία, δικαιοσύνη, μονοπώλιο της πληροφόρησης, εξουσιαστικές γραφειοκρατίες που εξασφάλιζαν, άλλοτε, τα μετόπισθεν της "φασιστικής επανάστασης", οφείλουν τώρα να δράσουν ως εμπροσθοφυλακή".(11)

Στα πλαίσια μιας τέτοιας αντίληψης, δεν είναι ο κίνδυνος φασιστικού πραξικοπήματος που πρέπει κανείς να φοβάται, αφού ο φασισμός ενυπάρχει ήδη στο κράτος και η διάκριση μεταξύ "αστικού κράτους" και "φασισμού" στις σημερινές συνθήκες είναι μόνο τυπική: "Ο φασισμός ενυπάρχει στο Κράτος, είναι μάλιστα εκεί που βρίσκει το ιδανικό του περιβάλλον. Ο κ. Marcellin δεν πρόκειται να καταλάβει με έφοδο το ίδιο του το γραφείο. Ο φασισμός σήμερα δεν σημαίνει πια την κατάληψη του υπουργείου Εσωτερικών από ακροδεξιές ομάδες, αλλά την κατάληψη της Γαλλίας από το υπουργείο Εσωτερικών".(12) Ο Γκλυκσμάν διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για "το αστικό Κράτος γενικά, αλλά για το Κράτος στην εποχή του ιμπεριαλισμού".(13)

Οι αγωνιστές της R.A.F. αναγνωρίζουν στην πολιτική κατάσταση της Γερμανίας τα χαρακτηριστικά του "Νέου φασισμού", όπως αυτός προσδιορίζεται στο κείμενο του Γκλυκσμάν(14): στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, υπήρξε μετάβαση από το συνταγματικό Κράτος δικαίου στο Κράτος εκτάκτου ανάγκης, με την κατάργηση του δικαιώματος αντίστασης (έκτακτοι νόμοι μετά την εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του '60), τον περιορισμό του δικαιώματος νομικής υπεράσπισης και την εγκαθίδρυση ενός αστυνομικού κλίματος σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Η ένταξη του κάθε ατόμου στο ιμπεριαλιστικό σύστημα προετοιμάστηκε και καθοδηγήθηκε σε κεντρικό επίπεδο και επιτεύχθηκε δια της βίας, χάρη στη δημιουργία ενός κεντρικού αρχείου του Β.Κ.Α. (Bundeskriminalamt, Ομοσπονδιακό γραφείο της αστυνομίας δίωξης του εγκλήματος) στο Βισμπάντεν -όπου συγκεντρώνονται όλες οι σημαντικές πληροφορίες για κάθε άτομο-, καθώς και χάρη στην εντεινόμενη στρατιωτική εκπαίδευση της αστυνομίας.

Ο "Νέος φασισμός", όπως και ο παλιός, απαιτεί από τον πολίτη να ταυτιστεί με το Κράτος, να εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες αξίες και να ασπαστεί ανεπιφύλακτα την πολιτική της κυβέρνησης. Δεν στηρίζεται όμως στην αντιδραστική και εθνικιστική κινητοποίηση των μαζών: επιβάλλεται από την κορυφή προς τη βάση. Η ενσωμάτωση της αντιπολίτευσης και η θεσμοποίηση των κοινωνικών αντιθέσεων εντάσσονται στη στρατηγική του, που μπόρεσε να αναπτυχθεί στην Ο.Δ. Γερμανίας χάρη στον ειδικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.

Σε ένα κείμενο του 1976 σχετικό με την ιστορία της Ο.Δ.Γ. και της παραδοσιακής αριστεράς,(15) οι κρατούμενοι της R.A.F. σκιαγραφούν -από τις φυλακές του Σταμχάιμ- την ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας από το 1945: το 1949 οι διαμάχες για την εξουσία στο εσωτερικό του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (S.P.D.) τερματίστηκαν προς όφελος της αντικομμουνιστικής γραμμής που προωθούσε ο Σουμάχερ και το S.P.D. υιοθέτησε ξανά "τον παλιό ρόλο που είχε το 1918": να ανακόψει την επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος, όμως αυτή τη φορά για λογαριασμό του αμερικανικού κεφαλαίου που χρηματοδοτούσε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Από το 1949 ως το 1960, το S.P.D. είχε σαν πρωταρχικό του στόχο το σφετερισμό όλων των αντιπολιτευτικών κινήσεων -"ενάντια στην επαναστρατιωτικοποίηση, ενάντια στη συμμετοχή φασιστών στον κρατικό μηχανισμό, ενάντια στην ένταξη του Ομοσπονδιακού Στρατού στο ΝΑΤΟ, ενάντια στον εξοπλισμό του με ατομικά όπλα"16-, προκειμένου να τις αποδυναμώσει. Με το συνέδριο του Bad Godesberg, ο ρόλος του S.P.D. αποκαλύφθηκε. "Γεγονός που αποτέλεσε", λέει η R.A.F., "το μήνυμα για την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε εκπληρώσει τη μεταπολεμική αποστολή της: να απορροφήσει και να διαλύσει τη νόμιμη αντιπολίτευση στην Ο.Δ.Γ.". Κι έτσι εξηγείται το ότι δεν υπήρξε κανένα αντιπολιτευτικό κίνημα στην Ο.Δ.Γ., μέχρι την εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος.

Το S.P.D. έκανε τα πάντα ώστε η αριστερά που προήλθε από το φοιτητικό κίνημα να μη βρεί καμία πολιτική βάση για την αναπαραγωγή της -κι αυτό μέχρι την άνοδό του στην εξουσία το Σεπτέμβρη του 1969- αδρανοποιώντας κάθε δυνητικό αγώνα: "Το S.P.D. εμφανιζόταν κάθε φορά ως εκπρόσωπος των κριτικών που αφορούσαν τα σχέδια της κυβέρνησης. Το υλικό περιεχόμενο αυτών των σχεδίων -δηλαδή η χρησιμοποίηση του Ομοσπονδιακού Στρατού ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, η καταστολή των απεργιών, ο παραμερισμός του Κοινοβουλίου, κ.λπ.- αποτελούσε αντικείμενο διαμάχης των ειδικών του συνταγματικού δικαίου και η αντιπολίτευση στερούνταν τελικά της λαϊκής της βάσης".(17)

Είναι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία που "επέτρεψε τη μετατροπή της Ο.Δ.Γ., ως Κράτους, σε όργανο της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής", αφού μόνο αυτή κατάφερε να εξασφαλίσει την αποπολιτικοποίηση των ταξικών αγώνων και να επιβάλλει τον "αντικομμουνισμό ως βασικό κριτήριο μιας αντιπολιτευτικής πολιτικής νόμιμα οργανωμένης".(18) Σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία είναι επιφορτισμένη με την αποστολή να οργανώσει "αυτή την αντιδραστική διαδικασία" και να προωθήσει αυτό το "νέο φασισμό" σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο στόχος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι "η δημιουργία μιας στρατιωτικο-οικονομικής δομής εξουσίας που να μπορεί να επιβληθεί σαν ένα σύστημα κρατών, ανεξαρτήτως της πολιτικής τους βάσης και των περιορισμών κίνησης του κεφαλαίου στο εσωτερικό κάθε χώρας".(19)

Απέναντι στη στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας που επιβάλλει στην Ευρώπη το σχέδιο του "Νέου φασισμού", η R.A.F. θέλει να αντιτάξει τη δική της στρατηγική: ξεγύμνωμα της σοσιαλδημοκρατίας και μποϋκοτάρισμα του σχεδίου της να οργανώσει στη Δυτ. Ευρώπη ένα μπλοκ οικονομικών και στρατιωτικών δυνάμεων στην υπηρεσία του αμερικάνικου κεφαλαίου. Η R.A.F. θέλει να καταστήσει ορατό το φασισμό που κρύβεται πίσω από το προσωπείο της σοσιαλδημοκρατίας, προκειμένου να κινητοποιήσει ενάντια στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας "κάθε στοιχείο πολιτικά εχθρικό απέναντι στη Γερμανία στο εξωτερικό, έναν παλιό αντιφασισμό και κάθε στοιχείο -στο εσωτερικό όλων των ομάδων του πολιτικού φάσματος, από την άκρα αριστερά μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και τις κυβερνήσεις κάθε χώρας- που αντιτίθεται στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονική βούληση της Γερμανίας".(20)

Η R.A.F., στην ανάλυση που κάνει για τη φύση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της σοσιαλδημοκρατίας ως "πράκτορα του κεφαλαίου στο εσωτερικό του προλεταριάτου",(21) επαναλαμβάνει εν μέρει την παραδοσιακή ανάλυση της γερμανικής κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτή η ανάλυση προκάλεσε πλήθος κριτικών κατά της ομάδας. Η νόμιμη άκρα αριστερά, τροτσκιστικών και μαοϊκών τάσεων, καθώς και ορισμένες ομάδες ένοπλου αγώνα, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, επέκριναν τη διφορούμενη θέση της R.A.F. απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, στα κείμενά της η R.A.F. δεν αναφέρει τη Σοβ. Ένωση παρά μόνο όταν αναφέρεται στη στρατηγική περικύκλωσής της από τις Η.Π.Α. από το τέλος του πολέμου κι έπειτα. Αυτή η αναφορά δεν εμπεριέχει καμία θετική εκτίμηση για τη σοβιετική πραγματικότητα. Η Αμερική προσδιορίζεται ως ο κύριος εχθρός στη Δυτ. Ευρώπη, όμως είναι το "παγκόσμιο προλεταριάτο" -που περιλαμβάνει το προλεταριάτο των μητροπόλεων και το σύνολο του πληθυσμού των χωρών του Τρίτου Κόσμου- που προσδιορίζεται ως ο κύριος εχθρός του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, και όχι οι χώρες του σοβιετικού μπλοκ.

Μόνο δύο κείμενα της R.A.F. κάνουν σαφείς αναφορές στη Σοβ. Ένωση: το τελευταίο γράμμα της Μάινχοφ, στις 13 Απριλίου 1976, το οποίο απευθύνεται στους "συντρόφους του Αμβούργου"(22) και η καταγραφή μιας συζήτησης σχετικής με την Τρίτη Διεθνή, η οποία έγινε ανάμεσα στους κρατούμενους του Σταμχάιμ στις αρχές Μάη του 1976.(23)

Το γράμμα της Ούλρικε Μάινχοφ είναι μια κριτική της έννοιας της "ταξικής θέσης", στην οποία αντιπαραθέτει την έννοια της "ταξικής πάλης", αφού όπως λέει η ίδια "θέση και κίνηση αλληλοαποκλείονται". Η έννοια "ταξική θέση" έχει, κατά την Ούλρικε, έναν χαρακτήρα αμυντικό και αδρανοποιητικό. Σε αυτό το σημείο, η Μάινχοφ συνδέει αυτή την ανάλυση με μια κριτική στη σοβιετική πολιτική: "Η έννοια της ταξικής θέσης στηρίζει τόσο τη σοβιετική εξωτερική πολιτική, που δήθεν απορρέει από τη θέση του παγκόσμιου προλεταριάτου, όσο και το υποτιθέμενο σοσιαλιστικό μοντέλο της Σοβ. Ένωσης. Είναι η θέση-απολογία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και αυτό σημαίνει: μια ιδεολογία που έχει στόχο να ενισχύσει την κυριαρχία μιας δικτατορίας. Αφού αυτή η θέση δεν προσδιορίζεται επιθετικά με αφετηρία την αντίθεση στον ιμπεριαλισμό, αλλά αμυντικά με αφετηρία τις πιέσεις για περικύκλωση της Σοβ.Ένωσης".(24)

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Ούλρικε Μάινχοφ ορίζει την εξουσία στην ΕΣΣΔ ως την "κυριαρχία μιας δικτατορίας" που διατηρείται μέσω μιας ιδεολογίας. Για τη Μάινχοφ που δηλώνει μαρξίστρια, η "ιδεολογία" έχει υποχρεωτικά αρνητική απόχρωση και σημαίνει μια αντιδραστική παρέκκλιση της Σοβ.Ένωσης. Και λίγο πιο κάτω προσθέτει: "Στη Σοβιετική Ένωση γίνεται πολύς λόγος περί ταξικής θέσης. Κι εγώ λέω: ιδού η κεφαλαιοποίηση της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να είναι σύμμαχοι στη διαδικασία απελευθέρωσης, όχι όμως πρωταγωνιστές." Αυτή η κριτική καθόλου δεν διαφέρει από την τροτσκιστική κριτική στην Ε.Σ.Σ.Δ.

Όταν η Ούλρικε λέει ότι η Σοβ. Ένωση μπορεί να είναι σύμμαχος, αναφέρεται στην υλική βοήθεια, στα όπλα και τα χρήματα που παρέχει σε ορισμένα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα: πρόκειται για το ρόλο του "αντικειμενικού συμμάχου".

Το δεύτερο κείμενο, που έχει γραφεί λίγο αργότερα, δεν εμπεριέχει καμία κριτική έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Είναι ένα εγκώμιο της Τρίτης Διεθνούς, η οποία εξ' αιτίας του διεθνιστικού και αντιϊμπεριαλιστικού χαρακτήρα της αντιτίθεται στο σωβινιστικό και σχεδόν ρατσιστικό χαρακτήρα της Δεύτερης Διεθνούς. Για τη R.A.F., ο Στάλιν και η μετασταλινική Σοβ. Ένωση εγγράφονται σε αυτή τη διεθνιστική παράδοση. Η Κίνα κατηγορείται ότι θέλησε να σφετεριστεί την τριτοδιεθνιστική παράδοση για να την αποδυναμώσει και χαρακτηρίζεται από τη R.A.F. ως "πράκτορας του ιμπεριαλισμού", ενώ η πολιτική γραμμή των μαρξιστών/λενινιστών που καταγγέλλουν το "σοσιαλ-ιμπεριαλισμό" ταυτίζεται με τον αντικομμουνισμό. Όμως, αυτό το κείμενο δεν εμπεριέχει καμία θετική εκτίμηση της σοβιετικής εσωτερικής πολιτικής. Αρκείται στο να αναφερθεί στη βοήθεια που πρόσφερε η Ε.Σ.Σ.Δ. στα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Αυτή τη διφορούμενη θέση απέναντι στη Σοβ. Ένωση τη συναντάμε επίσης και σε ορισμένα κείμενα της γερμανικής Νέας Αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας του '60, που αποδίδουν στην Ε.Σ.Σ.Δ. έναν "συνολικά θετικό" ρόλο στη διεθνή σκηνή.(25)

Σε αντίθεση με τα γαλλικά και ιταλικά κινήματα, που εκδηλώθηκαν σε χώρες όπου τα κομμουνιστικά κόμματα αντιπροσώπευαν θεσμούς, το γερμανικό φοιτητικό κίνημα αναδύθηκε σε μια κοινωνία που, για πολύ καιρό, είχε τον αντικομμουνισμό σαν βασικό χαρακτηριστικό της και όπου το κομμμουνιστικό κόμμα ήταν υπό απαγόρευση και δεν είχε μεγαλύτερη επιρροή από ένα γκρουπούσκουλο. Σε αυτά τα πλαίσια, η κριτική της Σοβ. Ένωσης και των κομμουνιστικών κομμάτων που εξαρτώνταν από αυτήν δεν έμπαινε ως επιτακτικό ζήτημα στους εξεγερμένους, οι οποίοι ξεσηκώνονταν καταρχήν ενάντια στις κυρίαρχες αξίες της γερμανικής κοινωνίας.

Αυτή η κατάσταση εξηγεί εν μέρει την απουσία από τα κείμενα της R.A.F. κριτικών απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς, με εξαίρεση το γράμμα της Μάινχοφ. Εξάλλου, η Ούλρικε Μάινχοφ ήταν το μόνο μέλος της R.A.F. που είχε υπάρξει μέλος του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο σε άλλο κείμενό της αποκαλεί "παράρτημα της Ανατολικής Γερμανίας".(26) Από όλους τους αγωνιστές της R.A.F. εκείνη είναι που έχει την πιο κριτική ματιά απέναντι στη Σοβ. Ένωση και στα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά κόμματα, μια στάση που μπορεί να συγκριθεί με αυτή των παλιών μελών του Κ.Κ. Γαλλίας που έγιναν αριστεριστές στα τέλη της δεκαετίας του '60.

Αλλοτρίωση και επαναστατική ταυτότητα

Οι αγωνιστές της R.A.F. διαπιστώνουν την καθολική αλλοτρίωση των ατόμων στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος: "Είναι μόνο τώρα που ανακαλύπτουμε τί είδους ανθρώπινα όντα είμαστε. Ανακαλύπτουμε το άτομο των μητροπόλεων: προέρχεται από τη διαδικασία αποσύνθεσης του συστήματος, των αλλοτριωμένων, ψεύτικων και θανατηφόρων σχέσεων που δημιουργεί μέσα στη ζωή -στο εργοστάσιο, το γραφείο, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τις ρεβιζιονιστικές ομάδες, τις σχολές μαθητευόμενων εργατών ή τις ευκαιριακές δουλειές. Αυτό είμαστε: μια "φύτρα" που προέρχεται από τη διαδικασία εκμηδένισης και καταστροφής της κοινωνίας των μητροπόλεων, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, τον γενικευμένο ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων, το σύστημα όπου βασιλεύει ο νόμος του φόβου, του καταναγκασμού για αποδοτικότητα, του κέρδους των μεν σε βάρος των δε, της διάκρισης του λαού σε άνδρες και γυναίκες, σε νέους και γέρους, σε άρρωστους και υγιείς, σε ξένους και σε γερμανούς".(27)

Αν υπάρχει αλλοτρίωση, υπάρχει επίσης και αντίσταση -έστω και σε δυνητική μορφή-, αφού για τους αγωνιστές της R.A.F., καταστολή και αντίσταση αποτελούν μια ενότητα. Όμως οι κυριαρχούμενοι, οι εκμεταλλευόμενοι δεν στρέφουν την εξέγερσή τους στη σωστή κατεύθυνση, αλλά εναντίον του εαυτού τους ή εναντίον των πιο αδύναμων από αυτούς: σωματοποιούν τα προβλήματα καταπίεσης ή υιοθετούν βίαιες και μάλιστα φασιστικές συμπεριφορές. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ελλείψει αγώνων, η αντίσταση εκφράζεται μέσα από "τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, τις ψυχικές ασθένειες, τις αυτοκτονίες, την κακομεταχείριση των παιδιών".(28)

Αυτή η ανάλυση είναι παρόμοια με εκείνη των αγωνιστών της αντιψυχιατρικής κολλεκτίβας της Χαϊδελβέργης (S.P.K.) που έγραφαν σ' ένα κείμενο του 1971: "Το απομονωμένο άτομο προσδιορίζεται στην ορθολογικότητά του από την ορθολογικότητα του κεφαλαίου (...). Η από μέρους του αμφισβήτηση της καταστροφικής βίας στη ζωή δεν είναι -στην αρχή- παρά μια συγκινησιακή αμφισβήτηση. Καθώς η "λογική" είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αυτά τα συγκινησιακά "ψευδοβήματα" θα εξορθολογιστούν από το άτομο και "θα εξαφανιστούν" με τη μορφή στομαχόπονων, κραμπών, σεξουαλικής ανικανότητας, κρυολογήματος, πόνων στα δόντια, δερματικών ασθενειών, πόνων στην πλάτη, ημικρανιών, άσθματος, προβλημάτων του κυκλοφοριακού, ενοχλήσεων στη χολή ή στα νεφρά, ή επίσης με τη μορφή ατυχημάτων στη δουλειά, αυτοκινητιστικών δυστυχημάτων, έλλειψης ικανοποίησης από τη ζωή κ.λπ., ή διαφορετικά, οι συγκινήσεις θα εκτονωθούν μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις (...). Αυτή η βία της "λογικής" είναι ο έρπων θάνατος, υπό την αντιδραστική μορφή της ασθένειας. Οι ανάγκες αυτού του είδους των θυμάτων του συστήματος γίνονται το κεντρικό σημείο, η αφετηρία, η κινητήρια δύναμη της πολιτικής δουλειάς, καθώς αποτελούν τη βάση για μια αυτόνομη σοσιαλιστική οργάνωση των ασθενών που προσδιορίζεται με αφετηρία την ασθένεια (...)"(29)

Για τη R.A.F., όπως και για την αντιψυχιατρική κολλεκτίβα της Χαϊδελβέργης, είναι η αμφισβήτηση της αλλοτρίωσης που νομιμοποιεί τον αγώνα: " Οι οππορτουνιστές ξεκινούν από την αλλοτριωμένη συνείδηση του προλεταριάτου. Εμείς ξεκινάμε από το ίδιο το γεγονός της αλλοτρίωσής του, από όπου προκύπτει η ανάγκη της απελευθέρωσής του".(30) Η αφετηρία του αγώνα είναι η αλλοτρίωση και η απόγνωση του καθενός μέσα σε αυτό το σύστημα. Και ξαναβρίσκουμε σε αυτό το σημείο το πρόταγμα της S.P.K.: "να μετατρέψουμε την ασθένεια σε όπλο".

Το να ξεκινάς να αγωνίζεσαι σημαίνει να "πάψεις να βλέπεις τον εαυτό σου με τα μάτια του συστήματος, να μην αφήνεσαι πλέον να σε καθορίζουν οι καταναγκασμοί του, να απελευθερωθείς από το φόβο".(31) Αγωνιζόμενο, το άτομο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να απελευθερώνει τον εαυτό του και να προσφέρει επίσης και στους άλλους τη δυνατότητα της απελευθέρωσης. Το άτομο, επιτιθέμενο, "υποδεικνύει στόχους", στρέφει την αντίσταση στη σωστή κατεύθυνση, "σημαδεύει τον εχθρό": επιτρέπει μια ταύτιση που θα δώσει σε όλους τους κυριαρχούμενους τη δυνατότητα να εξεγερθούν οι ίδιοι.

Αν η παρανομία ορίζεται από τη R.A.F. ως το "μόνο απελευθερωμένο έδαφος" μέσα στις μητροπόλεις, δεν είναι εξαιτίας των νέων υλικών συνθηκών που δημιουργεί -αντιθέτως, οι συνθήκες ζωής στην παρανομία είναι πολύ πιεστικές και δύσκολες- αλλά επειδή μόνο αυτή επιτρέπει την επανάκτηση της χαμένης ταυτότητας, χωρίς την οποία η ελευθερία δεν είναι δυνατή. "Η υποκειμενικότητα δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να αναπτυχθεί παρά ενάντια στους κοινωνικούς θεσμούς, ενάντια στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (οικογένεια, σχολείο, εκκλησία, πανεπιστήμιο...), για τους οποίους τα υποκείμενα δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσω της υποταγής τους",(32) δήλωναν οι κρατούμενοι του Σταμχάιμ.

Το αντάρτικο πόλης δεν προσφέρει την ελευθερία επειδή επιτρέπει τη συγκεκριμενοποίηση μιας ουτοπίας, όπως συνέβη -έστω και για ένα πολύ σύντομο διάστημα- με ορισμένες επαναστατικές εμπειρίες. Επιτρέπει την πρόσβαση σε μια εσωτερική ελευθερία που αποτελεί μια εμπειρία διανοητική, συναισθηματική και πνευματική. Το άτομο, παλεύοντας, αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται, να απελευθερώνεται από το "Υπερ-εγώ".

Σε μια κοινωνία που περιγράφεται από τη R.A.F. ως μονοδιάστατη, με την έννοια που έδινε ο Μαρκούζε σε αυτή τη λέξη, δηλαδή μια κοινωνία όπου η καταστολή είναι εσωτερικευμένη και όπου το άτομο χάνει ακόμα και τη συνείδηση της κατάστασής του ως κυριαχούμενου και εκμεταλλευόμενου, η απελευθέρωση είναι πρωτίστως μια διαδικασία εσωτερική, ακόμα κι αν εγγράφεται στα πλαίσια μιας πρακτικής: του ένοπλου αγώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ένοπλος αγώνας είναι ένας αγώνας μοναχικός. Αντιθέτως, η επανάκτηση της ταυτότητας απαιτεί την υπερνίκηση της απομόνωσης που έχει επιβληθεί από το σύστημα και την ικανότητα δημιουργίας μιας νέας ποιότητας σχέσεων με τους άλλους. "Η ελευθερία απέναντι σε αυτό το σύστημα δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω της καθολικής του άρνησης, δηλαδή με την επίθεση εναντίον του συστήματος, μέσα από μια συλλογικότητα αγώνα",(33) λένε τα μέλη της R.A.F. σε ένα κείμενο σχετικό με τη δομή της ομάδας.

Η συλλογικότητα και η παρανομία είναι οι δύο όροι της απελευθέρωσης και της συγκρότησης μιας "επαναστατικής ταυτότητας", αφού επιτρέπουν την ύπαρξη αυθεντικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της ομάδας: "Εκεί, όπου γεννιέται κάτι σαν ένα είδος "προστασίας", μέσα από τη διαδικασία των στενών σχέσεων που συνδέουν την ομάδα των μαχητών, το άτομο -σε αυτή την κατάσταση άκρας δέσμευσης- γίνεται ελεύθερο, απελευθερώνεται από τον τρόπο σκέψης της καταναλωτικής κοινωνίας".(34)

Ο αγώνας δεν σταματά στο κελί της φυλακής: αν ο αγωνιστής αρνήθηκε τους "καταναγκασμούς του συστήματος", δεν το έκανε για να αποδεχθεί καρτερικά τους καταναγκασμούς της ζωής στο κελί. Οι φυλακισμένοι δεν έπαψαν να αγωνίζονται για να έχουν το δικαίωμα να βλέπονται, να μιλούν μεταξύ τους, ακόμα και για το δικαίωμα να κάνουν ορισμένες κινήσεις -όπως το να κάθονται κάτω-, αφού για τη R.A.F. αυτό που διακυβεύεται κάθε στιγμή στη φυλακή είναι σημαντικό. Ο αγώνας στη φυλακή είναι καταρχήν η άρνηση τού να συμορφώνονται σε ο,τιδήποτε με τη θέλησή τους, προκειμένου να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πρόβλημα στο προσωπικό της φυλακής και στους αστυνομικούς, προβάλλοντας μια αδιάλειπτη αντίσταση. Έτσι, κάνουν γκριμάτσες για να γίνουν αγνώριστοι τη στιγμή που τους βγάζουν φωτογραφίες στη φυλακή, ενώ από ορισμένους μπόρεσαν να πάρουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα μόνο αφού τους αναισθητοποίησαν.(35) Μια κρατούμενη της R.A.F., η Carmen Roll, έγραφε: "Δεν υποχωρούμε στο παραμικρό, ούτε τσιγάρο, ούτε καφέ, ούτε τίποτα (...). Σε κάθε "αδυναμία" νομίζουν ότι ανακαλύπτουν μια ευκαιρία για αυτούς και επανέρχονται, ξεκινούν από την αρχή. Μπορείς να είσαι σίγουρος για ένα πράγμα: αν και είσαι στα χέρια τους, δεν θα κάνεις τίποτα οικειοθελώς, δε θα έχουν τίποτα από σένα (...). Από την αρχή δε μίλησα με τις δεσμοφύλακες, δεν μπορούσα να μιλήσω μαζί τους. Γνωρίζω όλες τις σοφές αναλύσεις ότι "η κατάστασή τους είναι επίσης αντιφατική" κ.λπ. Αυτές οι αναλύσεις είναι σωστές, όμως έχουν ένα όριο: δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτές ακριβώς οι αντιφάσεις είναι εργαλεία τρόμου -τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις- και ότι τελικά σε αφοπλίζουν".(36)

Οι συλλογικές απεργίες πείνας που έκαναν οι αγωνιστές της R.A.F. μέσα στη φυλακή είναι επίσης ένας αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας: με την απεργία πείνας, ο φυλακισμένος παύει να είναι ένα "αντικείμενο" του Θεσμού και επανακτά την κυριαρχία πάνω στο σώμα του, και κατά συνέπεια πάνω στον ίδιο του τον εαυτό. Όμως αυτή η ανάκτηση της αξιοπρέπειας ακυρώνεται από την αναγκαστική σίτιση που υποβιβάζει τον κρατούμενο σε μια νηπιακή κατάσταση.

Μέσα στις εξαιρετικά ειδικές συνθήκες κράτησης που επιβλήθηκαν στους κρατούμενους της R.A.F., ο αγώνας για την "ταυτότητα" ήταν ένας αγώνας ενάντια στην καταστροφή του σώματος. Μέσα σε συνθήκες στέρησης των αισθήσεων, στην πλήρη απομόνωση, το σώμα -"καρδιά των σχέσεών μας με τον κόσμο" (κατά τον Merleau-Ponty)- χάνει την ενότητά του και καταστρέφεται. Η αναφορά στην "επαναστατική ταυτότητα" γίνεται το μόνο σταθερό σημείο μέσα σε αυτό το σύμπαν χωρίς όρια και χωρίς χρωματικές αντιθέσεις που είναι το κελί της απομόνωσης, και είναι με βάση αυτή την αναφορά που ο φυλακισμένος ανασυνθέτει το σώμα του. Τέλος, αυτή η αναφορά τού επιτρέπει να συνδεθεί με το "συλλογικό" που δεν υπάρχει πλέον παρά μέσω της συμμετοχής καθενός από τους απομονωμένους αγωνιστές σε μια κοινή ενέργεια. Ο Helmut Pohl, στην "απολογία" του στη δίκη του Σταμχάιμ, δήλωνε: "Η μάχη που δίνουμε στην απομόνωση είναι η μάχη της συνείδησης. Αν δεν επιτύχουμε το θρίαμβο της νέας συνείδησης, τότε είναι η παλιά που θα επιβληθεί".(37) Αυτή η "νέα συνείδηση" στην οποία αναφέρεται ο H. Pohl είναι η συνείδηση του "νέου ανθρώπου", που για τους αγωνιστές της R.A.F. δεν είναι εκείνος που θα εμφανιστεί στο μακρινό μέλλον της κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά ο αντάρτης πόλης: "αυτός που έχει απελευθερωθεί από τους καταναγκασμούς του συστήματος, που έχει απαλλαγεί από κάθε μορφής ιδιοκτησία και ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα στο "συλλογικό" και μέσα στον αγώνα".

Ουδέποτε η R.A.F. προτείνει ένα μοντέλο κοινωνίας, ένα εναλλακτικό σχέδιο ζωής, ούτε προκρίνει καμιά στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας, αφού ο αγώνας είναι περισσότερο ο σκοπός παρά το μέσον. Είναι ο αγώνας που δίνει την ελευθερία και τη "νέα ταυτότητα", οι οποίες αποτελούν συνήθως υπόσχεση για τις επερχόμενες γενιές.

Ορισμένοι(38) έκαναν έναν παραλληλισμό ανάμεσα σe αυτή την "υπαρξιακή" αντίληψη του αγώνα που διαμόρφωσε η R.A.F. και τις ιδέες που εκφράζει ο Έρνστ Γιούνγκερ στο δοκίμιο "Der Wald- ganger"(39) που έγραψε το 1951. Σε αυτό ξανασυναντάμε την ιδέα ενός "συστήματος" που συνθλίβει το άτομο ("Ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο μιας μεγάλης μηχανής που είναι ρυθμισμένη έτσι ώστε να τον καταστρέψει",(40) καθώς και την ιδέα της Αντίστασης ως αυτοσκοπού: "Η Αντίσταση του Αντάρτη είναι απόλυτη: δεν γνωρίζει ούτε ουδετερότητα, ούτε απονομή χάριτος, ούτε φυλάκιση. Δεν περιμένει ο εχθρός του να ευαισθητοποιηθεί από τα επιχειρήματά του, κι ακόμα λιγότερο να του φερθεί ιπποτικά. Γνωρίζει επίσης ότι, σε ό,τι αφορά τον ίδιο, η ποινή του θανάτου δεν έχει καταργηθεί".(41) Για τον "Waldganger", όπως και για τον αντάρτη των μητροπόλεων, η μάχη δε σταματά ποτέ, δεν υπάρχει ανάπαυλα ούτε στη φυλακή και τίποτα δε θα μπορούσε να τσακίσει την αντίστασή του. Δεν περιμένει από τον εχθρό να αλλάξει, να μάθει. Aυτό που έχει σημασία είναι να καταφέρει πλήγματα εναντίον του. Πρέπει να τον εξοντώσει. Ο Γιούνγκερ δηλώνει: "Ο Αντάρτης δεν αναρωτιέται αν ο εξοπλισμός του είναι προηγμένος, σε τι επίπεδα τελειοποίησης βρίσκεται, ούτε ακόμα κι αν υπάρχει. Η "προσφυγή στα δάση" μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή, σε κάθε τόπο και ακόμα κι αν οι δυνάμεις του εχθρού είναι από αριθμητική άποψη συντριπτικά ανώτερες".(42) Αν αντικαταστήσουμε τις λέξεις "Αντάρτης" και "προσφυγή στα δάση" (Waldganger και Waldgang) με τις λέξεις αντάρτης πόλης και αντάρτικο πόλης αντίστοιχα, αυτό το απόσπασμα θα μπορούσε να αποδοθεί στη R.A.F., για την οποία οι συνθήκες αγώνα εξαρτώνται λιγότερο από το στρατιωτικό δυναμικό και περισσότερο από την απόφαση να αγωνιστείς.

Οι αγωνιστές της R.A.F θα αρνούνταν κατηγορηματικά αυτή την πατρότητα ιδεών: ουδέποτε αναφέρθηκαν στο Γιούνγκερ, κι ίσως μάλιστα να μην διάβασαν ποτέ το έργο του. Όσο για τον ίδιο το Γιούνγκερ, κάνει σφοδρή κριτική σε αυτό που αποκαλεί "τρομοκρατία" και επιλέγει το στρατόπεδο του Κράτους ενάντια σε εκείνο των ομάδων ένοπλου αγώνα.(43) Αυτό που ο Γιούνγκερ υποστηρίζει σε αυτό το δοκίμιο είναι η ίδια η ιδέα της αντίστασης, της ανταρσίας, αλλά δεν πρόκειται κατ' ανάγκην για έναν αγώνα με όπλα.

Η σημασία που αποδίδει η R.A.F. στην υποκειμενικότητα και τη βούληση εκφράζεται κυρίως μέσα από μια νέα προσέγγιση του "επαναστατικού υποκειμένου", η οποία απομακρύνει τους αγωνιστές της R.A.F. από τον "ορθόδοξο μαρξισμό" και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, όπως θα δούμε, τη στρατηγική της ομάδας.


1. Απόσπασμα από το βιβλίο La "bande a Baader" ou la violence revolutionnaire, ed. Champ Libre, σελ.110.

2. Το σύνολο των δηλώσεων των φυλακισμένων στο Σταμχάιμ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1977, ταυτόχρονα στα γαλλικά από τις εκδόσεις Maspero και στα γερμανικά από έναν σουηδό εκδότη. Το 1983 δημοσιεύτηκε το σύνολο των κειμένων της R.A.F. με τη μορφή συλλογής 620 σελίδων από συμπαθούντες της ομάδας, χωρίς ονομαστική αναφορά εκδότη. Οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων της R.A.F. στα γαλλικά και τα γερμανικά πραγματοποιήθηκαν χάρη στο δικηγόρο των φυλακισμένων της R.A.F. Klaus Croissant και την επιτροπή υποστήριξης των φυλακισμένων στη Στουτγάρδη, μετά από αίτημα των ίδιων των κρατούμενων του Σταμχάιμ.

3. Αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν σε έντυπα του χώρου των γερμανών, βέλγων και γάλλων συμπαθούντων της R.A.F.

4. Λαμβάνουμε υπόψη μας το κείμενο του 1982 επειδή αναφέρεται στην επιθετική φάση του 1977 η οποία εμπεριέχεται στην περίοδο που μας ενδιαφέρει.

5. Texte der R.A.F., χωρίς αναφορά εκδότη, 1983 (620 σελίδες).

6. Από το κείμενο της Ulrike Meinhof με τίτλο "Berlin-Moabit 13 Septembre 1974", Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 34.

7. Συνέντευξη του Χόρστ Μάλερ, βλ. διδακτορική διατριβή της Anne Steiner με τίτλο "Guerilla Urbaine en Europe Occidentale", Universite Paris X, Juin 1985.

8. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 84.

9. Ο χριστιανοδημοκράτης ηγέτης Barzel χρησιμοποίησε αυτή τη φράση το 1965.

10. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 64.11. Απόσπασμα από το κείμενο του Αντρέ Γκλυκσμάν "Nouveau fascisme, nouvelle democratie" που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση "Les Temps Modernes", το Μάιο του 1972, σελ. 315.

12. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 277.

13. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 316.

14. Οι ίδιοι οι αγωνιστές της R.A.F. δεν αναφέρθηκαν ποτέ στον Γκλυκσμάν, όμως υιοθετούν σε ό,τι αφορά τη Γερμανία την αντίληψή του για το "νέο φασισμό".

15. Απόσπασμα από το κείμενο της R.A.F "Histoire de la R.A.F. et de la gauche allemande traditionnelle" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F"., ed. Maspero, σελ. 75-82

16. Από το ίδιο κείμενο, σελ. 79.

17. Textes de la R.A.F, σελ. 81.

18. Από το ίδιο, σελ. 79.

19. Από το ίδιο, σελ. 67.

20. Από το ίδιο, σελ. 79.

21. Από το ίδιο, σελ. 79.

22. Πρόκειται για τους Christa Eckes, Ilse Stachowiack, Eberhard Becker, Helmut Pohl και Wolfgang Beer οι οποίοι συνελήφθησαν στις 4 Φεβρ. 1974 στο Αμβούργο με την κατηγορία ότι θέλησαν να επανασυγκροτήσουν τη R.A.F.

23. Η ακριβής ημερομηνία σύνταξης αυτού του κειμένου δεν είναι γνωστή. Γράφτηκε στις αρχές Μάη του 1976. Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζαμε αν γράφτηκε πριν ή μετά τις 8 Μάη 1976 (ημερομηνία θανάτου της Ούλρικε Μάινχοφ), επειδή η αντίληψη που διατυπώνεται σε αυτό το κείμενο είναι αρκετά απομακρυσμένη από την αντίληψη που είχε διατυπώσει η ίδια η Μάινχοφ στο "γράμμα προς τους συντρόφους του Αμβούργου" που έγραψε λίγες μέρες νωρίτερα.

24. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, σελ. 56.

25. βλ. Herbert Marcuse, "La fin de l' Utopie", Ed. Le Seuil, 1968.

26. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 77.27. Δήλωση της Ούλρικε Μάινχοφ στη δίκη του Berlin-Moabit (13 Σεπτέμβρη 1974). Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, σελ. 37-38.

28. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 41.

29. "Faire de la maladie une arme", S.P.K., ed. Champ Libre.

30. "Δήλωση στη δίκη του Berlin-Moabit" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Textes de la R.A.F.", ed. Maspero, σελ. 38.

31. Στο ίδιο, σελ. 38.

32. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 125.

33. Στο ίδιο, σελ. 59.

34. Στο ίδιο, σελ. 125.

35. A propos du proces Baader-Meinhof, ed. Bourgois, p. 134-135.

36. Στο ίδιο, σελ. 136.

37. Textes de la R.A.F., ed. Maspero, p. 175.

38. Πρόκειται για τον Til Schultz ο οποίος έγραψε ένα σχετικό άρθρο στην επιθεώρηση Kursbusch, νο 35, 1974.

39. Η λέξη Waldganger σημαίνει προγραμμένος. Ο Γιούνγκερ χρησιμοποιεί εδώ μια λέξη που προέρχεται από τους ισλανδικούς θρύλους και η οποία υποδηλώνει αυτόν που έπρεπε να καταφύγει στα δάση, επειδή είχε θεωρηθεί ένοχος για κάποιο αδίκημα. Ο γάλλος μεταφραστής χρησιμοποίησε στη μετάφραση τον όρο "αντάρτης". Waldganger είναι αυτός που προτιμά τη μοναξιά, τη στέρηση και τον κίνδυνο από το να υποταχθεί σε μια εξουσία που θεωρεί άνομη.

40. Ernst Junger, Traite du Rebelle, ed. Bourgois, p. 126.

41. Στο ίδιο, σελ. 103. Θα μπορούσαμε με τον ίδιο τρόπο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στο βιβλίο του Γιούνγκερ και ορισμένα σημεία της "Κατήχησης του επαναστάτη" του Νετσάγεφ ο οποίος υποστηρίζει: "Ο επαναστάτης θυσιάζει τη ζωή του. Δεν έχει να δείξει κανένα έλεος απέναντι στο Κράτος και πολύ περισσότερο δεν έχει να περιμένει κανένα έλεος από τη μεριά του Κράτους".

42. Ernst Junger, Traite du Rebelle, ed. Bourgois, p. 115.

43. Συνέντευξη του Έρν. Γιούνγκερ στην εφημερίδα Le Monde (21/6/1978). Σε ερώτηση σχετικά με τη R.A.F., ο Γιούνγκερ είχε καταδικάσει έντονα την πρακτική της.

 

*

1